Έτοιμοι να παραδώσουν και το ΕΣΥ

Έτοιμοι να παραδώσουν και το ΕΣΥ

Νοσοκομειακοί γιατροί κατακεραυνώνουν την κυβέρνηση που ανοίγει την πόρτα σε ιδιώτες και κλινικάρχες.

Την υγειονομική κρίση που θερίζει ζωές, πολλές από τις οποίες θα μπορούσαν να είχαν σωθεί όπως εκτιμούν οι γατροί αν το ΕΣΥ δεν αφηνόταν να καταρρεύσει, κάνει ευκαιρία η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη για να εφαρμόσει την πολιτική της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας υγείας, όπως άλλωστε είχε εξαγγείλει προεκλογικά.

Με ταχείς ρυθμούς ετοιμάζεται να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες του ΕΣΥ στους «λιποτάκτες» μεγαλοκλινικάρχες, αλλά και να ικανοποιήσει ποικίλα ιδιωτικά συμφέροντα που κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν το αγαθό της δημόσιας υγείας, καθώς έχει ήδη προαναγγείλει σχετικές παρεμβάσεις σε ΕΟΠΥΥ, ΕΣΥ, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας αλλά και στο φάρμακο.

«Η πανδημία αξιοποιήθηκε, αναποδογυρίστηκαν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω τα συμπεράσματά της για να προωθηθούν αναδιαρθρώσεις που είναι ενάντια και στους υγειονομικούς και στους ασθενείς» είναι η ξεκάθαρη εκτίμηση του Γιώργου Σιδέρη, μέλους του γενικού συμβουλίου της ΟΕΝΓΕ, μετά τις δηλώσεις του υπουργού Υγείας στη Βουλή τις προηγούμενες μέρες περί ιδιωτικού τομέα, ο οποίος αν και έδειξε απροθυμία να συμβάλει στην αντιμετώπιση της πανδημίας, για τον κ. Πλεύρη «μπορεί να βοηθήσει και ειδικά εκεί που υπάρχουν κενά».

«Aντί να επιτάξουν τον ιδιωτικό τομέα, όπως δικαιούνται σε καταστάσεις κρίσης, τον προφύλαξαν – ασχολήθηκε με “καθαρά” περιστατικά–, έδωσαν διπλή αποζημίωση, απόσπασαν γιατρούς του ΕΣΥ για να βοηθήσουν τον ιδιωτικό τομέα, εξασφαλίζοντάς τους και την επιπλέον πελατεία, από τη μετατροπή των νοσοκομείων σε νοσοκομεία αποκλειστικά Covid και το κλείσιμο χειρουργείων και τακτικών ιατρείων, για να θησαυρίσουν σε βάρος της υγείας και της ζωής του λαού. Oλα αυτά δείχνουν όχι μόνο εύνοια αλλά σταθερό προσανατολισμό στην κερδοφορία του ιδιωτικού τομέα με κόστος ζωές ανθρώπων» καταγγέλλει στο Documento η πρόεδρος των νοσοκομειακών γιατρών Θεσσαλονίκης Δάφνη Κατσίμπα.

Πολιτική επιλογή η απαξίωση

«Οι αλλαγές στην υγεία αποτελούν μια θλιβερή επιβεβαίωση» λένε οι γιατροί για όσα μας κατήγγειλαν ήδη από την άνοιξη του 2020, όταν διαπίστωναν τις προθέσεις της κυβέρνησης να μην προχωρήσει σε ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ αλλά σε αποδυνάμωση, με σκοπό οι ιδιωτικές παρεμβάσεις να φανούν «σωτήριες» και σε άλλες περιπτώσεις απαραίτητες οι συγχωνεύσεις. Οι προθέσεις έγιναν ακόμη πιο σαφείς μετά τα κενά που προκάλεσαν οι αναστολές εργασίας των ανεμβολίαστων υγειονομικών, καθώς δόθηκε επίσημα το πράσινο φως στους ιδιώτες να καλύψουν τα κενά.

«Νομίζω ότι το μέτρο της αναστολής των υγειονομικών ήταν μια πίεση επιπλέον για να αποδυναμωθούν περισσότερο τα νοσοκομεία, γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν θα βρεθούν εργαζόμενοι για να καλύψουν τα κενά» σχολιάζει η πρόεδρος των νοσοκομειακών γιατρών Δράμας Παρθένα Κιούρτεβε.

«Δεν ενισχύθηκε το σύστημα όπως θα έπρεπε και είναι προφανώς πολιτική βούληση γιατί δεν μπορεί να μην υπάρχουν λεφτά. Τόσα δισ. διακινούνται (ταμεία ανάκαμψης – ΝΑΤΟ – επιχορηγήσεις), άρα αποτελεί πολιτική επιλογή όταν στη μέγιστη ανάγκη επιλέγεις να μην ενισχύσεις. Προφανώς το κάνεις για να το απαξιώσεις με σκοπό σε δεύτερο τρίτο χρόνο να παρουσιάσεις την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα σαν μονόδρομο» επισημαίνει το μέλος της εκτελεστικής γραμματείας της ΟΕΝΓΕ Γιάννης Γαλανόπουλος.

Δημόσιο μόνο… στην ταμπέλα

Οπως επισημαίνουν οι γιατροί, το έδαφος για την παρουσία ιδιωτικών συμφερόντων είχε στρωθεί από τα προηγούμενα χρόνια, καθώς όπως εξηγεί στο Documento το μέλος του ΓΣ της ΟΕΝΓΕ Γιώργος Σιδέρης «δεν είναι μόνο οι ΣΔΙΤ, είναι και οι συγχωνεύσεις, είναι η λειτουργία του ΕΟΠΥΥ ως μια μεγάλη ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία, είναι η οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των νοσοκομείων, είναι και το άνοιγμα μιας σειράς δραστηριοτήτων των δημόσιων μονάδων υγείας προς γιατρούς, έτσι ώστε αυτοί να ασκούν ιδιωτικό έργο μες στις δημόσιες μονάδες υγείας.

Aρα επί της ουσίας δεν μιλάμε μόνο για ιδιωτικοποίηση, μιλάμε για ένα σύστημα υγείας το οποίο στην ταμπέλα του θα γράφει δημόσιο, αλλά από μέσα θα οργιάζουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα, ιδιωτικά ή μη».

Με λίγα λόγια, οι γιατροί εξηγούν ότι, εκτός από την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα, δεν είναι απίθανο, πέρα από τα απογευματινά ιατρεία που λειτουργούν μες στα νοσοκομεία, να δούμε και απογευματινά χειρουργεία όπου οι ασθενείς αντί να περιμένουν στην περίφημη λίστα αναμονής για έναν χρόνο ώστε να εγχειριστούν, θα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν απογευματινό χειρουργείο, έναντι όμως αμοιβής, έστω και μικρότερης από αυτή που θα έδιναν σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο.

«Θα σου πει ο γιατρός “για μια επέμβαση που μπορεί να κοστίζει σε ιδιωτικό 3.000-3.500 ευρώ, εμείς θα την κάνουμε με 1.500”. Θα δουλέψει ο γιατρός του ΕΣΥ, θα πάρει ένα κομμάτι ιδιωτική αμοιβή, το ίδιο και η νοσηλεύτρια και έτσι αποκτούν συμμαχίες και μες στο ίδιο το σύστημα». Είναι το δήθεν δημόσιο σύστημα υγείας που οραματίζεται η κυβέρνηση, όπως ανάγλυφα το περιγράφει το μέλος της εκτελεστικής γραμματείας της ΟΕΝΓΕ Γιάννης Γαλανόπουλος.

Η διαχείριση της πανδημίας πρόδωσε το σχέδιό τους

Πάνω από ενάμιση χρόνο τώρα γιατροί και νοσηλευτές που στάθηκαν όρθιοι απέναντι στην πανδημία εξηγούσαν με χίλιους τρόπους και διεκδικούσαν τις ορθές διαδικασίες που θα έπρεπε να ακολουθηθούν ώστε να υπάρχει μικρότερη διασπορά, καλύτερη περίθαλψη ασθενών, αλλά και περιορισμός της ανάγκης εισαγωγής στις ΜΕΘ.

Τα επιχειρήματά τους όχι μόνο δεν εισακούστηκαν ποτέ, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις οι γιατροί που στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και είπαν δημοσίως την αλήθεια διώχθηκαν ποινικά και πειθαρχικά.

Ηταν αλήθειες που ουσιαστικά αναδείκνυαν την πολιτική βούληση να μη μείνει «προίκα» στο προς ιδιωτικοποίηση ΕΣΥ μετά την πανδημία.

«Θα μπορούσαν να είχαν αποσοβηθεί θάνατοι»

Η πρόεδρος των νοσοκομειακών γιατρών Θεσσαλονίκης Δάφνη Κατσίμπα περιγράφει βήμα βήμα όσα δεν έγιναν, επειδή προϋπέθεταν την ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ και άλλων κλάδων υγείας: «Λέγαμε από την αρχή για τον περιορισμό της μετάδοσης. Που σημαίνει, προληπτικά μέτρα, ιχνηλάτηση με μαζικά δωρεάν tests, απομόνωση των κρουσμάτων με σκοπό να μη γίνεται διασπορά. Αυτό δεν έγινε, ειδικά στους χώρους υπερμετάδοσης, όπως οι εργασιακοί, στα ΜΜΜ και τα σχολεία ούτε καν στα νοσοκομεία.

Το δεύτερο που έπρεπε να είναι δομημένο και ενισχυμένο – και το οποίο είχαν περιθώριο να κάνουν– ήταν η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας όπου εκτός από την καθημερινότητα θα φρόντιζε για την ιχνηλάτηση, την απομόνωση, την ιατρονοσηλευτική παρακολούθηση, ώστε ο κόσμος που δεν χρειάζεται νοσοκομείο να παραμένει εκεί και όταν χρειαστεί να πάει αμέσως στο νοσοκομείο.

Αντί αυτού, στέλνανε τον κόσμο σπίτι χωρίς παρακολούθηση, με τραγικές συνέπειες. Μην ξεχνάμε ότι θρηνήσαμε θανάτους νέων ανθρώπων στα σπίτια τους. Στην πρωτοβάθμια περίθαλψη θα έπρεπε αργότερα να ανατεθεί και ο εμβολιασμός με φαρμακοεπαγρύπνηση, παρακολούθηση και καταγραφή τυχόν επιπλοκών, ώστε να νιώθει ο κόσμος ασφάλεια για να προχωρήσει χωρίς φόβο στον εμβολιασμό. Το τρίτο επίπεδο αφορά τους ανθρώπους που θα χρειάζονταν νοσηλεία όπου θα έπρεπε στο νοσοκομείο να έχουν μια ασφαλή και όσο το δυνατόν περισσότερο αποτελεσματική περίθαλψη.

Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να έχει επαρκές προσωπικό, με μόνιμες προσλήψεις, υποδομή και εξοπλισμό. Θα έπρεπε να ενισχυθούν έτσι τα νοσοκομεία ώστε να περιοριστεί όσο το δυνατόν περισσότερο ο αριθμός των αρρώστων που χρειάζονται εντατική. Με αυτό τον τρόπο θα είχαν γίνει τα πλέον απαραίτητα για να μη φτάσει ο κόσμος στο νοσοκομείο – και όσα χρειάζονταν για να έχει την καλύτερη δυνατή περίθαλψη.

Όταν όμως έχεις στην εφημερία έναν γιατρό και δυο τρεις νοσηλευτές για 30 ή για 50 άτομα, σίγουρα γίνεται υποθεραπεία και ο δρόμος για την εντατική για πολλούς ασθενείς είναι μονόδρομος και θα υπάρξουν και θάνατοι που θα μπορούσαν να αποσοβηθούν. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την καθεαυτό ιατρική παρέμβαση, καθώς τον κυριότερο ρόλο τον έπαιζε το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και με την επάρκεια σε βοηθητικό προσωπικό που ήταν λειψό. Ο άρρωστος χρειαζόταν αλλά δεν μπορούσε πάντα να έχει το νερό του, την τροφή του και την καθαριότητά του για να μην επιδεινωθεί η κατάστασή του.

Έτσι είχαμε επιδείνωση λόγω υποθεραπείας και κακών συνθηκών νοσηλείας, με αποτέλεσμα να απαιτείται για περισσότερους νοσηλεία σε ΜΕΘ. Ομως αυτές οι ΜΕΘ δεν έφταναν, ούτε το εξειδικευμένο προσωπικό τους. Αρχισαν λοιπόν να χρησιμοποιούν χώρους που δεν είχαν καμία σχέση με την πολυδύναμη ΜΕΘ, όπως χειρουργικές αίθουσες, να επιστρατεύονται γιατροί και νοσηλευτές άλλων ειδικοτήτων, πολύ καλοί στον τομέα τους αλλά όχι ειδικοί στην αντιμετώπιση και τη νοσηλεία ασθενών με βαριά λοίμωξη.

Έτσι εκτοξεύτηκε η θνητότητα και στις απλές κλίνες Covid και τις ΜΕΘ. Στις οργανωμένες πολυδύναμες ΜΕΘ η θνητότητα ήταν σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα γύρω στο 55- 60% ενώ στις “πρόχειρες” είδαμε τη θνητότητα να ανεβαίνει κατακόρυφα».

Κίνδυνος-θάνατος η κατάσταση στα νοσοκομεία Δράμας και Καβάλας

Με σοβαρές δυσλειτουργίες που ελλοχεύουν μεγάλους κινδύνους, αφού είναι κατάκοπο το προσωπικό (αυτό που απέμεινε από τις αναστολές), λειτουργούν πλέον τα νοσοκομεία Δράμας και Καβάλας.

«Στο νοσοκομείο μας έχουμε 96 άτομα σε αναστολή εργασίας, 60 νοσηλευτές, τέσσερις γιατρούς, δέκα τραυματιοφορείς και οι υπόλοιποι είναι διοικητικοί. Εχουν αντικατασταθεί οκτώ διοικητικοί και πέντε καθαρίστριες από εταιρεία εργολαβίας εργαζομένων και έχει έρθει και ένας τραυματιοφορέας από τη λίστα των επικουρικών» περιγράφει τη δραματική κατάσταση η πρόεδρος των νοσοκομειακών γιατρών Δράμας Παρθένα Κιούρτεβε.

«Εχει μείνει ένας τραυματιοφορέας στη βάρδια (νομίζω στα πρωινά ωράρια υπάρχει και δεύτερος) να καλύπτει ολόκληρο νοσοκομείο, που σημαίνει ότι μπαίνει σε όλες τις κλινικές, μπαίνει και στην κλινική για τα ύποπτα, μπαίνει στην παθολογική, στα χειρουργεία, στις μονάδες νεφρού με ό,τι σημαίνει αυτό.

Την ίδια ώρα έχουμε μια δημόσια καταγγελία από τον πρόεδρο των εργαζομένων ότι οι τραυματιοφορείς στα πρωινά ωράρια χρονομετρούνται από υπεύθυνους της νοσηλευτικής υπηρεσίας για το πόσο χρόνο κάνουν από τη στιγμή που θα παραλάβουν τον ασθενή μέχρι να τον μεταφέρουν για παράδειγμα στο ακτινολογικό να βγάλει μια αξονική» καταλήγει.

Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στο νοσοκομείο Καβάλας, με τη λύση του… ιδιώτη να φαντάζει μονόδρομος, όπως έσπευσε να δηλώσει στο ραδιοφωνικό σταθμό kavalanews.gr ο διοικητής του νοσοκομείου Ντίνος Κλειτσιώτης. «Θα αναλάβω αυτή την πρωτοβουλία για να λύσουμε το πρόβλημα σε συνεννόηση με το υπουργείο Yγείας. Μας δίνει το δικαίωμα ο νόμος να προσλάβουμε για τρεις μήνες, και για τρεις επιπλέον, αν δεν επιστρέψουν οι εργαζόμενοι που έχουν βγει σε αναστολή». Την ίδια ώρα η πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων του νοσοκομείου Κατερίνα Πετράκη εξηγεί στο Documento, παραθέτοντας νούμερα, ότι η ενίσχυση του νοσοκομείου με προσλήψεις ήταν στην πραγματικότητα αντικατάσταση προσωπικού που συνταξιοδοτήθηκε.

«Το νοσοκομείο Καβάλας από το 2019 που παρέλαβε η σημερινή κυβέρνηση σε επίπεδο νοσηλευτικού προσωπικού είχε 176 κενά. Ξεκινώντας η Covid έκανε 50 προσλήψεις επικουρικού προσωπικού, ταυτόχρονα όμως αποχώρησαν προς συνταξιοδότηση… 50 άτομα».

Οπως περιγράφει η κ. Πετράκη, οι συνθήκες εργασίας των νοσηλευτών είναι απάνθρωπες: «Στο νοσοκομείο είναι σε αναστολή 100 άτομα και από αυτά τα 49 είναι νοσηλευτές. Στην κλινική Covid που έχει 45 ασθενείς αυτήν τη στιγμή στην κάθε βάρδια είναι τέσσερα άτομα σε δύο πτέρυγες, ντυμένα (σ.σ.: με την ειδική στολή προστασίας) για οκτώ ώρες. Κανονικά πάνω από δύο ώρες δεν μπορεί να κάτσει έτσι ένας εργαζόμενος».

Documento Newsletter