Εθνοκάθαρση και αλλαγή συνόρων στις πλάτες των Κούρδων

Τελευταία πράξη στο δεκαετές μακελειό στη Συρία η δεύτερη μέσα σε δύο χρόνια τουρκική στρατιωτική εισβολή.

Χοντρό γεωπολιτικό παιχνίδι στις πλάτες των Κούρδων και συνολικότερα της κατεστραμμένης Συρίας στήνουν οι μεγάλες δυνάμεις στην καυτή ζώνη της Μέσης Ανατολής. Η τελευταία πράξη του δεκαετούς μακελειού στη χώρα, πραγματικού λουτρού αίματος για εκατοντάδες χιλιάδες Σύριους, το οποίο προκάλεσε πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση και προσφυγικό «τσουνάμι», είναι η δεύτερη μέσα σε δύο χρόνια τουρκική στρατιωτική εισβολή σε αυτήν τη θανάσιμα τραυματισμένη αραβική χώρα. Πρόσχημα, κατά τους συνήθεις τουρκικούς ισχυρισμούς, η καταπολέμηση της «τρομοκρατίας». 

Στην ουσία, όμως, είναι η δημιουργία ζωνών επιρροής ή ακόμη και η κατοχή συριακών εδαφών. Επίσης στόχος της Άγκυρας είναι να ισοπεδώσει το πρώτο μεγάλο δημοκρατικό κοινωνικό πείραμα που συντελείται σήμερα στη Μέση Ανατολή. Αυτό της Ροζάβα. Μιας πολυεθνικής, πολυθρησκευτικής κοινωνίας, με –πρωτόγνωρους για τη Μέση Ανατολή– δημοκρατικούς θεσμούς διακυβέρνησης. Ως γνωστόν, ακόμη και στις ένοπλες δυνάμεις που απαρτίζουν το YPG (Μονάδες Προστασίας του Λαού) μετέχει ολόκληρο το πολυεθνικό μωσαϊκό της περιοχής. Κούρδοι, Αραβες, μουσουλμάνοι, χριστιανοί κ.ο.κ. Γενικότερα, εξάλλου, η Συρία ήταν ανέκαθεν πολυεθνική, πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική χώρα, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις φυλετικού και θρησκευτικού μίσους.

Κόντρα  Άσαντ – Άγκυρας

Η Τουρκία δεν βρίσκεται σε αντιπαράθεση μόνον με τους Κούρδους, οι οποίοι υποστηρίζονταν σθεναρά έως τώρα από τις ΗΠΑ. Εχει ανοικτό μέτωπο και με τον Ασαντ, ο οποίος χάρη στη μαζική ρωσική στρατιωτική υποστήριξη έχει επανακαταλάβει πάνω από τα δύο τρίτα της Συρίας. Ειδικότερα, το βασικό σημείο αντιπαράθεσης των δυνάμεων του Ασαντ με τους τζιχαντιστές της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, γνωστής για σχέσεις με την Αλ Κάιντα, καθώς και με οργανώσεις-τουρκικές μαριονέτες της συριακής αντιπολίτευσης βρίσκεται σήμερα στην επαρχία Ιντλίμπ.

Μόλις στο τέλος Αυγούστου τα στρατεύματα του Ασαντ, υπό τους μαζικούς ρωσικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, κατέλαβαν τη μεγάλης σημασίας πόλη Κχαν Σεϊσούν, που βρίσκεται στα όρια των επαρχιών Ιντλίμπ και Χάμα. Να σημειωθεί ότι η επαρχία Ιντλίμπ, κατόπιν συμφωνιών Ρωσίας – Ιράν – Τουρκίας, έχει παραχωρηθεί ως «ζώνη αποκλιμάκωσης» στην Τουρκία.

Ωστόσο, η Δαμασκός καταγγέλλει ότι η περιοχή όχι μόνον δεν λειτουργεί ως ζώνη αποκλιμάκωσης, αλλά αντίθετα χρησιμοποιείται ως καταφύγιο των τζιχαντιστών και των όποιων δυνάμεων της συριακής αντιπολίτευσης υπάρχουν. Επιπλέον, ότι στόχος της Τουρκίας είναι η αλλοίωση του πληθυσμού διά της μεταφοράς εκεί προσφυγικών πληθυσμών οι οποίοι ελέγχονται από φίλα προσκείμενες στην Αγκυρα οργανώσεις της συριακής αντιπολίτευσης. Γενικότερα η Δαμασκός είναι πυρ και μανία με την Αγκυρα. Αξιωματούχοι της μάλιστα καταγγέλλουν την Τουρκία για κατοχή συριακών εδαφών και για προσπάθειες αλλαγής των υπαρχόντων συνόρων.

Ωστόσο, λίγα περνούν από το χέρι του Ασαντ. Πόσο μάλλον λόγω της εξάρτησής του από Μόσχα και Τεχεράνη. Εξάλλου οι πιέσεις που δέχονται τώρα οι Κούρδοι από την Τουρκία και η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων μάλλον δείχνουν να ωφελούν Μόσχα και Δαμασκό, όπως τουλάχιστον εκτιμά σημαντική μερίδα Αμερικανών πολιτικών και αναλυτών που επέκριναν σφόδρα τον Ντόναλντ Τραμπ για την απόφασή του να αποσύρει τη στρατιωτική υποστήριξη προς τους πλέον στενούς σύμμαχους των ΗΠΑ στην περιοχή, τους Κούρδους.

Σχετική εξομάλυνση

Στο μεταξύ, στις περιοχές που επανακατέλαβαν οι δυνάμεις του Ασαντ αρχίζει δειλά η εξομάλυνση της ζωής. Αποκαθίστανται η ηλεκτροδότηση και η υδροδότηση ενώ γίνονται προσπάθειες για παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και για άνοιγμα των σχολείων, υποδομές οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις είχαν ισοπεδωθεί. Η Δαμασκός φροντίζει να τα διαφημίζει όλα αυτά διεθνώς προκειμένου, εκτός των άλλων, να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στη Συρία. Κάτι που ναι μεν γίνεται, αλλά με αρκετά αργούς ρυθμούς.

Ήδη στη σημαίνουσα πόλη του Χαλεπιού, ιστορικό σταυροδρόμι του εμπορίου και των πολιτισμών, η ζωή αποκαθίσταται, αν και με διστακτικούς ρυθμούς. Παρά το απίστευτο μέγεθος των καταστροφών, ιδιαίτερα στα περίχωρα της πόλης, γίνονται προσπάθειες ακόμη και να ξαναλειτουργήσουν ορισμένα εργοστάσια. Ολα βέβαια με κινεζικό ή κορεατικό τεχνικό εξοπλισμό. Το ίδιο στη Χομς, της οποίας τα τραύματα στα ισοπεδωμένα από τις βόμβες και γαζωμένα από τα πολυβόλα κτίριά της χάσκουν ακόμη ανοικτά. Παρά ταύτα, σύμφωνα τουλάχιστον με τους ισχυρισμούς των τοπικών εκπροσώπων της Δαμασκού, ήδη καταφτάνουν πρόσφυγες από καταυλισμούς γειτονικών χωρών. Οι μεγαλύτεροι, ως γνωστόν, βρίσκονται στην Ιορδανία, στον Λίβανο και στην Τουρκία.

Βέβαια, το μέγεθος της καταστροφής στη Συρία –ίσως την πιο αναπτυγμένη οικονομικά αραβική χώρα της Μέσης Ανατολής, με πολύ καλό οδικό δίκτυο, βιομηχανίες και εξελιγμένο αρδευτικό δίκτυο– είναι πρωτοφανές. Ολόκληρες περιοχές, πόλεις και χωριά είναι ισοπεδωμένα. Αντίστοιχες εικόνες αλλά σε μικρότερη έκταση μπορούσε να αντικρίσει κανείς στο Γκρόζνι στην Τσετσενία ή στη Λωρίδα της Γάζας. Αλλά η καταστροφή στη Συρία είναι μεγαλύτερη. Και σίγουρα θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία για να ορθοποδήσει η χώρα.

Παρ’ όλα αυτά, ο λαός της έχει κουραστεί πια από τον πολυετή πόλεμο και θέλει ειρήνη. Ετσι, αν και με το σταγονόμετρο προς το παρόν, πρόσφυγες επιστρέφουν στις εστίες τους. Τουλάχιστον εκεί όπου υπάρχουν στοιχειωδώς ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και στέκουν ακόμη όρθια τα σπίτια τους. Είναι εντυπωσιακό, αλλά ακόμη και τα χωράφια σε αρκετές περιοχές καλλιεργούνται, ενώ υπάρχει σχετικά καλή τροφοδοσία των πόλεων με αγροτικά προϊόντα. Να σημειωθεί επίσης πως υπάρχουν πόλεις, όπως η Λατάκια και η Ταρτούς, στα μεσογειακά παράλια που ο πόλεμος δεν τις έχει αγγίξει καθόλου. Εκεί βέβαια, όπως και σε άλλες πιο «ασφαλείς» πόλεις, έχει καταφύγει μεγάλος αριθμός εσωτερικών προσφύγων.

Επίσης, παρά τις ελλείψεις, καύσιμα υπάρχουν, ενώ η τιμή τους κρατιέται χαμηλά (περίπου μισό δολάριο). Την τροφοδοσία της Συρίας του Ασαντ με καύσιμα έχει αναλάβει το Ιράν, αλλά εξαιτίας του αμερικανικού και δυτικού εμπάργκο συχνά εμποδίζονται τα ιρανικά τάνκερ να καταπλεύσουν στα συριακά λιμάνια.

Υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται στη χώρα είναι σκόπιμο να εξετάσει η Αθήνα το ενδεχόμενο «επιστροφής» της στη Συρία. Η Ελλάδα, υποτίθεται υπό τις ευρωπαϊκές πιέσεις, επί κυβέρνησης

Σαμαρά – Βενιζέλου έκλεισε την πρεσβεία της στη Δαμασκό. Ηδη όμως από το 2017-18 γίνονταν προσπάθειες να ξανανοίξει. Ωστόσο, για άγνωστους (;) λόγους, η Αθήνα εξακολουθεί να κωλυσιεργεί.

«Αγγίζει» την Ελλάδα

Τόσο η πρώτη τουρκική στρατιωτική εισβολή στη βόρεια Συρία, στον κουρδικό θύλακο του Αφρίν, τον Ιανουάριο του 2018, με τη δήθεν φιλειρηνική ονομασία «Κλάδος ελαίας» όσο και η τωρινή με την εξίσου φαιδρή ονομασία «Πηγή ειρήνης» αφορούν άμεσα την Ελλάδα και την Κύπρο. Πόσο μάλλον αφού με την εισβολή και –προσωρινή (;)– κατοχή εδάφους της Συρίας ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για αλλαγή των συνόρων στην περιοχή της Μ. Ανατολής. Κάτι που με τη σειρά του θέτει υπό ανοικτή αμφισβήτηση τη Συνθήκη της Λωζάννης.

Εκτός αυτού όμως, αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο για γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς λόγους. Και είναι τουλάχιστον ατυχές να πιστεύει η Αθήνα ότι η Συρία, το κουρδικό και το μεσανατολικό πέφτουν μακριά από την Ελλάδα. Ή, όπως δήλωσε πρόσφατα ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, ότι «δεν είναι άμεσο θέμα για την Ελλάδα, αλλά είναι ένα θέμα το οποίο είναι μέσα στον γεωγραφικό μας ορίζοντα». Κοινή πεποίθηση είναι ότι άπαξ και απαλλαγεί η Τουρκία από το «ανατολικό μέτωπο», θα στραφεί με ιδιαίτερη ένταση προς δυσμάς, κυρίως προς την Κύπρο και το Αιγαίο. Εξάλλου, ήδη κλιμακώνει θεαματικά τις προκλήσεις της εντός της κυπριακής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ).

Εντύπωση, πάντως, προκαλούν τα καθυστερημένα αντανακλαστικά της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία έσπευσε με ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών να καταδικάσει την τουρκική εισβολή σχεδόν τρεις μέρες μετά την ανακοίνωσή της και αφού ο Ταγίπ Ερντογάν είχε αυτοανακηρυχθεί «αρχιστράτηγος» (!). Οι Τούρκοι επιδιώκουν να δημιουργήσουν ζώνες επιρροής αλλά και να καταλάβουν συριακά εδάφη.

Τουρκικές κουτοπονηριές

Με δεδομένο ότι η Δαμασκός φαίνεται να κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της Συρίας και μάλιστα στις περιοχές που ελέγχει η ζωή, αν και δειλά, εξομαλύνεται, είναι τουλάχιστον εκ του πονηρού να ισχυρίζεται η Τουρκία ότι στόχος της είναι να δημιουργήσει ζώνες «ασφαλείας» στις κουρδικές περιοχές καθώς και στις επαρχίες του Ιντλίμπ και, βορειότερα, του Αφρίν. Πολύ περισσότερο, εύλογα προκύπτει το ερώτημα που θέτουν συχνά αξιωματούχοι της Δαμασκού: Γιατί δεν στέλνονται όλοι αυτοί οι πρόσφυγες στα εδάφη που ελέγχει ο Ασαντ και στις μεγάλες πόλεις, όπως το Χαλέπι, η Χομς, η Χάμα κ.ο.κ., και χρειάζονται νέες ζώνες γι’ αυτούς στη βόρεια Συρία;

Στην πραγματικότητα η Τουρκία είχε ανέκαθεν βλέψεις στη βόρεια Συρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη από το 1918 ο Κεμάλ Ατατούρκ ζητούσε τα βόρεια σύνορα της Συρίας να είναι η γραμμή Λατάκια – Κχαν Σεϊσούν – Χαλέπι. Δηλαδή ακριβώς εκεί όπου σήμερα είναι τα στρατεύματά της. Στις επαρχίες Ιντλίμπ και Αφρίν. Επίσης, με την επαρχία Ιντλίμπ γειτονεύει η Αλεξανδρέττα. Το «σαντζάκι της Αλεξανδρέττας» προσαρτήθηκε από την Τουρκία λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατόπιν συμφωνίας με τη Γαλλία, στη σφαίρα επιρροής της οποίας ανήκε η Συρία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το μοίρασμα των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κι αυτό παρά τις εντονότατες διαμαρτυρίες της Δαμασκού.

Σήμερα λοιπόν, κατέχοντας την περιοχή του Αφρίν και «κατασκευάζοντας» μια περιοχή με πληθυσμό φίλα προσκείμενο στην Τουρκία, τζιχαντιστικές οργανώσεις και οργανώσεις της συριακής αντιπολίτευσης, οικοδομεί στην επαρχία Ιντλίμπ καθώς και σε άλλες περιοχές ζώνες επιρροής της. Μάλιστα με παρόντα τουρκικά στρατεύματα εκεί, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ακόμη και τη μελλοντική προσάρτησή τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγκυρα αμφισβητεί έμπρακτα τη Συνθήκη της Λωζάννης, των Σάικ – Πικό κ.ο.κ. Ως γνωστόν οι διαχρονικοί, αναθεωρητικοί στόχοι της Τουρκίας δεν περιορίζονται στη Συρία. Επεκτείνονται και στο Ιράκ. Ειδικότερα στην πλούσια πετρελαιοπαραγωγό περιοχή της Μοσούλης, ενώ θέλει να έχει λόγο και στην πάμπλουτη σε πετρέλαια περιοχή του Κιρκούκ.

Κερδισμένοι από τον Τραμπ

Αντίστοιχοι είναι οι μεσομακροπρόθεσμοι στόχοι της Τουρκίας στις κουρδικές περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας. Ο δρόμος άνοιξε με την απόφαση του Ντ. Τραμπ να αποχωρήσουν τα αμερικανικά στρατεύματα από την περιοχή. Γεγονός που προκάλεσε σοβαρούς τριγμούς εντός του αμερικανικού συστήματος, το οποίο πλέον εκπέμπει διεθνώς μηνύματα σοβαρής εσωτερικής αστάθειας. Κάτι διόλου θετικό, ειδικά για την ευρύτερη γειτονιά μας.

Βέβαια τα όσα συμβαίνουν σήμερα στο συριακό Κουρδιστάν δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία. Ο Τραμπ ήδη από το τέλος του 2018 δήλωνε ότι αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία. Τότε εξαιτίας των αντιδράσεων στις ΗΠΑ δεν υλοποίησε την απόφασή του. Ωστόσο τον Δεκέμβριο του 2018 είχε προβεί και πάλι σε ένα… δωράκι προς την Τουρκία. Ανάγκασε σε παραίτηση τον Αμερικανό ειδικό απεσταλμένο στην παγκόσμια συμμαχία για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους Μπρετ ΜακΓκερκ, που αποτελούσε κόκκινο πανί για την Αγκυρα.

Τώρα, με τη νέα απόφασή του, δεν είναι λίγοι εκείνοι στις ΗΠΑ που τον κατακρίνουν για νέα «δώρα» στον Ερντογάν, τον οποίο ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος δηλώνει ότι συμπαθεί σφόδρα, αλλά και προς τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Κατά τις ίδιες εκτιμήσεις, οι Κούρδοι, εξαιτίας της τουρκικής πίεσης και της εγκατάλειψής τους από τους Αμερικανούς, θα αναγκαστούν να επανέλθουν στις «αγκάλες» της Δαμασκού. Ως γνωστόν, Άσαντ και Δαμασκός είναι άμεσα εξαρτημένοι από τη Μόσχα. Εξάλλου χωρίς τις δυνάμεις της Ρωσίας, αλλά και του Ιράν που έχει πάρα πολλά θύματα στα πεδία των μαχών με τους τζιχαντιστές, είναι άκρως αμφίβολο εάν θα κατάφερνε να σώσει όχι μόνο την εξουσία του αλλά και το ίδιο το κεφάλι του.

Επιπλέον στόχος της Άγκυρας η ισοπέδωση της πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής Ροζάβα, του πρώτου μεγάλου κοινωνικού και δημοκρατικού πειράματος.