Η Τουρκία κλιμακώνει σταθερά την επιθετικότητά της στο πλαίσιο της πάγιας αναθεωρητικής στρατηγικής της. Αμφισβητεί έμπρακτα την κυριαρχία στα νησιά μας με αβάσιμα νομικά επιχειρήματα, ανιστόρητη ρητορική και πρωτόγνωρες προκλήσεις στο πεδίο. Εντείνει τις προσπάθειές της για να επισημοποιήσει τη διχοτόμηση της Κύπρου και να καταστήσει αδύνατη τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στη βάση των αποφάσεων των ΗΕ για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Απέναντι σε αυτή την επιθετική κλιμάκωση η κυβέρνηση δεν έχει να αντιτάξει μια συνεκτική και αποτελεσματική στρατηγική. Η κύρια επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, του «πιστού και δεδομένου» συμμάχου των ΗΠΑ, της Ελλάδας-προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης, όχι μόνο δεν φέρνει θετικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, αλλά αποστερεί τη χώρα μας από τη δυνατότητα να διαδραματίσει ρόλο πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
O πρωθυπουργός έχει δώσει στις ΗΠΑ ό,τι αυτές ζητούσαν χωρίς να διεκδικεί εγγυήσεις ή ανταλλάγματα στα ελληνοτουρκικά. Εγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης που δέχτηκε την επ’ αόριστον αξιοποίηση έξι στρατιωτικών εγκαταστάσεων και του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης από αμερικανικές δυνάμεις, ενώ έβαλε την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή χωρών που στέλνουν βαριά όπλα στην Ουκρανία. Η κυβέρνηση επιμένει στο μύθευμα ότι η αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στη νότια και ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ χωρίς όρους θα οδηγήσει σε αλλαγή της αμερικανικής στάσης στα ελληνοτουρκικά. Η πραγματικότητα τη διαψεύδει. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το ελληνοαμερικανικό λόμπι και σειρά βουλευτών και γερουσιαστών, με προεξάρχοντα τον κ. Μενέντεζ, μαζί με άλλες επικριτικές προς την Τουρκία δυνάμεις καταβάλλουν εξαιρετικά σημαντικές προσπάθειες ώστε να αποτραπεί ή να αναβληθεί η αναβάθμιση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων χωρίς όρους.
Μακάρι οι προσπάθειες αυτές να ευοδωθούν. Ωστόσο το πρόβλημα έγκειται στη στρατηγική της κυβέρνησης. Λόγω της αναποτελεσματικότητάς της η αμερικανική υποστήριξη στη χώρα μας στα ελληνοτουρκικά έχει υποχωρήσει σε πολλά επίπεδα (East Med, χλιαρές αντιδράσεις σε νέες τουρκολιβυκές συμφωνίες, απόρριψη τροπολογιών κατά τη συζήτηση στη Γερουσία για πώληση και αναβάθμιση των F-16 στην Τουρκία κ.λπ.). Ταυτόχρονα ίσως είμαστε για πρώτη φορά χωρίς διαύλους διαλόγου με την Τουρκία, σε μια περίοδο που είναι περισσότερο αναγκαίοι από ποτέ, για να αποφευχθεί ένα ατύχημα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο.
Αυτό το κενό στρατηγικής δεν μπορεί να αναπληρωθεί από ευκαιριακές συναντήσεις Μητσοτάκη – Ερντογάν όπως αυτή της Κωνσταντινούπολης, χωρίς ατζέντα ούτε στοχοθεσία. Εάν δεν επιδιωχθεί ενεργά από την Ελλάδα ένα νέο πλαίσιο όπως αυτά της Βέρνης (1976-81), του Νταβός (1988-89), του Ελσίνκι (1999-2004), χωρίς τα κενά και τις σκιές τους, ή αυτό της ευρωτουρκικής συνεργασίας με αφορμή το προσφυγικό (201516), οποιαδήποτε πρωτοβουλία προσέγγισης θα είναι θνησιγενής. Και οι αναφορές στη Χάγη θα έχουν στόχο απλώς να κερδίζουμε το blame game απέναντι στην Τουρκία. Πήχης επικίνδυνα χαμηλός. Ελλειμματική είναι η πολιτική του κ. Μητσοτάκη και στο θέμα των «κόκκινων γραμμών». Σε μια περίοδο που οι κόκκινες γραμμές μας πρέπει να είναι σαφείς και να αναγγέλλονται και να υπηρετούνται με αποφασιστικότητα, το να αφήνει ο πρωθυπουργός την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα έξω από αυτές, όπως έκανε με την ομιλία του στον ΟΗΕ, στέλνει λάθος μήνυμα στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.
Απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα απαιτείται ένα στιβαρό και ενιαίο εθνικό μέτωπο με συνεπή και αποτελεσματική στρατηγική. Η διεκδίκηση ευρωπαϊκών κυρώσεων και η επέκταση των χωρικών υδάτων νότια, ανατολικά της Κρήτης και στο Καστελόριζο, όπως επανειλημμένα έχει ζητήσει ο Αλέξης Τσίπρας και έχει εξαγγείλει (ως προς την Κρήτη) και ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών, μπορεί να αποτελέσει βήμα για μια παρόμοια στρατηγική με τελικό στόχο τη Χάγη. Απαραίτητη προϋπόθεση, βεβαίως, είναι να εντάσσεται σε ένα συνεκτικό σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος και σαφείς κόκκινες γραμμές.