«Εθνική ασφάλεια», η δικαιολογία για κάθε παρακολούθηση

«Εθνική ασφάλεια», η δικαιολογία για κάθε παρακολούθηση

Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε για την ΕΥΠ αποτελεί μια επικοινωνιακή προσπάθεια της κυβέρνησης να αποβάλει τις ευθύνες της για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων που η ίδια δημιούργησε, δήθεν ενισχύοντας το θεσμικό πλαίσιο. Η κυβέρνηση μέσα από μια σειρά διατάξεων επιστρέφει την κατάσταση εκεί όπου βρίσκεται σήμερα καθώς προβλέπει εξαιρέσεις σε όλες τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο σχέδιο νόμου μέσα από συνεχή «παραθυράκια». Η «Μητσοτάκης ΑΕ» επιχειρεί μέσω της νομοθέτησης να ξεπλύνει τις αμαρτίες της κάνοντας νομικούς κύκλους που καταλήγουν στο ίδιο ακριβώς σημείο ή χειροτερεύουν την κατάσταση. Η ανεξάρτητη και ανεξέλεγκτη δράση της ΕΥΠ ενισχύεται. Οι παρακολουθήσεις πολιτικών αρχηγών, δημοσιογράφων, πολιτών κ.ο.κ. παραμένουν στο σκοτάδι τουλάχιστον για τα επόμενα τρία χρόνια. Αξίζει οπωσδήποτε να αναφερθεί η σκληρή κριτική που ασκήθηκε στο σχέδιο της κυβέρνησης από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους επιβεβαιωμένα παρακολουθούμενους.

Το γεγονός αυτό και μόνο δείχνει πως οι κινήσεις αυτές αποσκοπούν καθαρά στην επικοινωνία και στον εντυπωσιασμό.

Στο νομοσχέδιο δηλώνεται ότι «επιδιώκεται ο ποινικός κολασμός της εμπορίας, κατοχής και χρήσης απαγορευμένων λογισμικών παρακολούθησης». Ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο η υποκρισία ξεπερνά κάθε όριο. Η κοινοβουλευτική ομάδα του ΜέΡΑ25 ήδη από τον Ιούλιο του 2021, δηλαδή δύο χρόνια πίσω, είχε καταθέσει σχετική τροπολογία για την απαγόρευση της προμήθειας, εμπορίας και εγκατάστασης λογισμικών κατασκοπείας και πληροφοριακών συστημάτων, τροπολογία την οποία η κυβέρνηση απέρριψε πανηγυρικά. Η ίδια τροπολογία κατατέθηκε ξανά ακόμη δύο φορές, τον Απρίλιο και τον Σεπτέμβριο του 2022, και η κυβέρνηση την απέρριψε και πάλι. Το νομοσχέδιο επιχειρεί απλώς ένα «damage control» αμφίβολης ποιότητας.

Ακόμη κι αυτή η εκ των υστέρων απαγόρευση κατοχής και χρήσης των λογισμικών δεν είναι και τόσο πλήρης, καθώς στο άρθρο 13 προβλέπεται πως με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του νομοσχεδίου, ύστερα από πρόταση των υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Αμυνας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων. Επομένως υπάρχει ακόμη κι εδώ παραθυράκι για να επιτρέπονται. Αξίζει να σημειωθεί πως για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν ακολουθήθηκε καμιά θεσμική διαδικασία ούτε διεξάχθηκε κανένας διάλογος για την κατάθεση προτάσεων αρμόδιων φορέων όπως της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η οποία διαμαρτύρεται.

Γίνεται συνεχώς επίκληση σε μια έννοια «εθνικής ασφάλειας, η οποία παραμένει απολύτως θολή και ασαφής, ενώ ως κύρια δικλίδα ασφαλείας για τη διαφάνεια των διαδικασιών παρουσιάζεται ο δεύτερος εισαγγελέας που θα αποφασίζει για την άρση του απορρήτου που εισηγούνται οι υπηρεσίες (ΕΥΠ και Αντιτρομοκρατική). Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός πως τα περιθώρια απόφασης του εκάστοτε εισαγγελέα παραμένουν ιδιαίτερα στενά, καθώς καλείται να λάβει απόφαση εντός 24 ωρών. Ολοι καταλαβαίνουμε ότι σε τόσο ασφυκτικά πλαίσια το πιθανότερο είναι ότι απλώς θα μπαίνει μια υπογραφή χωρίς επαρκή εξέταση των λεπτομερειών κάθε ξεχωριστής περίπτωσης.

Οσον αφορά δε τη σκανδαλώδη τροπολογία που απαγόρευε την ενημέρωση του παρακολουθουμένου από την ΑΔΑΕ, αυτή δεν καταργείται. Αντ’ αυτού προβλέπεται η δυνατότητα ενημέρωσης μετά το πέρας τριών ετών από τη λήξη της παρακολούθησης και αφού συνεδριάσει πρώτα ένα τριμελές όργανο που αποτελείται από τον διοικητή της ΕΥΠ, τον εισαγγελέα της ΕΥΠ και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ ή τον πρόεδρο και τον εισαγγελέα της Αντιτρομοκρατικής μαζί με τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Αυτή η τριμελής επιτροπή θα κρίνει αν ο πολίτης θα μπορεί να ενημερωθεί ή αν «διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε» η παρακολούθηση. Με λίγα λόγια, η ενημέρωση και πάλι καθίσταται μη υποχρεωτική. Για όλους αυτούς τους λόγους είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα προσχηματικό επικοινωνιακό νομοσχέδιο που δεν αλλάζει την κατάσταση επί της ουσίας, αλλά εμπεδώνει την αυθαιρεσία του επιτελικού παρακράτους.

*Η Μαρία Απατζίδη είναι βουλεύτρια Α΄ Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25

Documento Newsletter