Το περιεχόμενο αλλά και ο προγραμματισμός των επόμενων κινήσεων στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχουν εισέλθει στον προεκλογικό διάλογο λαθραία, από το… παράθυρο. Τα κόμματα εξουσίας, απερχόμενη κυβέρνηση και αντιπολίτευση, αξιωματική ή μη, αποφεύγουν συζητήσεις επί αυτού του θέματος και κυρίως αποφεύγουν δεσμεύσεις σε μια σειρά ανοικτών ζητημάτων. Τα χωρικά ύδατα, η ΑΟΖ, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και άλλα σχετικά δεν βρίσκονται στην πρώτη σειρά του προεκλογικού διαλόγου, συχνά μάλιστα απουσιάζουν ολότελα από αυτόν.
Η σιωπή στον εκλογικό διάλογο έρχεται σε αντίθεση με την τρέχουσα πύκνωση επίσημων, ημιεπίσημων ή ανεπίσημων αναφορών στα παραπάνω εθνικά ζητήματα. Ενδεικτικά, παρεμβάσεις ξένων διπλωματών –με επικεφαλής τον Αμερικανό πρέσβη–, δημοσιεύματα, διαρροές ή εκτιμήσεις προαναγγέλλουν συζητήσεις μεταξύ των δυο γειτονικών χωρών με στόχο την «εξομάλυνση των μεταξύ τους σχέσεων» και την επίτευξη ηρεμίας στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Το πλήθος των «λεπτομερειών» που έρχονται στην επιφάνεια οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι οι συζητήσεις και οι συνακόλουθες μεθοδεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και ότι έχουν μάλιστα καταλήξει σε συγκεκριμένα αποτελέσματα: τα περί αναγγελίας «συμφώνου μη επίθεσης», απομάκρυνσης των «επιθετικών όπλων» από τα νησιά του Αιγαίου, δημιουργίας «διαύλων» στο Αιγαίο όπως και «ουδέτερων» ζωνών, διακύμανσης του εύρους των χωρικών υδάτων και άλλα συναφή δεν αποτελούν αόριστες γενικές ιδέες. Πρόκειται για συγκεκριμένες προβλέψεις που έχουν τύχει επεξεργασίας σε χώρους αρμόδιους ίσως μεν, άγνωστους όμως στο ευρύ κοινό. Η ευρεία, έστω και μη επίσημα πιστοποιημένη κυκλοφορία τους έχει τον χαρακτήρα προετοιμασίας της κοινής γνώμης για τα επερχόμενα.
Θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε από τα κόμματα που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν τη χώρα τι σκέφτονται πάνω στις παραπάνω ιδέες και προτάσεις. Οι αόριστες αναφορές περί αμυντικής θωράκισης, διεθνούς δικαίου, απαράγραπτων δικαιωμάτων και τα συναφή δεν καθησυχάζουν κανέναν.
Τα πρόσφατα κυβερνητικά σχήματα –Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ΠΑΣΟΚ– έχουν έμπρακτα αποδείξει ότι οι αποστάσεις ανάμεσα σε μεγάλα λόγια και υποχωρητικές πρακτικές είναι βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής τους. Ιδιαίτερα όταν πιέζονται από ισχυρούς φίλους και συμμάχους στη γνωστή κατεύθυνση «βρείτε τα μεταξύ σας».
Εχουμε την προαίσθηση ότι δεν θα υπάρξει καμία δέσμευση, φραστική έστω, στα παραπάνω ερωτήματα από τους διεκδικητές της κυβερνητικής εξουσίας: κανένας από τους πολιτικούς αυτούς χώρους δεν θέλει να γίνει δυσάρεστος σε ισχυρούς «φίλους και συμμάχους» και όλοι δέχονται ότι οι λύσεις –όποιες λύσεις– θα δοθούν στο πλαίσιο των συμμαχιών, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Ουάσινγκτον.
Οι συμμαχίες όμως τελευταία υποτάσσουν τα πάντα στην τρέχουσα αναμέτρησή τους με τη Ρωσία και την Κίνα. Η αναμέτρηση αυτή έχει οικουμενικό χαρακτήρα, δεν είναι τοπική διαμάχη. Σε συγκρούσεις αυτού του μεγέθους οι συσχετισμοί ευνοούν τους ισχυρούς, αυτούς που έχουν κάτι να προσφέρουν στον εδώ ή τον απέναντι συνασπισμό.
Η Τουρκία υπερτερεί καθολικά σε αυτό το πεδίο: έχει να προσφέρει σαφώς περισσότερα από την Ελλάδα και ως εκ τούτου η θέση της στο διεθνές διπλωματικό σκηνικό και στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων που στήνονται στο περιθώριό του είναι σαφώς ισχυρότερη. Σε ένα τέτοιο τραπέζι, διακοσμημένο με τα σύμβολα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, φιλοδοξεί να καθίσει η Ελλάδα για να λύσει τα «εθνικά της ζητήματα».
Δεν θέλει ιδιαίτερη φαντασία ως προς το ποια μπορεί να είναι μια τέτοια «λύση».
*Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ