Στις δημοκρατίες οι θεσμοί και οι κοινωνίες οφείλουν να ανατροφοδοτούνται και εμπροσθοβαρώς να εξελίσσονται.
Η διαδικασία δεν είναι ούτε εύκολη ούτε ευθύγραμμη, ωστόσο επιβάλλεται η εφαρμογή του χρυσού κανόνα που επιτάσσει οι μεν θεσμοί να είναι από όλους σεβαστοί, τα δε ώριμα κοινωνικά αιτήματα να βρίσκουν το πεδίο εφαρμογής τους.
Οι Αμερικανοί, που κάτι ξέρουν παραπάνω για την ανάγκη αταλάντευτης λειτουργίας του συστήματος, το πάνε ένα βήμα παραπέρα μιλώντας όχι απλώς για σεβασμό των θεσμών αλλά για δέος.
Η σκληρή πολιτική κριτική αποτελεί πεδίο άσκησης της δημοκρατίας που ενδυναμώνει τους θεσμούς.
Οι προσωπικές επιθέσεις, ο εκχυδαϊσμός των αντιπάλων, η βρόμικη συκοφαντία και η δολοφονία χαρακτήρα καταρρακώνουν τους θεσμούς και εκτρέπουν επικίνδυνα το σύστημα.
Ο,τι επιλέγεις θα το λουστείς ή «στη θάλασσα θα κατουρήσεις, στο αλάτι θα το βρεις».
Οταν κατηγορείς κάποιον για κάτι που δεν έχει διαπράξει, όταν του αποδίδεις ενέργειες που δεν του ανήκουν, όταν τον χαρακτηρίζεις χυδαία και του προσάπτεις ιδιότητες που του είναι ξένες, τότε πιθανόν θα λάβεις στο μέλλον (όταν βρεθείς στην ανάλογη θέση) τα ευθέως ανάλογα ή –το χειρότερο– ενδέχεται να ενστερνιστεί τα ψευδώς αποδιδόμενα και ασμένως να τα διαπράξει, κατά τη θεωρία της «εθελούσιας κατάρρευσης» του παιδαγωγού Παπανούτσου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση ούτε στο ελάχιστο ανταποδίδει τα ευθέως ανάλογα ούτε φυσικά πραγματώνει την ηθική και πολιτική του καταρράκωση αυτοβούλως επειδή δέχεται τη συνεχή εκτροπή του Αχελώου χυδαιότητας των αντιπάλων του.
Οσοι κραυγάζουν «να, αυτός ο … ζαίος δημόσια αποκαλεί τον πρωθυπουργό “μαλάκα”» προσπαθούν –με αντιπερισπασμό– να αποκρύψουν τα ειδεχθή και κατά συρροή πολιτικά τους εγκλήματα, να επιβάλουν με τη βία την πολιτική και κοινωνική θανάτωση κάθε φορέα αντίθετης άποψης, να αναδείξουν την ανθρωποφαγία ως μέθοδο πολιτικής αντιπαράθεσης και να σύρουν τον δημόσιο λόγο στο γήπεδο που γνωρίζουν καλά παίζοντας εντός έδρας. Στον βούρκο.
Γνωρίζουν καλά ότι εκεί έχουν το απόλυτο πλεονέκτημα και αν τολμήσεις να αναμετρηθείς, θα χάσεις κατά κράτος. Και αφού τέτοια αναμέτρηση δεν τους προκύπτει, την εφευρίσκουν και τη διαφημίζουν ουρλιάζοντας «να, δείτε, έσταξε η ουρά του γαϊδάρου».
Από την άλλη, πιστεύουν ότι με αυτήν τη στημένη μεθόδευση όχι μόνο θα παραγραφούν τα δικά τους ανοσιουργήματα αλλά θα κουρελιάσουν και το (κάποτε με κόστος αίματος) κατακτημένο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς.
Δεν ήταν η Αριστερά που για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της χώρας αρνήθηκε να παραδώσει το Μέγαρο Μαξίμου στον επόμενο δημοκρατικά εκλεγμένο πρωθυπουργό.
Ηταν η Αριστερά που τον Ιανουάριο του 2015 παρέλαβε άδεια ταμεία χωρίς να μπορεί να πληρώσει ούτε τις συντάξεις ενός μηνός.
Ηταν η Αριστερά που παρέδωσε τον Ιούλιο του 2019 τα 37 δισ. ευρώ, ρυθμό ανάπτυξης 2,8% και ανεργία μειωμένη κατά 10,4%.
Δεν ήταν η Αριστερά που στις σκληρές διαπραγματεύσεις του 2015 ταυτίστηκε με τα γεράκια των Βρυξελλών και φώναζε «Γερούν, γερά».
Δεν ήταν η Αριστερά που μίλαγε για «έγκλημα στο Μάτι» και μετά ανακάλυψε τις επιπτώσεις της «κλιματικής αλλαγής».
Δεν ήταν η Αριστερά που απειλούσε με «Γουδή» και αποκαλούσε «εθνική προδοσία» τη συμφωνία των Πρεσπών και τώρα χαιρετίζει την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ.
Δεν ήταν η Αριστερά που κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι προσκαλεί τους «“λάθρο” και αλλοιώνει με αλλόθρησκους και ισλαμιστές τον ελληνισμό».
Δεν ήταν η Αριστερά που αποκαλούσε τον πρωθυπουργό «προδότη», «μειοδότη», «μπαχαλάκια» και «ηθικό αυτουργό της τρομοκρατίας».
Δεν ήταν η Αριστερά που χρώσταγε (και χρωστάει) στις τράπεζες εκατοντάδες εκατομμύρια χωρίς καμία ενόχληση αλλά ενοχλείται από το εγγυημένο και εξυπηρετούμενο δάνειο (των 100.000) ενός πολιτικού της αντιπάλου (του Πολάκη).
Δεν είναι η Αριστερά που εμπλέκεται στο σκάνδαλο του ΚΕΕΛΠΝΟ (με καταδικαστικές αποφάσεις) και το σκάνδαλο της Novartis.
Είναι η Αριστερά που έχει μηνυθεί (πρωθυπουργός και υπουργός) γιατί ψήφισε υπέρ της διερεύνησης του σκανδάλου του αιώνα.
Και μην τολμήσει να πει κάποιος ότι η ανθρωποφαγία έχει τελειώσει, γιατί θα του θυμίσω τον Ζορζ Φεϊντό:
«Δεν υπάρχουν πια ανθρωποφάγοι σ’ αυτήν τη χώρα από τότε που φάγαμε τον τελευταίο».
Ο Θύμιος Γεωργόπουλος είναι οικονομολόγος