Το φαινόμενο της γυναικοκτονίας στο δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι.
Η αποτύπωση της γυναικοκτονίας στο δηµοτικό και το λαϊκό τραγούδι µαρτυρά ότι η αντίληψη «τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε» (η οποία αναπαράγεται ευρέως στα ΜΜΕ ακόµη και σήµερα) έχει βαθιές κοινωνικές και πολιτισµικές ρίζες. Η σπαραχτική ιστορία της Βασίλως που δολοφονήθηκε από τον Μιλτιάδη Μπούρο, ο θρύλος για την άπιστη γυναίκα του Μενούση, οι «τρελές» και «πανούργες» θηλυκότητες µε το βιτριόλι.
«Βάτους κι αγκάθια πάτησα, Βασίλω µου» αναφέρει το τραγούδι που έγραψε ο Μιλτιάδης Μπούρος από τη Σταµνά Μεσολογγίου περιγράφοντας τις δυσκολίες που αντιµετώπισε όταν ερωτεύτηκε την όµορφη Βασιλική. Πίσω όµως από αυτό το τραγούδι το οποίο χορεύεται σήµερα σε ολόκληρη την Ελλάδα κρύβεται µια γυναικοκτονία.
Η ιστορία άρχισε στο Τρίκορφο Ναυπακτίας (ένα χωριό ανάµεσα στη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι). Την όµορφη κοπέλα Βασιλική ∆ηµοπούλου ζήτησε σε γάµο ένας συγχωριανός της, ο Ιωάννης Πολύζος. Ο πατέρας του όµως αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του γι’ αυτό τον γάµο γιατί η κοπέλα ήταν φτωχή. Επειτα από λίγο καιρό έγινε νέο συνοικέσιο µε τον Μπούρο, ο οποίος µάλιστα ρώτησε τον Πολύζο αν εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τη Βασιλική. Ο Πολύζος απάντησε αρνητικά. Ετσι έγινε ο αρραβώνας και ο Μπούρος αγάπησε πολύ τη Βασιλική. Κάποια στιγµή όµως η οικογένεια της Βασιλικής τού ανακοίνωσε πως διαλύουν τον αρραβώνα χωρίς να του δώσουν απολύτως καµία εξήγηση. Μπορεί απλώς να άλλαξαν γνώµη. Φήµες ωστόσο θέλουν τον Πολύζο να επιστρέφει διεκδικώντας τη Βασιλική. Υστερα από αυτό ο Μπούρος αποφάσισε ή να την κλέψει ή να τη σκοτώσει.
Μια µέρα που επέστρεφε µαζί µε τη θεία της τη σταµάτησε ο Μπούρος στην περιοχή Τρόχη στο Ξερόρεµα και της είπε: «∆ιάλεξε: ή θα ’ρθεις µαζί µου ή θα σε σκοτώσω». Η Βασιλική ξεκίνησε να πάει µαζί του. Τότε η θεία της φώναξε: «Πού πας, θα µας ντροπιάσεις όλους», οπότε εκείνη δείλιασε και γύρισε προς τη θεία της. Ο Μπούρος τότε την πυροβόλησε και τη σκότωσε. Ηταν 1η Μαρτίου του 1925. Την επόµενη µέρα παραδόθηκε µόνος του στις αρχές.
Το τραγούδι αυτό ο Μιλτιάδης Μπούρος το έγραψε µες στη φυλακή. Στο κοµµάτι υπάρχει ο παρακάτω στίχος, ο οποίος όµως σπάνια τραγουδιέται: «Κάλλιο να ιδώ το αίµα σου στη γη να κοκκινίσει παρά να ιδώ τα χείλη σου άλλος να τα φιλήσει».
Ο Μενούσης είναι ένα πασίγνωστο δηµοτικό τραγούδι που εξιστορεί ένα έγκληµα «πάθους» και «τιµής» (κοινώς µια γυναικοκτονία). Κατά την Οθωµανοκρατία στο κρασοπουλιό η κουβέντα έρχεται στις όµορφες γυναίκες. Τότε ο Μεχµέτ αγάς λέει στον Μενούση:
Όµορφη γυναίκα έχεις.
Πού την είδες; Πού την ξέρεις και τη ’µολογάς;
Συµπεραίνεται λοιπόν ότι η σύζυγος του Μενούση µίλησε σε άλλον άντρα, γεγονός το οποίο αποτελεί τεκµήριο απιστίας. Πάνω στο µεθύσι και στη ζήλια του ο Μενούσης πήγε στο σπίτι και σκότωσε τη γυναίκα του. Την ιστορία αυτής της γυναικοκτονίας περιγράφει το τραγούδι. Ο δράστης την επόµενη µέρα λέει στη νεκρή γυναίκα του: «Σήκω πάπια µ’, σήκω χήνα µ’, σήκω πέρδικά µ’ […] να σε ιδούν τα παλικάρια να µαραίνονται, να σε ιδώ κι εγώ ο καηµένος να σε χαίροµαι».
Το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Για τα µάτια που αγαπώ», το οποίο ερµηνεύει η Μαρίκα Νίνου, είναι µια από τις µεγαλύτερες λαϊκές επιτυχίες του και ένα κοµµάτι που ακούγεται και τραγουδιέται σχεδόν παντού. Και όµως, στους τελευταίους στίχους ο Β. Τσιτσάνης αναφέρεται σε µια πιθανή γυναικοκτονία, αφού χρησιµοποιεί την απειλή «σίγουρα θα πάµε, µια και φτάσαµε ως εκεί, εσύ στο χώµα κι εγώ στη φυλακή». Σύµφωνα µε ορισµένα δηµοσιεύµατα –ο µύθος του Τσιτσάνη γεννάει ακόµη δεκάδες θεωρίες και υποθέσεις– αυτό το κοµµάτι είναι αφιερωµένο στη γνωστή ηθοποιό Καλλιόπη ∆αµβέργη (Καλή Καλό), την οποία ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε ερωτευτεί. Σε αφήγηση του συνθέτη αναφέρεται ότι το τραγούδι δηµιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Το 1950 ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το τραγούδι «Βιτριόλι», το οποίο δυστυχώς ήρθε ξανά στην επικαιρότητα εξαιτίας της επίθεσης που δέχτηκε πρόσφατα η Ιωάννα Παλιοσπύρου. Μπορεί να µην αναφέρεται σε κάποια υπόθεση γυναικοκτονίας, αλλά αποτυπώνει τα αφηγήµατα για τη γυναίκα που αντανακλούν τις κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής. Μια από τις πιο γνωστές υποθέσεις ήταν η περίπτωση της Σωτηρίας Μπέλλου η οποία το 1938 έριξε βιτριόλι στον κακοποιητή σύζυγό της. Λέγεται λοιπόν πως ο Τσιτσάνης εµπνεύστηκε από την ιστορία της και έγραψε το συγκεκριµένο τραγούδι. Το κοµµάτι παρουσιάζει τις γυναίκες σαν «τρελές» και «πανούργες» που «αµολούν» το βιτριόλι στους άπιστους άντρες τους και εξευτελίζουν το αντρικό φύλο: «Κίνδυνος θάνατος για πάρτε το χαµπάρι, καινούρια µέτρα οι γυναίκες έχουν πάρει κι όποιος στον έρωτα σωστά δεν περπατήσει, ένα µπουκάλι βιτριόλι θ’ αντικρίσει».
Το άρθρο βασίζεται σε πληροφορίες που παραχώρησε ο δικηγόρος, διδάκτορας Νοµικής ΕΚΠΑ και αντιπρόεδρος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήµατος Φώτη Σπυρόπουλος. Το ΚΕΜΕ ανέπτυξε την αναπαράσταση του εγκλήµατος στο τραγούδι στην εκποµπή «Εγκληµα στα ερτζιανά» στο ∆εύτερο Πρόγραµµα (2016-17)