Εσβησε το «φως της αυγής»

Εσβησε το «φως της αυγής»

Μια παλιά και τρυφερή συνομιλία με την ηθοποιό και τραγουδίστρια Σούλη Σαμπάχ που έφυγε από τη ζωή

Ηταν καλοκαίρι του 2014 όταν συνομίλησα για μία και μοναδική φορά με την ηθοποιό και τραγουδίστρια Σούλη Σαμπάχ. Το οφείλω στη θεατρική συγγραφέα Μάρω Μπουρδάκου, με την οποία ήταν γειτόνισσες. Εκείνη μου έδωσε το νούμερό της και της τηλεφώνησα ένα απόγευμα. Δυστυχώς η κατάσταση της υγείας της δεν επέτρεπε να συναντηθούμε από κοντά, δέχτηκε όμως να κάνουμε μια τηλεφωνική συνέντευξη. Η Σούλη Σαμπάχ μου μιλούσε κι εγώ κρατούσα σημειώσεις.

Την περασμένη Τρίτη, 2 Μαΐου, η σημαντική καλλιτέχνιδα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών – ήταν γεννημένη τον Φεβρουάριο του 1931 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κόρη ενός Κύπριου και μιας Χιώτισσας. Το πρώτο πράγμα που τη ρώτησα ήταν πώς πήρε το ανατολίτικο όνομά της, που για χρόνια μού ηχούσε παράξενο. «Σαν κοριτσάκι είχα δείξει από πολύ νωρίς ένα ταλέντο στις τέχνες. Ημουν η χαρά του σπιτιού και ο πατέρας μου με φώναζε “φως της αυγής μου”, ό,τι δηλαδή σήμαινε το όνομά μου στα αραβικά, “Σούλη Σαμπάχ”. Το κράτησα για όλα τα επόμενα χρόνια, καθώς ήταν και αρκετά πρωτότυπο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο». Ηρθε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1950, αμέσως μετά τα γεγονότα του 1952 που οδήγησαν πολλούς Αιγυπτιώτες Ελληνες στον επαναπατρισμό. «Δεν ήταν εύκολα χρόνια και ο ερχομός με το πλοίο στην Ελλάδα, έτσι όπως έγινε, με στιγμάτισε. Μου είχαν φανεί πολύ άσχημα η Αθήνα και ο Πειραιάς συγκριτικά με την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο. Τότε ήταν που αποφάσισα να ασχοληθώ επαγγελματικά με το θέατρο και το τραγούδι, σαν σανίδα σωτηρίας».

«Γαρίφαλο στ’ αυτί»

Θυμόταν τον εαυτό της σαν μια ψηλή μελαχρινή και μάλλον εντυπωσιακή κοπέλα με αδρά χαρακτηριστικά. Ετσι τράβηξε την προσοχή του Αλέκου Σακελλάριου, ο οποίος της έδωσε τον πρώτο της ρόλο στο «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» το 1955, δίπλα στους Φωτόπουλο – Αυλωνίτη αλλά και την επίσης πρωτοεμφανιζόμενη Τζένη Καρέζη. Ως τσιγγάνα, η Σαμπάχ πρωτοτραγούδησε το «Γαρίφαλο στ’ αυτί», μια από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους του Σακελλάριου. Η ηχογράφηση από την ηχητική μπάντα της ταινίας με τη Σαμπάχ, τους δύο πρωταγωνιστές και τις υπόλοιπες τσιγγάνες δεν πέρασε στη δισκογραφία. Αυτό έγινε με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, κάνοντας τον λαϊκό τραγουδιστή διάσημο πανελληνίως. «Ο Χατζιδάκις με συμπαθούσε, του άρεσα, όπως άρεσα και στον Σακελλάριο» θυμόταν η Σαμπάχ. «Οι δυο τους με ήθελαν να τραγουδήσω και σ’ άλλες ταινίες, όπως στην “Καφετζού” με τη Βασιλειάδου». Και δίκιο είχε. Στην «Καφετζού» τραγούδησε το «Φιρί φιρί το πας», ενώ σε μια άλλη ταινία, «Της τύχης τα γραμμένα» (1957), η Γκέλυ Μαυροπούλου τραγουδούσε το «Ο,τι γράφει δεν ξεγράφει» με τη δική της φωνή ντουμπλαρισμένη, πάντα σε μουσική Χατζιδάκι και στίχους Σακελλάριου.

Η μουσική της καριέρα

Με τη μουσική διατήρησε στενότατη σχέση καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας 1955-65. Ηχογράφησε σε δίσκους 45 στροφών τραγούδια του Γ. Ζαμπέτα, του Λ. Μαρκέα, του Β. Περπινιάδη κ.ά., αλλά και κομμάτια του Κύπριου συνθέτη Αχιλλέα Λυμπουρίδη στα κυπριακά. Αποκορύφωμα στη μουσική της καριέρα υπήρξε η μπουάτ Πεπίτο που άνοιξαν στην πλατεία Αμερικής το 1965 με τον αγαπημένο της σύζυγο και συνάδελφό της Δημήτρη Νικολαΐδη. Ηταν πάνω στην περίοδο του νέου κύματος και, σύμφωνα με την ίδια, «εκεί τραγούδησε για πρώτη φορά το πατριωτάκι μου ο Μιχάλης Βιολάρης, που έναντι αμοιβής εξασφάλιζε ένα πιάτο φαΐ». Τον λάτρεψε τον Νικολαΐδη η Σαμπάχ και ο θάνατός του το 1993 τη συγκλόνισε. «Ημασταν μαζί από το 1955, σχεδόν σαράντα χρόνια. Ο Λογοθετίδης μάς είχε παντρέψει μαζί μ’ έναν ολόκληρο θίασο που παίζαμε τότε. Νομίζω πως γεννήθηκα για να ’μαι με τον Νικολαΐδη» ήταν τα λόγια της. Και συνέχισε: «Επρεπε όμως να δουλέψω, να συνεχίσω, να μη μ’ έπαιρνε από κάτω η απώλειά του». Γι’ αυτό και στα επόμενα χρόνια, μέχρι και το 2008, την είδαμε να συμμετέχει σε πολλά σίριαλ της κρατικής και της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Η Σούλη Σαμπάχ ζούσε στην Πανόρμου, στο πατρικό σπίτι του Νικολαΐδη. Δεν έκαναν ποτέ παιδιά και είχε τη φροντίδα των ανιψιών της. Μου περιέγραψε ένα τρομερό ατύχημα από το οποίο κινδύνεψε να χάσει τη ζωή της. Θα ήταν αρχές του 2010 όταν το παλτό της πιάστηκε στην πόρτα ενός ταξί. Ο ταξιτζής δεν την είχε δει και ξεκίνησε, με αποτέλεσμα να τη σύρει για πολλά μέτρα στο οδόστρωμα. Εκτοτε ποτέ δεν επανήλθε ουσιαστικά. «Πονάω και υποφέρω» μου έλεγε, καθηλωμένη στο νοσοκομειακό κρεβάτι του σπιτιού της. Δεν ήθελα άλλο να ταράξω την ησυχία της. Την ευχαρίστησα που μοιράστηκε τις μνήμες της και σαν με ρώτησε, λίγο προτού κλείσουμε το τηλέφωνο, πού και πότε θα δημοσιευόταν η συνομιλία μας, αρκέστηκα σ’ ένα αμήχανο: «Δεν το γνωρίζω και θα σας ειδοποιήσω». Η Σούλη Σαμπάχ –κατά κόσμον Αναστασία Χριστοδούλου– ποτέ δεν θα διαβάσει αυτό το κείμενο, που συντάχτηκε στη δική της μνήμη. Την αποχαιρετώ με μια βαθιά υπόκλιση για όλα όσα πρόσφερε στον λαϊκό πολιτισμό της χώρας μας.

Documento Newsletter