Δεκαεννιά χρόνια μετά το ξέσπασμα του μεγάλου σκανδάλου του Χρηματιστηρίου, κι ενώ έχουν προηγηθεί δύο αθωώσεις από δύο δικαστήρια με διαφορετικές συνθέσεις, οι 36 κατηγορούμενοι, χρηματιστές, επιχειρηματίες, εφοπλιστές, θα καθίσουν για τρίτη φορά στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Καλούνται να λογοδοτήσουν – σε πρώτο μόλις βαθμό- για το σκάνδαλο με τις αποκαλούμενες «μετοχές-φούσκες» του χρηματιστηρίου, την περίοδο του 1999.
Η υπόθεση θα ξαναδικαστεί από την αρχή μετά από έφεση που άσκησε κατά της τελευταίας πρόσφατης απαλλαγής, η εισαγγελέας της έδρας, Αθηνά Θεοδωροπούλου, που είχε εισηγηθεί καταδίκες.
Το δικαστήριο όμως (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθήνας), στις 28 Φεβρουαρίου 2018 προχώρησε με κατά πλειοψηφία απόφαση του στην απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων από τα κακουργήματα της απάτης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος).
Επισημαίνεται ότι ο χρόνος παραγραφής των αδικημάτων συμπληρώνεται τον Μάρτιο του 2019, γεγονός που σημαίνει ότι εάν η Δικαιοσύνη επιθυμεί, έστω και την ύστατη στιγμή, να κρίνει εκ νέου και προφανώς ορθότερα την υπόθεση, θα πρέπει να σπεύσει για να κινήσει τις διαδικασίες προσδιορισμού της εκδίκασης της.
Δύο αθωώσεις
Υπενθυμίζεται ότι η δεύτερη αθωωτική απόφαση ελήφθη κατά πλειοψηφία, 2-1.
Το ένα μέλος είχε την άποψη ότι όλοι οι κατηγορούμενοι έπρεπε να κριθούν ένοχοι σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Από την πλευρά της και η εισαγγελέας της έδρας, Αθηνά Θεοδωροπούλου, είχε εισηγηθεί την ενοχή των κατηγορουμένων χαρακτηρίζοντας την πρώτη αθώωση τους ως εσφαλμένη.
Υπενθυμίζεται ότι μετά την πρώτη αθώωση η υπόθεση είχε φτάσει σε Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για νέα κρίση μετά την αναίρεση που είχε σπεύσει να ασκήσει η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η πρώτη αθωωτική απόφαση για όλους τους κατηγορούμενους είχε εκδοθεί τον Δεκέμβριο του 2013.
Μετά από πολύμηνη διαδικασία, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων είχε κηρύξει αθώους όλους τους κατηγορούμενους με το σκεπτικό ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της απάτης διότι δεν προέκυψε ότι η τιμή πώλησης των επίδικων πακέτων μετοχών έπαιξε καθοριστικό ρόλο και τελικά επηρέασε την τελική τους τιμή στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών την συγκεκριμένη περίοδο.
Η υπόθεση είχε τότε φτάσει για πρώτη φορά στο ακροατήριο πολύ καθυστερημένα καθώς είχαν μεσολαβήσει 13 χρόνια από την άσκηση των πρώτων μετά ποινικών διώξεων (το 2000).
Υπενθυμίζεται ότι η ανάκριση είχε τότε ανατεθεί στην πρώην δικαστική λειτουργό Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια, η οποία ωστόσο στη συνέχεια κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε σε 12ετή κάθειρξη για κατάχρηση εξουσίας και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, σχετικά με χειρισμούς της στην δικογραφία που αφορούσε τις μετοχές της ΣΙΓΑΛΑΣ.
Η δικαστική έρευνα μετά την υπόθεση «Μπουρμπούλια» συνεχίστηκε με εντολή του εισαγγελέα Χαράλαμπου Λακαφώση, ο οποίος είχε ζητήσει την επανεξέταση κάποιων φακέλων για τις «μετοχές – φούσκες» του Χρηματιστηρίου. Ακολούθως, με πρότασή του παραπέμφθηκαν αρχικά σε δίκη 67 άτομα, τα οποία στη συνέχεια μειώθηκαν, με το εφετειακό βούλευμα που εκδόθηκε, σε 42.
Για την παραπομπή των 42 τότε κατηγορουμένων, είχε εκδοθεί βούλευμα 836 σελίδων, στο οποίο γινόταν λόγος για τεχνητή αύξηση της αξίας των επίμαχων μετοχών, ενώ παρατίθεντο σημαντικά ευρήματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά και του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).
Διαπιστώνονταν, επίσης, σοβαρότατες αδυναμίες στην οργάνωση των χρηματιστηριακών εταιρειών, αλλά κυρίως και στο ζήτημα του εσωτερικού τους ελέγχου.
Το βούλευμα, επίσης, υιοθετούσε ανάλογη εισαγγελική πρόταση που διαπίστωνε ότι την επίμαχη περίοδο εισηγμένες εταιρείες προχωρούσαν σε ψευδείς ανακοινώσεις χρηματιστηριακών συναλλαγών με τιμές διαφορετικές από τις ανακοινωθείσες στο επενδυτικό κοινό με αποτέλεσμα να δημιουργείται «παραπλανητική εικόνα για την πορεία των μετοχών, την τιμή και την εμπορευσιμότητά τους».