Μια συζήτηση µε τον ηθοποιό για τις εμπειρίες και τα βιώματά του που τον οδήγησαν στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Ο Ερρίκος Λίτσης είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους καρατερίστες ηθοποιούς που εµφανίστηκαν από το 2000 και µετά. Χαρακτηριστικός και ως προς την εκφορά του λόγου του, την όψη, ακόµη και την απεύθυνση του βλέµµατός του όποτε παίζει σε κινηµατογράφο, θέατρο και τηλεόραση. Ανθρωπος εκ φύσεως ήπιος και γλυκοµίλητος, ουδεµία σχέση δηλαδή µε τον φωνακλά πατέρα- φαµίλια του «Σπιρτόκουτου» που τον έκανε ευρέως γνωστό. Είναι η δεύτερη σεζόν που ο µονόλογος «Ο Μάκης» του Βασίλη Κατσικονούρη ανεβαίνει στη σκηνή µε πρωταγωνιστή τον ίδιο και ένα… ψάρι σε ρόλο παρτενέρ. Στη συνέντευξή του στο Docville ο Λίτσης δεν θα ήταν δυνατό να µην αναφερθεί στη συνεργασία του µε τον Γιάννη Οικονοµίδη σε δύο εµβληµατικές ταινίες, στη δραστηριότητά του µε τα θεατρικά και τηλεοπτικά πράγµατα καθώς και στην ισραηλιτική καταγωγή του.
Πού γεννηθήκατε, κ. Λίτση;
Ανω Πετράλωνα, γέννηµα θρέµµα. Ηµασταν τρία αδέρφια που τώρα έχουµε µείνει τα δύο. Η αδερφή µου η συγχωρεµένη πέθανε πριν από δέκα χρόνια. Λεγόταν Ρεγγίνα Λίτση κι έπαιζε ένα ρολάκι στο «Με την ψυχή στο στόµα». Τη γνώρισε ο Οικονοµίδης εκτός γυρισµάτων, τότε που κάναµε στενή παρέα, και υπήρξε συµπάθεια µεταξύ τους. Ηταν περσόνα η αδερφή µου, καλλιτέχνιδα µόνο στην ψυχή, αν και έφτιαχνε χειροτεχνήµατα.
Πρόλαβαν να σας δουν οι γονείς σας σ’ αυτή την ταινία;
Οι γονείς µας πέθαναν προτού προλάβω να γίνω ηθοποιός. Αυτό ήταν το κουµπί που πατήθηκε στη ζωή µου ώστε να γίνω επαγγελµατίας ηθοποιός. Τη δεκαετία του ’80 έπαιζα µ’ έναν ερασιτεχνικό θίασο στην Εστία Νέας Σµύρνης. Το ’96 πεθαίνει η µητέρα µου κι ένα χρόνο αργότερα ο πατέρας µου. Ηταν οι απώλειες που κίνησαν µέσα µου έναν υπαρξιακό µηχανισµό, αφού από το ’90 µέχρι και τον θάνατο του πατέρα µου ήµουν DJ σε ελληνάδικο. Η τελευταία δουλειά µου προτού ανακατευτώ πεισµωµένα µε την υποκριτική. Πρωτόπιασα δουλειά ως DJ σ’ ένα µπαρ στα Ανω Πετράλωνα κι έπαιζα ροκ, αλλά ο ιδιοκτήτης µε εκπαίδευσε κι έγινα «σκύλος». Είχα πάει 42 ετών και αναρωτιόµουν: «Τώρα τι κάνω; Παίζω καρσιλαµάδες σε σκυλόµπαρα; Πρέπει κάτι άλλο να κάνω, η ζωή τελειώνει»! Εκεί συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι υπάρχει ταβάνι πάνω απ’ το κεφάλι µου. Με την παρότρυνση του θεατρικού συγγραφέα και παιδικού µου φίλου Γιάννη Τσίρου πήγα στο Θέατρο των Αλλαγών και παρακολούθησα µαθήµατα υποκριτικής. Το 1999-2000 έκανα κάποιες µικρές εµφανίσεις σε τηλεοπτικά ώσπου έγινε η µοιραία συνάντηση µε τον Οικονοµίδη, που µου άνοιξε καλλιτεχνικό δρόµο ώστε να µιλάµε σήµερα οι δυο µας.
Τελειώσατε κάποια σχολή;
Τελείωσα τη Σχολή Στατιστικής της Ανωτάτης Βιοµηχανικής. Ηταν τα χρόνια που λέγανε οι γονείς ότι έπρεπε να έχω ένα πτυχίο. Στην πολυκατοικία είχαµε ένα φοιτητή της Ανωτάτης Βιοµηχανικής και µου έκανε φροντιστήριο στο σπίτι. Πήρα το πτυχίο µου, γράφτηκα στη διοίκηση επιχειρήσεων, αλλά στο τρίτο έτος τα παράτησα και πήγα στρατιώτης. Μετά τον στρατό πήγα στο Ισραήλ για να ξεκουραστώ. Γιατί στο Ισραήλ; Καταρχάς είµαι Ισραηλίτης, Ελληνας Εβραίος. Ο πατέρας µου απ’ την Ξάνθη και η µάνα µου απ’ την Αργαλαστή του Βόλου, Εβραίοι και οι δύο απ’ τα βάθη του χρόνου. Στο Ολοκαύτωµα έχασαν πολλούς δικούς τους όταν κατέβηκαν το ’40 στην Αθήνα. Το ’46 επιζήσαντες συγγενείς του πατέρα µου µετανάστευσαν στην Παλαιστίνη µε καΐκι από το Λαύριο – δύο µέρες ταξίδι, ανάλογο µε τα σηµερινά ταξίδια των προσφύγων στην Ελλάδα. Ο πατέρας µου στην Κατοχή, ας πούµε, λεγόταν Νικολάκης. Ο Αγγελος Εβερτ, αρχηγός της αστυνοµίας και δωσίλογος, έβγαζε και καµιά ταυτότητα στους Εβραίους, γλίτωνε κόσµο δηλαδή. Μυστήρια πράγµατα.
Ηδη στο Ισραήλ βρισκόταν ο αδερφός µου και σπούδαζε στο πανεπιστήµιο. Πήγα λοιπόν για διακοπές εκεί και έµπλεξα µε δουλειές του ποδαριού. ∆ούλεψα κλητήρας, όπως και σε µια ελληνική ταβέρνα του Τελ Αβίβ. Μεσολάβησαν τα γεγονότα στον Λίβανο τότε που µου δηµιούργησαν µια πολιτική απέχθεια, αφού όλο αυτό το στρατόκαυλο κλίµα εµένα µε ξένιζε. ∆εν µπορούσα να προσαρµοστώ ερχόµενος από µια Ελλάδα του πρώιµου ΠΑΣΟΚ όπου όλα άνθιζαν. Είχα γνωρίσει και µια κοπέλα Ισραηλινή, γίναµε ζευγάρι και µ’ ακολούθησε στην Ελλάδα. Παντρευτήκαµε και χωρίσαµε ύστερα από 25 χρόνια. Ακόµη έχουµε επαφές. Οταν ξανάρθα δούλεψα στο εµπόριο βιντεοκασέτας παράλληλα µε το ερασιτεχνικό θέατρο. Προσπάθησα µε παραγωγούς βιντεοκασέτας να µπω στην υποκριτική κι ένας απ’ αυτούς µε κάλεσε να συµµετάσχω σε ένα γύρισµα. Του ζήτησα ένα σενάριο, κάτι να έβλεπα, αλλά αυτός µου απάντησε: «Ελα, µωρέ µαλάκα, ο Βουτσάς παίζει. Τι σενάριο θες;». Το ’89 έρχεται η ιδιωτική τηλεόραση και τελειώνει η ιστορία µε τη βιντεοκασέτα, οπότε άλλαξα δουλειά και έγινα DJ. Ηδη έπαιζα σ’ ένα µαγαζί στην Ιο ροκ, µπλουζ και ρέγκε. Με το φτυάρι µαζεύαµε τους θαµώνες απ’ τους δρόµους. Τελικά πιάσαµε δουλειά µαζί µε την πρώην γυναίκα µου στα Πετράλωνα, εκείνη στο µπαρ κι εγώ DJ. Επειτα από κάνα µήνα ο ιδιοκτήτης µε εκπαίδευσε στα λαϊκά, επειδή όµως ήταν ωραίος µάγκας έµεινα κοντά του. Αλλαξα µερικά µαγαζιά και πέρασα µεγάλη στενοχώρια µε τον θάνατο των γονιών µου. Ευτυχώς µου συµπαραστάθηκαν οι φίλοι µου, οι οποίοι µου είπαν: «Προχώρα, αλλού είσαι εσύ».
∆εν µπορώ στο σηµείο αυτό να µη σας ρωτήσω για το φλέγον θέµα του παλαιστινιακού.
Αποφεύγω να µιλάω επί του θέµατος διότι συµβαίνει το εξής: οι µεν µη Εβραίοι µου λένε ότι στηρίζω συναισθηµατικά το Ισραήλ διότι είµαι Εβραίος στην καταγωγή, οι δε Ισραηλίτες και οµόθρησκοί µου µου λένε ότι είµαι αριστερός.
Κι αν σας ρωτήσω τι σηµαίνει για σας Αριστερά;
Αριστερά σηµαίνει νοιάξιµο για τον διπλανό σου, αλληλεγγύη, ισότητα, όλα αυτά που πρέπει να υπάρχουν στην καθηµερινή συµπεριφορά του καθενός µας. Σήµερα η αυτοαποκαλούµενη Αριστερά πελαγοδροµεί και λυπάµαι που το λέω, αλλά µοιάζει να έχει χάσει το γόητρό της. Το τελευταίο από κοµµατικής άποψης, διότι τα ιδεώδη της Αριστεράς καθόλου δεν έχουν φθαρεί, αντιθέτως, τα έχουµε ανάγκη πιο πολύ από ποτέ.
Ας πάµε τώρα στο «Σπιρτόκουτο».
Πέφτω πάνω στον Οικονοµίδη τη στιγµή που ήθελε να κάνει µια ταινία. Υπήρχε το story, αλλά όχι οι διάλογοι που προέκυψαν µέσα από πρόβες και αυτοσχεδιασµούς. Αν και δεν ήξερα από σινεµά, καταλάβαινα ότι γινόταν κάτι ιδιαίτερο απ’ τον τρόπο που δουλεύαµε. Μου έδωσε κάποια στιγµή µια βιντεοκασέτα ο Γιάννης που περιείχε τα πρώτα µονταρισµένα λεπτά της ταινίας. Εµεινα κόκαλο! Είδα τον εαυτό µου και στο καπάκι τηλεφωνώ του Τσίρου: «Γιάννη, έχω την εντύπωση πως ο Οικονοµίδης έφτιαξε κάτι πολύ δυνατό». Το 2002 έγινε µεταµεσονύκτια προβολή στη Θεσσαλονίκη µε αντιδράσεις από γιουχαΐσµατα µέχρι επευφηµίες. Ενα χρόνο µετά το «Σπιρτόκουτο» πήρε το βραβείο της ΠΕΚΚ και όλα τα άλλα βραβεία πήγαν στην «Πολίτικη κουζίνα». Ηταν σαν να διαγωνιζόταν η Ρεάλ µε τον Πανιώνιο.
Η αναγνώριση ήρθε αµέσως µετά το «Σπιρτόκουτο»;
Αµέσως µετά τον Οικονοµίδη ο πρώτος σκηνοθέτης που µου πρότεινε ρόλο ήταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Ηταν σαν να έπαιζες κιθάρα και να σε καλούσε να παίξεις µαζί του ο Μικ Τζάγκερ (γέλια). Λάτρευα τα «Χρώµατα της Ιριδος» και τους «Τεµπέληδες της εύφορης κοιλάδας» σε εποχές που ούτε καν φανταζόµουν ότι µπορεί κάποτε να παίξω κι εγώ στο σινεµά. Ο Παναγιωτόπουλος µε ζήτησε να παίξω στο «Delivery», µια πραγµατικά πολύ καλή ταινία του. Μεσολάβησαν κάποιοι µικρότεροι ρόλοι σε άλλες ταινίες του Νιζήρη, του Σταύρακα και της Μασκλαβάνου.
Φοβηθήκατε µην µπείτε σε µια µανιέρα; Του φωνακλά, του σκληροτράχηλου…
Οχι. Ούτε καν φωνακλάς δεν είµαι. Αντιµετωπίζω µε ψυχραιµία τα πράγµατα κι αυτό ήταν το ωραίο, ότι έµπαινα µέσα σε άλλους χαρακτήρες. Το 2004 ξεκινάµε µε τον Γιάννη µια δεύτερη ταινία. Και λέω «ξεκινάµε» και όχι «ξεκινάει» γιατί µε τον Γιάννη πηγαίναµε και λίγο πακέτο τότε, τόσο καλλιτεχνικά όσο και σαν άνθρωποι. Η φοβερή ιδέα του Γιάννη ήταν να κάνει µια διασκευή στο «Βόιτσεκ», η ρίζα δηλαδή της «Ψυχής στο στόµα». Πιστώνω στον Οικονοµίδη –κι ας τον έχω λίγο στην µπούκα τα τελευταία χρόνια (γέλια)– το ότι από ένα µικροαστό νταή µε γυαλάκια µε έκανε µε ξυρισµένο κεφάλι και µε µουστάκα που δεν βγάζει άχνα. Ηταν µάστερ στην υποκριτική για µένα αυτό. Ελεγα µπράβο στον Γιάννη και µπράβο στον εαυτό µου που άλλαξα σωµατότυπο για να µπω στον ρόλο.
Με το χέρι στην καρδιά, θα επιθυµούσατε να παίζατε και στην επόµενη ταινία του Οικονοµίδη;
Ηθελα να ’µαι και στην επόµενη ταινία του, ναι. Του το είχα ζητήσει κιόλας, αλλά δεν καθόρισε αυτό τη σχέση µου µε τον Γιάννη. Εκείνος όµως πολύ σωστά ως σκηνοθέτης µου εξήγησε πως είχε διαλέξει άλλο πρόσωπο. ∆εν µε είχε παντρευτεί κιόλας, παρόλο που συναισθηµατικά µε πείραξε. Κάναµε µια σκηνή µε µένα ως γκεστ στον «Μαχαιροβγάλτη», η οποία στο µοντάζ αφαιρέθηκε και µάλλον καλώς. Ισως ο Γιάννης το είχε κάνει για να µε ευχαριστήσει.
Αποκλείετε να ξαναδουλέψετε µαζί στο µέλλον;
Σαν πιθανότητα, δεν το πολυβλέπω. Πιστεύω πως το κεφάλαιο «Γιάννης Οικονοµίδης – Ερρίκος Λίτσης» έχει κλείσει. Κάναµε και δύο ταινίες που θα µας ακολουθούν για µια ζωή, δεν είναι µικρό πράγµα. Τελειώσαµε µε τον Οικονοµίδη, πάµε γι’ άλλα (γέλια).
Κύριε Λίτση, κλείνοντας πώς θα προσδιορίζατε τον εαυτό σας καλλιτεχνικά;
∆εν ξέρω αν θεωρούµαι «καλτ» ή «αντεργκράουντ». Είµαι ένας καλός ηθοποιός νοµίζω, που προσπαθεί για το καλύτερο. Είµαι ένας ηθοποιός που αγαπάει ό,τι κάνει. «Μπορώ να παίξω ακόµη και δίπλα σ’ ένα ψαράκι»
Να πάµε στον «Μάκη», το έργο του Κατσικονούρη που έκανε πρεµιέρα την περασµένη εβδοµάδα.
Το 2020 έπαιξα στο «Good luck» του Κατσικονούρη στο θέατρο Ραντάρ. Ξεκινήσαµε εκεί, γνωριστήκαµε και κατενθουσιάστηκε έτσι όπως έκανα τον βασικό χαρακτήρα. Εκανα ένα ροκ µάνατζερ-µαϊµού, ο οποίος παραµύθιαζε ένα γκρουπ, τους Good Luck, ότι θα τους έκλεινε support στη συναυλία της Μαντόνα στο Καλλιµάρµαρο. Λόγω πανδηµίας τα θέατρα έκλεισαν και το έργο κατέβηκε απότοµα. Το Πάσχα του 2022 συνάντησα ξανά τον Κατσικονούρη, είχε όµως µεσολαβήσει και η συµµετοχή µου στον «Βασιλιά Ληρ» για το Εθνικό. Εκεί ένιωσα τον Γιάννη Χουβαρδά πραγµατικό δάσκαλο και το είπα κιόλας σ’ ένα podcast. Επαιξα µε Νταλιάνη, Ξάφη, Παπαγεωργίου κ.ά. Κέρδισα ακόµη ένα σκαλοπάτι, αφού µε τον Χουβαρδά κατάλαβα για πρώτη φορά το κείµενο του «Βασιλιά Ληρ». Αυτό ήταν µια διδασκαλία από µόνο του.
Στο νέο έργο όµως συµπρωταγωνιστείτε µε ένα… ψάρι.
Από τα παιδικά µου χρόνια είχαµε ζώα. Η µάνα µου είχε καναρίνια στο σπίτι, ενώ στου Φιλοπάππου έβλεπα χελωνίτσες. Είχα ένα σκύλο για δώδεκα χρόνια – ενταγµένος κι αυτός στα χρόνια των απωλειών µου όταν τον έχασα. Τώρα έχω πάνω από δέκα χρόνια ένα γάτο, τον Μασκούλη. Μετά τις πρώτες παραστάσεις που κάναµε έζησα κι ένα χρόνο µε το ψάρι. Το φρόντιζα και αναπτύξαµε επικοινωνία. Μπορώ αυτήν τη στιγµή να παίξω ακόµη και δίπλα σ’ ένα ψαράκι, αφού ξέρω να τοποθετήσω το βλέµµα µου όπου χρειαστεί. Ετσι πρέπει να ’ναι όλοι οι ηθοποιοί, να ξέρουµε πού και πώς απευθύνεται ο ένας στον άλλο. Με τον «Μάκη» ξεκινήσαµε πάλι τα ∆ευτερότριτα στο θέατρο Αποθήκη. Τέλος, τηλεοπτικά φέτος θα βρίσκοµαι στο «Εχω παιδιά». Το όνειρό µου είναι –να σας το πω κι αυτό– να ξαναπαίξω ένα µεγάλο ρόλο σε κινηµατογραφική ταινία.
INFO
Συντελεστές παράστασης:
Συγγραφέας: Βασίλης Κατσικονούρης
Σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης – Ερρίκος Λίτσης
Σκηνικά – Κοστούμια: Ήρα Σπαγαδώρου
Σχεδιασμός φωτισμών: Άννα Σμπώκου
Ηχητικά εφέ-Επεξεργασία ήχου: Βαγγέλης Αυγέρης
Φωτογραφίες : Γιώργος Καλφαμανώλης
Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα
Στο ρόλο του παππού ο Ερρίκος Λίτσης.
Διαβάστε επίσης:
Η χρυσή παράγκα της Μενδώνη στη ΔΕΘ
Φόβοι για νέο Βατερλώ «αλά Ρηγίλλης» στο Μαξίμου – Σκέψεις για ακύρωση εκδήλωσης της ΟΝΝΕΔ
Ισραήλ: Διαψεύδονται οι πληροφορίες πως σκοτώθηκε ο αρχηγός του IDF Ερζί Χαλέβι σε χτύπημα με drones
Απαράδεκτο σχόλιο Πορτοσάλτε: «Οι Αριστεροί ξέρουν να παίρνουν λαιμό, κανονικό λαιμό» (Video)