Ερρίκος Λίτσης: Αισθάνομαι λαθροδιάσημος – Συνέντευξη στο Documento

Με τα πολλά ο κολλητός του από τη δεκαετία του ’70, ο συγγραφέας Γιάννης Τσίρος, τον έπεισε να παρακολουθήσει σεμινάρια υποκριτικής στο Θέατρο των Αλλαγών. Είχαν ξοδέψει πολλά χρόνια από τη νεότητά τους γυρίζοντας φιλμάκια των super 8, κάνοντας underground ταινιούλες, ψάχνοντας τον δρόμο τους στην τέχνη.

 Ο κολλητός του είχε δίκιο. Γιατί ο Ερρίκος Λίτσης έγινε μονομιάς πρωταγωνιστής στα 40+ στο «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη και στη συνέχεια συνεργάστηκε με καλά ονόματα του νέου ελληνικού σινεμά: Γκορίτσας, Ευαγγελάκου, Παναγιωτόπουλος, Παπαδημητράτος. Ο ίδιος λέει πως τίποτα δεν άλλαξε έκτοτε – εξακολουθεί να μένει στη γειτονιά όπου μεγάλωσε, τα Ανω Πετράλωνα, να αγαπάει τα κόμικ της εφηβείας του και τους Stones, να παραμένει αριστερός στην καρδιά.

Η αλήθεια είναι ότι εκτός από καλτ φιγούρα του σύγχρονου σινεμά έχει καταφέρει να γίνει το ίδιο και στο θέατρο – τώρα πρωταγωνιστεί στη νέα παράσταση της Ομάδας Νάμα «Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας» στο Επί Κολωνώ και μέχρι πρόσφατα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη θεατρική διασκευή του ταραντινικού έπους «Reservoir dogs» στο Σύγχρονο Θέατρο. Επιπλέον έχει αρχίσει να ψάχνεται για να σκηνοθετήσει και ο ίδιος.

Πώς έχουν περάσει τα χρόνια σε αυτήν τη δουλειά;

Επειδή μπήκα κάπως αργά στον χώρο, είναι σαν να ζω μια δεύτερη ζωή εντός της πρώτης.

Νωρίτερα ζούσατε σχεδόν τυχοδιωκτικά…

Μα και τώρα έτσι ζω – με έναν τρόπο. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που έχουν χτίσει τη ζωή τους μέσα σε μια οικογένεια με παιδιά. Ετσι τα έφερε η ζωή κι εγώ την ακολούθησα. Κι επειδή η ζωή θα τελειώσει για όλους μας, έκαστος πρέπει να παίρνει τα μέτρα του για το πώς θα τη ζήσει. Κι εγώ έχω αποφασίσει να τη ζήσω μέσα από την τέχνη. Στην αρχή είχε για μένα πιο ερασιτεχνική λειτουργία: μάθαινα μουσική ή έπαιζα μουσική ως DJ, ζωγράφιζα και το μόνο που ήξερα είναι πως κάτι μου λείπει. Στη συνέχεια ήρθε η υποκριτική.

Χάρη στον Γιάννη Οικονομίδη;

Τυπικά όχι, αλλά ουσιαστικά ναι. Είχα ήδη κάνει μικροπράγματα σε επαγγελματικό πεδίο: λίγη τηλεόραση, μια ταινία μικρού μήκους και αμέσως μετά έσκασε το «Σπιρτόκουτο».

Θέλατε πάντα να γίνετε ηθοποιός;

Ναι, αλλά χρειάστηκε η παρότρυνση φίλων για να το πάρω απόφαση.

Γιατί αργήσατε είκοσι χρόνια;

Δεν νομίζω ότι άργησα. Αντίθετα, βρέθηκα στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. Είχα προσπαθήσει να μπω στη δουλειά και κατά τη δεκαετία του ’80, τότε που δούλευα στο εμπόριο της βιντεοκασέτας. Και μάλλον σώθηκα που δεν τελεσφόρησαν αυτές οι προσπάθειες – γιατί για φαντάσου να είχα γίνει ηθοποιός επί εποχής βίντεο! Πιστεύω λοιπόν πως ό,τι έκανα είναι καλώς καμωμένο. Ο κόσμος με εκτιμάει.

Ανήκετε στην κατηγορία του καλτ;

Με την έννοια ότι με παρακολουθεί πιο ψαγμένο κοινό. Ο,τι κι αν έχω κάνει στο σινεμά έχει αφήσει κάτι πίσω του· έστω και μια φράση. Υπάρχει κόσμος που μου λέει πως έχει δει μια ταινία μόνο και μόνο επειδή εμφανίζομαι εγώ σε μια σκηνή.

Θα θέλατε ωστόσο να απευθυνθείτε σε μεγαλύτερο κοινό;

Κάποτε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος με είχε χαρακτηρίσει «λαθροδιάσημο». Κάπως έτσι αισθάνομαι. Απευθύνομαι στο κοινό και αυτό δεν έχει διάκριση μεγέθους. Πάντως δεν έχω παράπονο· και στον δρόμο με αναγνωρίζουν και στη γειτονιά με ξέρουν. Δεν έχω κάνει κουλτουριάρικα πράγματα, έχω κάνει νέο ελληνικό σινεμά με πιο γνωστά το «Σπιρτόκουτο» και το «Η ψυχή στο στόμα», σκληρές ταινίες μεν, με υπόγειο χιούμορ δε. Κατά τη γνώμη μου είναι ταινίες για το μεγάλο κοινό και θα έπρεπε να αγκαλιαστούν από τον κόσμο όπως και οι ταινίες του Θανάση Βέγγου.

Βιοποριστικά αποδίδει όλο αυτό;

Τα πράγματα είναι δύσκολα αλλά καταφέρνω και ζω από τη δουλειά μου με τις όποιες αγωνίες για την επόμενη σεζόν.

Εχετε παράπονο;

Είμαι καλά με τη ζωή μου, κάνω αυτό που με ευχαριστεί, συνεπώς δεν ανήκω σε αυτούς που γκρινιάζουν. Καμιά φορά πικραίνομαι αλλά το ξεπερνάω γρήγορα.

Ως παιδί ποια ήταν η σχέση σας με τον κινηματογράφο;

Ημουν τυχερός. Ο πατέρας μας μάς πήγαινε κάθε εβδομάδα στον κινηματογράφο. Κι έτσι από πιτσιρίκος έμπαινα διαρκώς στο Αττικόν, το Παλλάς, το Απόλλων, το Σινεάκ. Εβλεπα ακόμη και τα καλτ της εποχής, από τον Μασίστα μέχρι τα σπαγγέτι γουέστερν. Θυμάμαι τον εαυτό μου ως παιδί να κρατιέται με αγωνία από την καρέκλα. Θυμάμαι και τον πατέρα μου, ακόμη και όταν αρρώστησε με Πάρκινσον, να παίρνει τη μητέρα μου και να πηγαίνουν στον Ζέφυρο κάθε Κυριακή.

Πρόλαβε να σας δει να παίζετε;

Μόνο όταν έπαιζα σε μικρές, ερασιτεχνικές ομάδες στη Νέα Σμύρνη. Ξέρεις, ο πατέρας μου ήθελε να γίνει ηθοποιός. Κάποτε μας αφηγήθηκε την περιπέτειά του: είχε προσπαθήσει να μπει ως μετανάστης χωρίς βίζα σε καράβι για την Αμερική με στόχο να παλέψει να γίνει ηθοποιός στο Χόλιγουντ. Ομως τον ανακάλυψαν προτού σαλπάρει το καράβι και τον πέταξαν έξω. Μετά ήρθε ο πόλεμος, η Κατοχή. Δεν τα κατάφερε… (Δείχνει ένα χρυσό δαχτυλίδι που φοράει στον παράμεσο) Αυτό το δαχτυλίδι είναι του πατέρα μου – κάθε φορά που παίζω παίζω προς τιμήν του…

Ο κινηματογράφος φαίνεται ότι είναι η προτεραιότητά σας. Το θέατρο τι θέση έχει;

Είμαι εργάτης του θεάτρου. Από το 2005 έχω σταθερή παρουσία, απλώς δεν έχω παίξει κάποιον ρόλο που να σηκώνω όλο το έργο πάνω μου. Από εκεί και πέρα μου αρέσει εξίσου με τον κινηματογράφο· όταν κάνω κινηματογράφο μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος, όταν κάνω θέατρο μου αρέσει πολύ το θέατρο.

Υποδύεστε συχνά –όπως και φέτος στο «Reservoir dogs» και στη «Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας»– πρόσωπα του περιθωρίου. Γιατί σας ελκύουν αυτοί οι ήρωες;

Με ελκύουν τα σκοτάδια των ανθρώπων. Ωστόσο ο νέος μου ρόλος, ο θείος Μόρις στη «Λάμψη», δεν είναι σκοτεινός ήρωας. Είναι ένας καθημερινός άνθρωπος με προβλήματα. Αλλά ακόμη και τον Τζο Κάμποτ του «Reservoir dogs» δεν τον αντιμετωπίζω ως περιθωριακό. Είναι ένας τύπος που θέλει να γίνει «νονός» στη θέση του «νονού» και δεν τα καταφέρνει.

Έχουν ψυχή αυτά τα πρόσωπα;

Εννοείται. Μόνο έτσι μπορώ να ανακαλύψω έναν ρόλο, ψάχνοντας την ανθρώπινη πλευρά του. Μπορεί να μη δω ποτέ τον Τζον Κάμποτ να κλαίει ή να γελάει, αλλά ως ηθοποιός ξέρω με τι κλαίει και με τι γελάει· το κουβαλάω μέσα μου.

Σε τι ρόλους στοχεύετε;

Θα ήθελα να κάνω τον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ και τον «Αρχιμάστορα Σόλνες» του Ιψεν.

Με τι γελάτε και με τι κλαίτε;

Είμαι καθημερινός άνθρωπος. Θυμώνω με τους ανθρώπους για πολύ απλά πράγματα και τους αγαπώ για επίσης πολύ απλά πράγματα. Θυμώνω όταν ένα κουτάκι μπίρας είναι πεταμένο στον δρόμο αλλά κανείς πριν από μένα δεν έχει σκύψει να το μαζέψει. Με στενοχωρεί το «αόρατο» κουτάκι, με πλημμυρίζει με μια αίσθηση ματαιότητας. Και από την άλλη, με γεμίζουν χαρά οι καλημέρες και τα χαμόγελα των ανθρώπων.

Είστε πολιτικό ον;

Με ενδιαφέρει πολύ τι γίνεται στον κόσμο αλλά νιώθω ανήμπορος πια να παρέμβω στην εξέλιξη της Ιστορίας. Οταν ήμουν νέος πίστευα το αντίθετο.

Ποια ήταν η ιδεολογική κούνια σας;

Στα χρόνια της χούντας ήμουν μαθητής. Ωστόσο στην πολυκατοικία όπου μεγάλωνα ζούσαν φοιτητές που ανήκαν στον Ρήγα Φεραίο. Σιγά σιγά συνδέθηκα με αυτή την αντιδικτατορική παρέα και πήρα έναν δρόμο μέσα στην Αριστερά. Είμαι ακόμη φίλος με έναν από αυτούς.

Αλλά όχι με όλους…

Εχω επαφές με εκείνους που έμειναν σταθεροί στο όνειρο να αλλάξουμε τον κόσμο, γιατί οι περισσότεροι το μόνο που άλλαξαν είναι οι πεποιθήσεις τους προς ίδιον όφελος. Μαζί με μια ομάδα ανθρώπων μπήκαμε στο ΚΚΕ εσωτερικού· ήμασταν τα παιδιά του Γούντστοκ, των Rolling Stones και των Beatles. Ολα αυτά έφτιαξαν ένα χαρμάνι ιδεολογίας και προσωπικά μέσα με αυτό πορεύομαι ακόμη.

Σας απογοήτευσαν εκείνοι που πήραν άλλον δρόμο;

Τον εαυτό τους απογοήτευσαν. Από την άλλη είναι λάθος να στηρίζουμε την πραγμάτωση των ονείρων μας στους άλλους.

Αυτό δεν κάνουν οι Ελληνες;

Αυτό κάνουν οι άνθρωποι ανεξαρτήτως εθνικότητας. Μην πάμε και πολύ μακριά, μόνο 2.000 χρόνια πίσω, όταν τα φορτώσαμε όλα στον Χριστό. Του είπαμε: «Λύσε μας τα προβλήματα, ρε Μεσσία, και σε σταυρώνουμε κιόλας!» Αν λοιπόν περιμέναμε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να μας λύσει όλα τα προβλήματα –γιατί κι εγώ μέχρι το δημοψήφισμα είχα επενδύσει πολλές ελπίδες σε αυτούς– δικό μας είναι το λάθος.

Ο ψηφοφόρος είναι εντελώς αδύναμος;

Δεν είναι αρκετή η ψήφος. Η πολιτική είναι διαρκής συμμετοχή, από το κουτάκι που θα μαζέψεις, τη γόπα που δεν θα ρίξεις στο πεζοδρόμιο, τον τρόπο που θα οδηγήσεις. Ο κόσμος δεν πηγαίνει μπροστά με άλματα αλλά με μετακινήσεις χιλιοστών.

INFO

«Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας» στο Επί Κολωνώ

Η Ομάδα Νάμα ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα Κόνορ ΜακΦέρσον

Οι παραστάσεις συνεχίζονται από τις 12/4

Ετικέτες