Ερρίκος Ανδρέου: Η συνέντευξη στο «Κουτί της Πανδώρας» και το παράπονό του για την μοίρα του καλλιτέχνη στην Ελλάδα

Ο Ερρίκος Ανδρέου έφυγε την Παρασκευή από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών. Τα τελευταία χρόνια ήταν ακριβοθώρητος. Ζούσε μόνιμα στο νησί της Σύρου μαζί με τη σύζυγο του, την ηθοποιό Νόρα Βαλσάμη, και δεν ερχόταν συχνά στην Αθήνα.

Μια από τις σπάνιες και τελευταίες συνεντεύξεις του ήταν στο Κουτί της Πανδώρας το 2019 όπου τον ρωτήσαμε για τα παιδικά του χρόνια στη Νότια Αφρική, τις σπουδές του στο περίφημο Centro Sperimentale της Ρώμης, τις προσπάθειες του να ενταχθεί στο εγχώριο κινηματογραφικό στερέωμα με ένα θρίλερ, τον «Εφιάλτη», αλλά και με μία άκρως εμπορική εθνοπατριωτική ταινία στη συνέχεια, τον «Παπαφλέσσα», καθώς και για την οικονομική κρίση που δεν γινόταν να μη χτυπήσει τον ίδιο και την οικογένεια του, σαν και τους άλλους Έλληνες.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο σαλόνι του ξενοδοχείου του στην Αθήνα. Μάλιστα, επειδή το bar – service είχε κλείσει, τον άφησα για λίγη ώρα ώσπου να πεταχτώ μέχρι την πλατεία Εξαρχείων και να γυρίσω με ένα ζεστό τσάι. Δεν το ήπιε όλο το τσάι του ο Ανδρέου. Δεν τον άφησε η κουβέντα μας που πήγαινε απ’ τό’να θέμα στο άλλο, σαν ένα πινγκ πονγκ μεταξύ μας, το οποίο – έχω την αίσθηση – απολαύσαμε αμφότεροι.

 

Σας συναντώ σε ένα σύντομο πέρασμα σας από την Αθήνα. Σκέφτομαι πως ήσασταν απ’ τους λίγους Έλληνες σκηνοθέτες που σπούδασαν στο εξωτερικό σε εποχές δύσκολες.

Ναι, στο Centro Sperimentale di Cinematografia της Ρώμης. Δεν ξέρω τι γίνεται σήμερα με τις σχολές, πάντως τότε ήταν φυτώριο κινηματογραφιστών διεθνώς. Εκεί έρχονταν όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες του ιταλικού νεορεαλισμού και έδιναν που και που διαλέξεις. Θυμάμαι τον Αλεσάντρο Μπλαζέτι και τον Λουκίνο Βισκόντι. Τους γνώρισα!

Είστε γεννημένος εδώ ή στο εξωτερικό, κύριε Ανδρέου;

Στην Ελλάδα γεννήθηκα, πιο κάτω από δω που είμαστε τώρα, στην οδό Μπουμπουλίνας. Έβλεπα μέσα στην Κατοχή να περνάνε κάτω απ’ το σπίτι μας κάρα που πέταγαν ανθρώπους απάνω και ρώταγα τον πατέρα μου: «Μπαμπά, τι κάνουν αυτοί;»…Μου έλεγε: «Άρρωστοι είναι και τους πάνε στο νοσοκομείο»…Η μάνα μου ήταν τέσσερα αδέρφια και ο πατέρας μου κανόνισε μαζί τους να φύγουμε και να πάμε στο Γιοχάνεσμπουργκ. Είχαν προηγηθεί εκείνοι και δούλευαν στη Νότια Αφρική ως πολιτικοί μηχανικοί, έφτιαχναν ρεζερβουάρ, πολυκατοικίες και τέτοια πράγματα. Μας έλεγαν: «Ελάτε εδώ, τι κάνετε εκεί; Είναι Παράδεισος, έχουμε ησυχία και ωραίο καιρό». Και φύγαμε κι εμείς.

Μετά λύπης κυρίως των γονιών μου. Με θυμάμαι να μαζεύω τα παιχνίδια μου και τα πράγματα μου.

Μοναχογιός;

Είχα την αδερφή μου, που την πήραμε μαζί μας κι αυτή. Ήταν μεγαλύτερη μου. Πέρσι πέθανε. Πρέπει να πω ότι το ταξίδι μας ήταν περιπετειώδες. Περάσαμε όλη τη Μέση Ανατολή για να βγούμε σ’ ένα λιμάνι, απ’ όπου θα αναχωρούσαμε για Αίγυπτο. Φτάσαμε στο Κάιρο και για μια βδομάδα περιμέναμε να περάσει το καράβι με τ’ όνομα «Σελάντια». Όταν, τέλος πάντων, ανεβήκαμε στο καράβι κάναμε κάθε πρωί ασκήσεις με σωσίβια.

Γιατί αυτό;

Όλη η θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Αφρικής ήταν γεμάτη από υποβρύχια Γιαπωνέζων που βομβάρδιζαν τακτικά τα διερχόμενα πλοία. Ότι βρέξει ας κατεβάσει…Κινδύνευε η ζωή μας κανονικότατα, αλλά εγώ βέβαια ήμουν πανευτυχής (γέλια)

Άρα στο Γιοχάνεσμπουργκ εκδηλώσατε τα καλλιτεχνικά σας ενδιαφέροντα.

Βέβαια. Είχα εκδηλώσει ενδιαφέρον για το θέατρο πρωτίστως, όταν ο πατέρας μου με πρωτοπήγε εδώ στη Λυρική Σκηνή. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς αυτό, πριν ή μετά τη φυγή μας, αλλά έχω την εικόνα του πατέρα μου που παρακολουθούσε τον ενθουσιασμό μου. Έπαιζαν οι ηθοποιοί ένα έργο του Βέρντι, το «Ριγκολέτο» νομίζω, όπου εγώ κοίταζα τα παρασκήνια και όχι τη σκηνή. Του έλεγα: «Κοίτα, μπαμπά, αυτός έχει ένα σχοινί που το τραβάει και κλείνει η αυλαία» κλπ. κι εκείνος τά’χασε, παρότι ήθελε να με σπρώξει προς τη μουσική.

Υπό μία έννοια απομυθοποιούσατε αυτά που βλέπατε από μικρή ηλικία.

Όχι, αντίθετα τα έβλεπα ως κάτι μαγικό. Το πώς γύριζαν τα σκηνικά και άλλαζαν οι σκηνές, όλα αυτά.

Υπήρχε έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα στο Γιοχάνεσμπουργκ της δεκαετίας του 1940;

Υπήρχαν κινηματογράφοι – παλάτια! Αίθουσες δύο και τριών χιλιάδων θέσεων, τεράστιες! Πολύ περιποιημένες και ωραίες, επίσης. Έπαιζαν ότι καινούργιο έβγαινε, κυρίως αγγλόφωνες ταινίες, αν κι υπήρχαν και κάποια σινεμά που έπαιζαν ταινίες σε άλλες γλώσσες. Να πω, ωστόσο, ότι δεν ήταν εκεί η πρώτη μου επαφή με τον κινηματογράφο. Στα γενέθλια μου, κάποτε, μου χάρισαν μια καμερούλα «Bolex» κι έκανα λήψεις εδώ κι εκεί. Έπαιρνα φιλμάκι τεσσάρων λεπτών και το έβλεπα σαν παιχνίδι. Κάπως έτσι μπήκε το μικρόβιο. Αργότερα έπαιρνα τους συμμαθητές μου και τους έδινα σεναριάκια του τύπου «Ο κύριος Τζορτζ», όπου ο Τζορτζ ήταν ένας συμμαθητής κι οι άλλοι όλοι τον δουλεύανε και τον πειράζανε. Α, «The amateur photographer» λεγόταν, γιατί είχε μανία να φωτογραφίζει. Τους έβαζε όλους στη σειρά να τους «τραβήξει», έπιανε και περίεργες γωνίες γιατί ήταν και λίγο ψώνιο αυτός ο Τζορτζ. Στο τέλος, έπεσε και τσακίστηκε από κάπου κι εκεί τελείωνε η ταινία, που διαρκούσε τρία λεπτά όλα κι όλα (γέλια)

Κωμωδία δηλαδή ήταν η πρώτη σας ερασιτεχνική ταινία, με γκαγκ.

Ναι, αλλά έκανα και ένα άλλο φιλμάκι μυστηρίου, θριλεράκι, «Mission Impossible» τό’χα ονομάσει! Δεν θυμάμαι τώρα λεπτομέρειες, αλλά ήταν ένας που τον παρακολουθούσε κάποιος κι από πίσω είχα βάλει να παίζει η 5η του Μπετόβεν. Βάζαμε μετά τον ήχο, φορετό, γιατί δεν ήταν σύγχρονος με την εικόνα. Τώρα που το θυμάμαι πάλι, νομίζω πως είχε μια υποτυπώδη δράση με κατασκόπους και σε κάποια φάση έβαλα τον ήρωα να φιληθεί με την πρωταγωνίστρια. Ντρεπόντουσαν, μαθητές ήταν κι αυτοί, «No, no» μου έλεγε η κοπέλα, «It’s important» της απαντούσα εγώ, αλλά στο τέλος το βγάλαμε το φιλί κι ησυχάσαμε. Είχα γίνει, λοιπόν, ο σκηνοθέτης του σχολείου (γέλια)

Οι δικοί σας εντάχθηκαν ομαλά στην ξένη κοινωνία του Γιοχάνεσμπουργκ;

Καθόλου! Ήταν πολύ δεμένοι με την Ελλάδα κι έβρισκαν όλο ελαττώματα στον εκεί τρόπο ζωής. «Δεν προλαβαίνεις να πας κάπου» λέγανε, «πας σ’ ένα γκισέ να πληρώσεις κάτι και σε λίγο σχηματίζεται ουρά από πίσω σου». Τους έβλεπαν σε κοπάδια εκεί τους ανθρώπους, αλλά, εντάξει, μετά βοήθησε και το γεγονός πως είχαν και τους θείους μου.

Εσείς είχατε, όμως, καλά παιδικά χρόνια.

Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Σχολείο πήγα στους Marist Brothers, το περίφημο σχολικό συγκρότημα εγνωσμένου κύρους. Είχα καλούς δασκάλους. Πήγα στη «Great One», τη «standard» τάξη, κατευθείαν σε αγγλόφωνο τμήμα κι έτσι τα αγγλικά έγιναν η δεύτερη γλώσσα μου.

Το «είχατε» με τις ξένες γλώσσες;

Από κει ξεκίνησε αυτό που με ρωτάτε. Μετά, πριν πάω στο Centro Sperimentale, ενώ δεν ήξερα ιταλικά, έκανα εντατικά για δυο – τρεις εβδομάδες και κατάφερα να διαβάσω μερικά βιβλία. «How to speak the italian» κλπ., τέτοιες πρακτικές διάβαζα για να μάθω (γέλια)

Κατευθείαν από το Γιοχάνεσμπουργκ βρεθήκατε στη Ρώμη για κινηματογραφικές σπουδές;

Όχι, έμεινα αρκετά χρόνια στο Γιοχάνεσμπουργκ. Έκανα αρκετές τάξεις, τελείωσα το αγγλικό Γυμνάσιο, ώσπου κάποια στιγμή οι γονείς μου δεν θέλανε να μείνουν άλλο εκεί. Οι θείοι μου τους έλεγαν: «Και που θα πάτε; Ακόμη έχει τα χάλια της η Ελλάδα», παρόλο που’χε τελειώσει ο πόλεμος. Επέστρεψαν τελικά οι δικοί μου στην Αθήνα το ’48 – ’49 μεσ’ στον Εμφύλιο. Στο μεταξύ, εγώ έκανα κάποια μαθήματα ελληνικών, γιατί πηγαίνοντας σε σχολείο αγγλικό, έπρεπε να μάθω να διαβάζω και να γράφω στη γλώσσα μου, εκτός απ’ το να τη μιλάω. Ερχόταν μια δασκάλα απ’ την ελληνική κοινότητα και μού’κανε μαθήματα.

Αν γυρίσατε στην Αθήνα στα τέλη του 1940, συμπεραίνουμε πως ζήσατε στη Νότια Αφρική ούτε δέκα χρόνια. 

Ακριβώς. Δεν ήρθαμε όμως όλοι μαζί πίσω. Πρώτα ήρθαν οι γονείς μου το ’48 για να προλειάνουν το έδαφος. Εγώ λίγα χρόνια μετά που μπήκα στο πανεπιστήμιο, παίρνοντας το «Bachelor of Arts», είχα μελετήσει πολύ την αγγλική λογοτεχνία, τον Σαίξπηρ, τον Ντίκενς. Έλεγα του πατέρα μου ότι ήθελα ν’ ακολουθήσω το δρόμο του θεάτρου και μου απαντούσε: «Πάρε πρώτα το ”Bachelor of Arts” και το ξανασυζητάμε». Δεν του άρεσε η ιδέα ούτε να φύγω, ούτε να ασχοληθώ με το θέατρο, που δεν το θεωρούσε κερδοφόρο επάγγελμα. Μετά ήθελε να με κάνει επιστήμονα κατά κάποιο τρόπο. Πριν έρθουν στην Αθήνα οριστικά οι γονείς μου, πέρασαν από Ιταλία για να συναντήσουν κάποιους γνωστούς τους. Αυτοί τους μίλησαν για μια «φημισμένη σχολή κινηματογράφου, το Centro Sperimentale», όπου αμέσως ο πατέρας μου με ειδοποιεί: «Σου βρήκαμε σχολή σκηνοθεσίας»! Σεβάστηκε την επιθυμία μου! Εμένα ήταν η καλύτερη μου! Λίγες εβδομάδες πριν τελειώσει η φοιτητική χρονιά, πήρα το αεροπλάνο και πήγα από το Γιοχάνεσμπουργκ στη Ρώμη με μία στάση, όμως, στην Αθήνα. Έπρεπε να δω τον πατέρα μου, που με πήρε κι ανεβήκαμε μαζί στην Ακρόπολη για να την έβλεπα. Από κει έφυγα κατευθείαν για Ρώμη, εφόσον θα ξεκινούσε άμεσα η περίοδος φοίτησης. Η φοίτηση κράτησε δύο χρόνια στην Ιταλία, μιλάμε για το ’54 – ’55.

Στα 15 σας δηλαδή;

Στα 17 μου, είμαι το 1938 γεννημένος.

Σωστά. Δικό μου λάθος, νόμιζα πως είστε του 1940.

Όχι, του ’38 είμαι. Είχα μάθει, λοιπόν, λίγα ιταλικά και καταλάβαινα τι μου λέγανε, χωρίς να μπορώ να εκφραστώ κανονικά. Εκεί είδα και γνώρισα τα πάντα! Μέρα παρά μέρα βλέπαμε στην αίθουσα προβολών όλες τις νεορεαλιστικές ταινίες του Ντε Σίκα. Στη μεγάλη κινηματογραφική λέσχη που υπήρχε, είδαμε από Μελιές και Λυμιέρ μέχρι τα γερμανικά εξπρεσιονίστικα και τη ρωσική πρωτοπορία με Αϊζενστάιν και Πουντόβκιν.

 

Γυρίσατε εκεί κάποια φοιτητική ταινία;

Ναι, στο τέλος έπρεπε να γυρίσουμε κάποια ταινιούλα, αν κι εγώ δεν ανήκα επισήμως στη σχολή αυτή, η οποία ήταν «εθνικής κινηματογραφίας», δηλαδή μόνο για Ιταλούς υπήκοους. Υπήρχαν βέβαια κι άλλοι ξένοι, Άγγλοι, Γιαπωνέζοι, χωρίς καμία διαφορά, στις ίδιες τάξεις μπαίναμε όλοι, απλώς δεν παίρναμε επίσημη πιστοποίηση, ούτε μας επιχορηγούσαν για να κάνουμε ταινία. Παραγωγές δικές μας κάναμε κι εγώ έκανα μια 20λεπτη ταινία σε φιλμ 35mm. Είχα πάρει, στο μεταξύ, και μια κάμερα μεγαλύτερη και καλύτερη. Βρήκα δυο – τρεις τύπους εκεί και μια κοπελίτσα και έκανα μόνος μου την ταινία μου. Ήταν ένα love story περιμένοντας το τραμ με ένα αγόρι που’ναι ντροπαλό και διστάζει να πλησιάσει το κορίτσι. Τελικά τον πλησιάζει το κορίτσι. Τη γύρισα έξω ακριβώς απ’ τη σχολή  που πηγαινοερχόμασταν στο κέντρο της Ρώμης με τα τραμ. Έκανα και επίσκεψη, επίσης, στην Τσινετσιτά που η πόρτα της ήταν διαγώνια φάτσα απέναντι απ’ το Centro Sperimentale. Χωρίς να είναι στο πρόγραμμα μου, πήγαινα συχνά στην Τσινετσιτά.

Γινόταν και μ’ άλλους, όποιος ήθελε δηλαδή έμπαινε στην Τσινετσιτά;

Όχι, απλά εγώ παρακάλαγα και μ’ άφηναν. «Άντε, πέρνα» μου λέγανε. Γύριζαν τότε το «Πόλεμος και Ειρήνη» με την Όντρεϊ Χέπμπορν και τον Χένρι Φόντα. Ένα μεγάλο πλατό ήταν ένα απέραντο χιονισμένο δάσος, υπερπαραγωγή! Ήταν μια σκηνή που κάτι έλεγε ο Φόντα στη Χέπμπορν. Όντας παρών στο γύρισμα, με έπιασε ο σκηνοθέτης, καλοδιάθετος. «I’ m a student» του εξήγησα και μου έδωσε συμβουλές, που ακόμα τις θυμάμαι: «Follow your dreams» μου είχε πει, κάτι τέτοιο θυμάμαι, μια ωραία ευχή. Δώσαμε εξετάσεις και ύστερα ήρθε η περίοδος που οι Αμερικανοί για οικονομικούς λόγους, έριχναν τα λεφτά για παραγωγές τους στην Ιταλία. Ετοίμαζαν τα σκηνικά της «Κλεοπάτρας» με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ! Εκεί να έβλεπες σκηνικά!

Ωραίο είναι που τα ζήσατε όλα αυτά.

Ναι, μου άρεσε πολύ, δε βαριόμουν να πετάγομαι συνέχεια απ’ την Τσινετσιτά.

Διαβάζατε πολύ τότε;

Διάβαζα πολύ, ναι. Και ταυτόχρονα έβλεπα πολύ σινεμά. Δίπλα στο διαμερισματάκι, που’χα νοικιασμένο, ήταν ένας μεγάλος δρόμος με τρία – τέσσερα σινεμά. Εκεί πρωτόδα Χίτσκοκ, εποχής «Vertigo». Το «Ψυχώ» βγήκε λίγο πιο μετά.

Τι σας άρεσε στον Χίτσκοκ;

Μου άρεσε το παιχνίδι του με τους φακούς, με τους φωτισμούς.

Ο δικός μου δάσκαλος, ο Δήμος Θέος, είχε πει κάποτε πως ο Χίτσκοκ άμα δεν γινόταν σκηνοθέτης θα γινόταν δολοφόνος.

(γελάει) Τον Θέο τον είχα γνωρίσει τότε που’χα κάνει πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Θυμάμαι τις ταινίες του. Δεν συμφωνώ, ο Χίτσκοκ είχε πολύ χιούμορ και σεξουαλικά απωθημένα πολλά.

Μα ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξη του πως η σεναριογράφος και γυναίκα του, Άλμα Ρέβιλ, τον «έσωσε» απ’ το να γινόταν ομοφυλόφιλος.

Φαινόταν αυτό απ’ το πως ταλαιπωρούσε τις πανέμορφες πρωταγωνίστριες του. Ειδικά την Τίπι Χέντρεν στα «Πουλιά», της είχε ρίξει αληθινά πουλιά και μόνο που δεν τη φάγανε! Έβγαζε ένα μισογυνισμό, επειδή ίσως ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να τις έχει αυτές τις γυναίκες. Πάρτε για παράδειγμα άλλη ταινία του, που έπαιζε η Γκρέις Κέλι, το είδωλο της εποχής. Της φέρθηκε άσχημα σαν σκηνοθέτης! Ωστόσο, μου άρεσαν οι ταινίες του και ειδικά το «Vertigo», που έπαιζε πολύ με τα σύμβολα, με τον σουρεαλισμό, αλλά και με έναν τρομερό αισθησιασμό και ερωτισμό.

Στον δικό σας «Εφιάλτη», που σήμερα έχει πάρει cult διαστάσεις, σεξουαλικά απωθημένα φαίνεται νά’χει η Μαργκό, η ηρωίδα σας. Μοιάζει στερημένη ερωτικά.

Ναι, ισχύει. Θέλω να πω στο σημείο αυτό ότι ο «Εφιάλτης» δεν είναι ακριβώς φιλμ νουάρ, όπως το χαρακτηρίζουν.

Εγώ πάντα λέω ότι είναι η πρώτη ελληνική ταινία τρόμου.

Ούτε τρόμου θα την έλεγες με την έννοια ότι δεν έχει κάτι για να τρομάξεις, όπως τον Δράκουλα να βγαίνει απ’ το φέρετρο (γέλια). Εγώ ήθελα μια καθημερινή ιστορία που να μην πει ο άλλος «Έλα, μωρέ, υπερβολές τώρα» μέχρι να υπάρξει η έκπληξη του τέλους. Και μέχρι το τέλος, ν’ αναρωτιέται ο θεατής: «Μήπως ο δολοφόνος είναι ο αδερφός της; Μην είναι η μάνα της;»

 

Μιλήστε μου για την επιλογή της Βούλας Χαριλάου στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Δεν έκανα casting. Είχα δει στο θέατρο την Αντιγόνη Βαλάκου στο «Γλυκό πουλί της νιότης». Μου άρεσε σαν ένα ευαίσθητο εύθραυστο κορίτσι.

Θα της πήγαινε, όντως, να έκανε μία σχιζοφρενή δολοφόνο.

Ναι, αλλά όταν την πλησίασα τη Βαλάκου, μου είπε: «Το διάβασα το σενάριο, κύριε Ανδρέου, το βρήκα ενδιαφέρον, αλλά πώς να σας το πω, είστε πολύ νέος, δεν έχετε εμπειρία κι εγώ έχω μια φοβία με τους σκηνοθέτες. Αφήστε με να το σκεφτώ»…Και τελικά δεν έγινε. Μια μέρα είμαι στην Ομόνοια και βλέπω μια ταινία που έπαιζε η Βούλα. «Α, για δες μια φάτσα» σκέφτηκα, «που δεν είναι ούτε όμορφη, ούτε άσχημη»!

Ζει η Βούλα Χαριλάου σήμερα.

(με έκπληξη χαράς) Ζει; Ποτέ δεν την ξανάδα, ούτε την άκουσα, ούτε τίποτα!

Απλά έχει αποσυρθεί και δεν θέλει να δίνει συνεντεύξεις. Το επιχείρησα, γι’ αυτό σας το λέω…

Θα ήθελα πολύ να της μεταφέρετε τους χαιρετισμούς μου! Είχαμε περάσει ωραία τότε, δέσαμε και μάλιστα είχαμε και μια σύντομη ερωτική σχέση. Είχαμε έρθει πολύ κοντά. Βοήθησε πολύ και στον τρόπο που επικοινωνούσα με τους άλλους. Όταν την είχα πλησιάσει για τον «Εφιάλτη», μου είπε: «Μα έχω πάρει προκαταβολή 5.000 δραχμές για τη συμμετοχή μου στον τάδε θίασο». Τη ρωτάω «Δεν μπορείς να φύγεις;»…«Όχι, αφενός με ιντριγκάρει ο ρόλος της Μαργκό, αφετέρου τα’χω ξοδέψει τα λεφτά της προκαταβολής για την άλλη δουλειά»…Πάω στην τράπεζα και λέω του πατέρα μου: «Χρειάζομαι πέντε χιλιάρικα για ν’αποδεσμεύσω την πρωταγωνίστρια μου». Μου τα έδωσε. Τα έδωσα της Βούλας και της είπα να τους τα γυρίσει μαζί με ένα «Ευχαριστώ πολύ, αλλά συγγνώμη, μου βγήκε ολόκληρη ταινία να γίνει πάνω μου». Επίσης, για να τη δελεάσω κιόλας, της έδωσα και μια προκαταβολή δύο – τριών χιλιάδων.

Στην ουσία ανεξάρτητη παραγωγή ήταν ο «Εφιάλτης».

Φυσικά. Στην αρχή είχα γυρίσει το σενάριο από κάποιους παραγωγούς κραταιούς. Είχα κάνει κι ένα πέρασμα από τη ΦΙΝΟΣ που βρισκόταν στη Στουρνάρα. «Βρε παιδάκι μου, δεν περνάνε αυτά εδώ, θρίλερ και τέτοια» μου είπαν. «Εμείς θέλουμε φουστανέλες, μελοδράματα με ”καημένες” κι εγκαταλειμμένες»…«Μα, αυτό είναι κάτι άλλο» επέμενα εγώ και στο τέλος έφυγα. Απελπίστηκα, αλλά αισθανόμουν τυχερός που είχα δουλέψει σε ξένες παραγωγές στην Ελλάδα ως βοηθός σκηνοθέτης Έλληνας! Ήμουν α’ βοηθός στα «Κανόνια του Ναβαρόνε»! Έμεινα για έξι μήνες στη Ρόδο. Ο Καρλ Φόρμαν, ο παραγωγός, είχε αρχικά προσλάβει για σκηνοθέτη τον πολύ καλό Αλεξάντερ ΜακΚέντρικ. Μ’ αυτόν ξεκινήσαμε τα εξωτερικά γυρίσματα κάπου στην Πάρνηθα, αλλά όταν είδαμε τα πλάνα στην αίθουσα προβολής, στη Ρόδο, δεν του άρεσαν του Φόρμαν. Κι έτσι τον έτζασε τον ΜακΚέντρικ και πήρε τον άλλο σκηνοθέτη! Στα γυρίσματα ήμασταν δύο Έλληνες βοηθοί σκηνοθέτη. Εγώ πήγαινα με το δεύτερο συνεργείο, ακούγοντας πάντα οδηγίες, ενώ στο πρώτο συνεργείο ήταν ο άλλος βοηθός, ο Σπύρος Σπυρομήλιος.

Είχε καμία σχέση με τον Πύρρο Σπυρομήλιο του ΕΙΡ, για τον οποίο ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο έγραψαν το «Κουρασμένο παλικάρι»;

Δεν το γνωρίζω…Μπορεί να ήταν γιος του, ναι…Έχω χρόνια ν’ ακούσω και γι’ αυτόν. Τον θυμάμαι με το πρώτο συνεργείο και μένα σε από κάτω χώρο δράσης, με το δεύτερο συνεργείο, να μ’ έχουν ένα γουόκι τόκι στα χέρια! Μία άλλη ταινία που είχα δουλέψει και που τη θεωρώ στήριγμα για τα μετέπειτα, τα δικά μου, ήταν οι «300 της Σπάρτης» του Ρούντι- όπως τον λέγαμε- Ματέ και σε μουσική του Χατζιδάκι. Αυτή η ταινία έγινε το ’62 – ’63, παραγωγή της FOX. Εγώ μόλις είχα τελειώσει τον «Εφιάλτη» και συνέχισα να δουλεύω σε ξένες μεγάλες παραγωγές. Μου έλεγε ο Ματέ: «Λοιπόν, τώρα θα εμφανιστούν γύρω στους 500 είλωτες και θα βγουν μπροστά τους τα άρματα που θα τους ρίχνουν ακόντια. Έπειτα, θα σκάσουν μύτη οι Σπαρτιάτες που θα’ναι πίσω απ’ την κάμερα», μιλάμε για χίλια άτομα κι εγώ ένιωθα άνετος που τα άκουγα όλα αυτά. Ο Χατζιδάκις δεν είχε περάσει καθόλου απ’ τα γυρίσματα, αλλά τον συνάντησα μία φορά αργότερα φευγαλέα. Δεν έτυχε ν’ ανήκω στο περιβάλλον του και, εννοείται, τον εκτιμούσα πάρα πολύ. Όλα αυτά ήταν διάλειμμα ώσπου να γεμίσω τις δικές μου μπαταρίες.

Ο «Εφιάλτης» στηριζόταν σε κάποιο ξένο λογοτεχνικό έργο, π.χ., ή γράφτηκε κατευθείαν από εσάς;

Όχι, δικό μου σενάριο ήταν. Σκέφτηκα το story και το έγραψα αμέσως.

Το θέμα του διχασμού προσωπικότητας υπήρχε όμως και στο «Ψυχώ» της προηγούμενης χρονιάς.

Το «Ψυχώ» ήταν λίγο τραβηγμένο, διαπραγματευόταν το θέμα ενός τύπου έξω από τη ζωή. Είχε και νεκροκεφαλές μέσα, στη σκηνή του τέλους – εντάξει, ωραίο ήτανε, αλλά εγώ ήθελα να κάνω κάτι, που να κυριαρχεί ένα μυστήριο, αλλά μέσα από ανθρώπινες καταστάσεις.

Και το πάντρεμα με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα πως προέκυψε; Έγραψε υπέροχη jazz μουσική στον «Εφιάλτη».

Είχα διευθυντή φωτογραφίας τον Αριστείδη Καρύδη, που μου μίλησε για ένα καλό νέο συνθέτη, τον Πλέσσα. Του εξήγησα πως θα ήθελα μια μοντέρνα μουσική και μας έφερε σε επαφή. Αμέσως δέσαμε με τον Μίμη! Μου πρότεινε να βασιστεί η μουσική της ταινίας σε jazz μοτίβα με το φόβο κάποιοι να παραξενευτούν, αφού δεν συνηθιζόταν ακόμη στον ελληνικό κινηματογράφο. «Προχώρα» του είπα και βγήκε αυτό που βγήκε! Θέλω όμως να αναφερθώ και στους άλλους ηθοποιούς της ταινίας, που τους είχα διαλέξει έναν – έναν: Τον Σταύρο Ξενίδη, τη Ντέπυ Μαρτίνη, τον άλλο τον χοντρό που ήταν και καλό παιδί, τον Ζανίνο λέω (γέλια)

Λύστε μου μια απορία που την έχουν και πολλοί άλλοι: Τι ακριβώς συμβαίνει μέσα σ’ εκείνο το φωτογραφείο του Ζανίνο; Ναρκωτικά, πορνεία, ομοφυλοφιλία, ομαδικό σεξ; Αφήνετε υπόνοιες…

Και ναρκωτικά, και ομοφυλοφιλία ενδεχομένως, και τα πάντα, ότι ήθελε να φανταστεί ο καθένας! Κυρίως εμπόριο γυναικών, που κυκλοφορούσαν φωτογραφίες τους τότε. Ήθελα να δείξω ότι υπήρχε διαστροφή κι από κει και πέρα, ο καθένας ότι ήθελε, φανταζόταν…

Ιδιαίτερα τρομαχτικό ήταν και το σατανικό γέλιο της Κίας Μπόζου!

Η Κία, ναι! Έπαιζε με τη φωνή της στην ουσία, αλλά και στις σκηνές των φόνων. Της είχαμε βάψει με φούμο όλο το πρόσωπο και ο Ντίντης ο Καρύδης πρόσεχε πολύ το φωτισμό της, να μη φανεί καθόλου ποια είναι. Έριχνε το φως από πίσω για να μη φωτίζεται μπροστά. Θυμηθείτε και τα κυνηγητά στην Πλάκα, που την κυνηγούσε ο δικηγόρος! Υπήρχε και ο Νικολαΐδης, εξαίρετος, που έπαιζε τον θείο της Μαρτίνη. Βρήκα κι εκείνο το μπαλέτο που έβαζαν οι μαύροι μια λευκή, ξανθιά, στο καζάνι να τη βράσουν να τη φάνε (γέλια)

Είχε κάνει επιτυχία ο «Εφιάλτης» στον καιρό του;

Όχι, είχε πάει πολύ αδύνατα…Πέρναγε ο κόσμος, έβλεπε τις φωτογραφίες στα ταμπλό του κινηματογράφου απ’ έξω, αλλά δεν πολυμπαίναν μέσα. Έκανε κάποια εισιτήρια, αλλά τίποτα ιδιαίτερο. Αργότερα άρχισε να γίνεται δημοφιλές έργο.

 

Εσάς πιο σινεμά σας ενδιέφερε τότε; Αυτό του Κούνδουρου και του Κακογιάννη ή το εμπορικό του Φίνου;

Το εμπορικό δεν με τραβούσε. Εγώ ήθελα να κάνω τον «Εφιάλτη» κι έλεγα πως θα βρεθούν άνθρωποι να τους αρέσει. Μετά έκανα την «Επιστροφή» με την Έλλη Φωτίου, δράμα, που ο Αντώνης Σαμαράκης είχε κάνει διασκευή της παλιάς «Γέφυρας της αμαρτίας». Ήταν η πρώτη πρόταση που είχα δεχτεί από τον Κονιτσιώτη για να κάνω ταινία. «Άσε αυτά τα περίεργα κι έλα δω τώρα να κάνουμε ένα ωραίο love story» μου έλεγε ο Κλέαρχος, που με εκτιμούσε. Μου άρεσαν οι ταινίες του Κούνδουρου και του Κακογιάννη, απλά δεν είχα ζήσει εδώ για να’χω εμποτιστεί μ’ αυτές τις καταστάσεις και να επηρεαστώ πολιτικά ή κοινωνικά. Σιγά – σιγά, στο δρόμο τα μάθαινα αυτά. Ε, μετά με βρήκε ο Τζέιμς Πάρις.

Ήταν η επόμενη ερώτηση μου αυτή! Θεωρείτε ότι σας βοήθησε πολύ στην καριέρα σας;

Με άφησε ελεύθερο. Εν λευκώ! «Έλα δω, Ανδρέου, πάμε Μυτιλήνη, δες τα τοπία και κάνε ότι νομίζεις»! Πήγαμε πράγματι στη Μυτιλήνη – μιλάω για το ’63 και το ’64, πριν τη δικτατορία. Ο Τζέιμς Πάρις ήταν ήδη εδώ και δούλευε, είχα κάνει την «Αντιγόνη» με τον Γιώργο Τζαβέλλα. Αγαπούσε την Ελλάδα και είχε έρθει απ’ την Αμερική με λεφτά για να επενδύσει στον ελληνικό κινηματογράφο και να τον αναδείξει. Το καλό του ήταν πως δεν ενοχλούσε τους δημιουργούς, έλεγε «Α, έχεις ωραίο σενάριο, προχώρα»!

Ο Τζέιμς Πάρις ωστόσο κατηγορείται μέχρι σήμερα για τη φιλοχουντική στάση του.

Αυτός ήθελε να’χει μέσα στρατό τζάμπα. Πιο πολύ συνέβη αυτό, καθώς πήγαινε και τους έλεγε «Θέλω ένα λόχο» ή «ένα τάγμα για τη Μάχη της Κρήτης», που’χε κάνει με τον Ντίμη Δαδήρα. Τα είχε καλά με το καθεστώς χωρίς να εκφραζόταν πολιτικά, αλλά πρακτικά. Μας έλεγε με νόημα, «Ωραία, τώρα θα μας δώσουν κι από κει στρατό να μπορέσουμε να γυρίσουμε τις σκηνές». Έτσι είδαμε τον Πρέκα να γυρνάει απάνω στα βουνά και όλα τα άλλα.

Σας έδωσε την ευκαιρία να κάνετε και τον «Παπαφλέσσα», μια απ’ τις πιο εμπορικές ελληνικές ταινίες.

Ο «Παπαφλέσσας» έγινε το 1971 για τα 150 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του ’21, πλησίαζε η Επέτειος.

Όπως σήμερα καλή ώρα με τα 200 χρόνια, που ποιος ξέρει τι θα δούμε…

Πριν απ’ τον «Παπαφλέσσα», το ’70, είχα κάνει μια ταινία σε παραγωγή δική μου, την «Ανταρσία των δέκα» που διαδραματιζόταν σ’ ένα καράβι μ’ έναν κακομούτσουνο καπετάνιο που ταλαιπωρούσε το πλήρωμα. Μ’ αυτή την ταινία είχα πάρει το βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και την επόμενη χρονιά έρχεται η Νόρα, που δούλευε στον Φίνο, και μου λέει το εξής: «Ο Φίνος μου είπε ”Πες του Ανδρέου ν’ αναλάβει τον Παπαφλέσσα”»! «Τι δουλειά έχω εγώ με τον ”Παπαφλέσσα”;» ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Επέμεναν, ενώ ο Πάρις ήθελε τον Δαδήρα για σκηνοθέτη, αλλά ο Φίνος απεφάνθη πως «ο Ανδρέου σίγουρα θα το φέρει εις πέρας»! Έτσι έγινε ο «Παπαφλέσσας» ως συμπαραγωγή της Φίνος, του Τζέιμς Πάρις και του πρώιμου τότε Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, που λεγόταν κάπως αλλιώς. Ακριβή παραγωγή, η ακριβότερη της εποχής εκείνης, αλλά τώρα έχει ξεπεραστεί. Μου βγήκε πολύ στρωτά το γύρισμα, είχα κάνει ένα σχέδιο και έβγαλα ακριβώς το πρόγραμμα. Λίγο φιλμ παραπάνω τραβήξαμε μόνο γιατί είχαμε πολλές αυτοσχέδιες σκηνές μαχών κλπ. Είχα αμολήσει δύο ξεχωριστές κάμερες, θυμάμαι.

Δεν ξέρω αν τα λέω σωστά, αλλά υπάρχει ένας αστικός θρύλος για το ρολόι που ξεχάστηκε στο χέρι ενός τσολιά κομπάρσου σε σκηνή μάχης.

Δεν θυμάμαι, να πω την αλήθεια. Μπορεί, όμως! Μέσα σε τόσο κόσμο…Υποτίθεται, όμως, πως όλοι, μόλις τους έντυναν, περνούσαν απ’ τον έλεγχο του φροντιστή ή του σκηνογράφου. Η ταινία έκοψε πολλά εισιτήρια και υμνήθηκε από τη χούντα, αλλά σήμερα πιο πολύ βλέπεται σαν πατριωτική ταινία και, πραγματικά, υπήρχε μιαν αγνότητα γι’ αυτό το ίνδαλμα της Ελληνικής Επανάστασης του ’21. Ο Παπαμιχαήλ ήταν καλός στο ρόλο του και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Άλλωστε εγώ έχω ωραία επικοινωνία με τους ηθοποιούς μου και ποτέ προβλήματα. Δεν βοηθάει, ξέρετε, ο αυταρχισμός, αντίθετα το χιούμορ είναι σωτήριο ειδικά με τις γυναίκες ηθοποιούς.

Τη Νόρα Βαλσάμη τη γνωρίσατε το 1967;

Ακριβώς, το ’67, σε μία ταινία που δεν την υπόγραψα εγώ. Λεγόταν «Τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι», που θεωρούσα ότι ήταν κάπως φτηνή. Έλεγα «Εντάξει, μη βάλω τ’ όνομα μου και σε κάτι ασήμαντο», έχοντας κάνει και τον «Διχασμό», που ήταν πραγματικά ωραία ταινία. Έκανα και με τη Τζένη Καρέζη μια λίγο φευγάτη ταινία, για την οποία πήγαμε στην Κρήτη και κάτσαμε μαζί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον συνθέτη. Είχε βγει μια καλή ιστορία, όχι απόλυτα επιτυχημένη, αλλά είχε τις καλές στιγμές της. Η Νόρα μόλις ξεκινούσε, κοριτσάκι, και μας είχε συστήσει ο Φίνος στο φουαγέ των στούντιο: «Η δεσποινίς Βαλσάμη, ο κύριος Ανδρέου»…Ήταν η περίοδος που λίγο μετά έφυγα για την Αμερική κι έκανα άλλες δύο ταινίες με τον Τζέιμς Πάρις. Η μία ήταν η «Ληστεία», σε σενάριο του Τζιώτη, με τον Στέφανο Στρατηγό και μια Αγγλίδα, μια ξένη κοπέλα.

OK. Αναφέρεστε σε ταινίες που εδώ έφτασαν στην κατηγορία των σοφτ – πορνό.

Δεν θα τις έλεγες σοφτ – πορνό τόσο, όσο απλά ερωτικές. Εδώ το έβγαλαν ως «Κατηγορώ το κορμί μου»! Πήγαινα και τους έλεγα «Τι τίτλος ειν’ αυτός, ρε παιδιά; Τι θα πει ”Κατηγορώ το κορμί μου”;» (γέλια) Δεν με απασχόλησαν ποτέ αυτές οι ταινίες, για να σας είμαι ειλικρινής. Στην Αμερική κάθισα κάνα πεντάμηνο περίπου. Μου άρεσε πολύ η Νέα Υόρκη! Γύρισα πίσω τίγκα στους δίσκους! Είχα φέρει το «Sgnt. Pepper’s…» των Beatles και κάτι ψυχεδελικές αφίσες που’χα βρει στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Τις μάζεψα και τις έβαλα μετά στους τοίχους στο διαμέρισμα μου στο Παγκράτι. Ήταν πολύ ωραία εποχή! Την άκουγε πολύ κι η Νόρα τότε αυτή τη μουσική.

Γι’ αυτό έκανε και την κόρη της Βλαχοπούλου στη «Θεία μου τη χίπισσα».

(γελάει) Ναι, είχε μεγάλη πλάκα αυτή η ταινία. Έβγαινε η Νόρα με κάτι κρόσσια!

Ασκούσατε κριτική, ως ζευγάρι, ο ένας στις ταινίες του άλλου;

Συζητούσαμε, αλλά δεν ανακατευόμασταν, εκτός απ’ τις ταινίες που γυρίζαμε μαζί. Της έλεγα τι μ’ άρεσε, τι δεν μ’ άρεσε κλπ. Κι αυτή, το ίδιο.

Απασχολούσε τα ΜΜΕ της εποχής η κοινή ζωή σας;

Ναι, λίγο: «Η δεσποινίς Βαλσάμη και ο κύριος Ανδρέου βρέθηκαν στο ”Νουβέλ Βαγκ” στην Πλάκα» (γέλια) «Εθεάθησαν« έγραφαν για την ακρίβεια! Λίγο αστεία ακούγονται για τα σημερινά δεδομένα. Με τη Νόρα δέσαμε πολύ, ήμασταν ερωτευμένοι και με πολλούς τσακωμούς, που είναι μεσ’ στη ζωή. Έχουμε, ξέρετε, πολύ διαφορετικές ιδέες για πολλά πράγματα.

Πείτε μου ένα παράδειγμα.

Όχι τόσο πολιτικά. Εμένα, ας πούμε, μ’ αρέσει η τάξη. Η Νόρα γεμίζει τραπέζια με διάφορα κουτάκια, ότι βρίσκει. «Ρε, πουλάκι μου» της έλεγα, «θέλω ν’ ακουμπήσω ένα ποτήρι και δεν έχει χώρο» (γέλια). Η ζωή μας άλλαξε όταν γίναμε γονείς. Ο Ερρίκος μας γεννήθηκε το 1975. Τον αφήσαμε σχετικά ελεύθερο, δεν υπήρχαν απαγορεύσεις. Ίσως το παρακάναμε, γιατί τώρα έχει και τα δικά του και με τα δίκια του. Ασχολείται με τις μουσικές του και φτιάχνει μοντέρνα ηλεκτρονικά πράγματα. Στέλνει τις ηχογραφήσεις του στην Αμερική, όπου έχει κάνει και ψιλο-ονοματάκι μάλιστα. Το ψευδώνυμο του είναι «Eric Electric», «New song by Eric Electric» γράφουν τα εξώφυλλα σε κάθε νέα δουλειά του. Τώρα βγήκε ήδη το δεύτερο άλμπουμ του που υπάρχει στο i-tune και το YouTube. Τα ακούω κι εγώ, έχω επαφή με το διαδίκτυο, αλλά δεν είναι του ύφους μου.

Πολύ χαίρομαι μ’ αυτά που ακούω. Είχατε ποτέ ανταγωνιστική σχέση πατέρας – γιος;

Έχουμε, λίγο όμως. Όχι σοβαρά πράγματα, αλλά του στυλ «Σου’πα να βάλεις βενζίνη» και «Μη μου κάνεις εμένα μαθήματα», τέτοια, ασήμαντα.

Κάνατε και αρκετό θέατρο, κύριε Ανδρέου. Σας άρεσε τόσο, όσο και το σινεμά;

Θα μ’ άρεσε να’χα κάνει πιο πολύ θέατρο, αλλά δεν ήμουν άνετος με το χώρο του θεάτρου, δεν είχα εμπειρία, άρα και υπόσταση στο χώρο αυτό. Πιο καλά δούλεψα στον κινηματογράφο, αλλά και στην τηλεόραση.

Ναι, θυμάμαι σαν όνειρο τα έργα του Ξενόπουλου με τη Βαλσάμη που μεταφέρατε στην τηλεόραση.

Ήταν οι «Μυστικοί αρραβώνες», η Κλέλια, όπως έλεγαν τη Νόρα, τα δυο αδέρφια που τσακωνόντουσαν, όλα αυτά…

Το σινεμά του Αγγελόπουλου το παρακολουθούσατε;

Δεν μου πήγαινε, αλλά του’χα μεγάλη εκτίμηση. Ήμασταν γνωστοί και φίλοι απ’ το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Είχαμε πάει και μαζί στις Κάνες, όταν ήμουν πρόεδρος του ΕΚΚ κι εκείνος είχε κάνει το «Μετέωρο βήμα του πελαργού». Είναι ένα στυλ δικό του, το σέβεσαι. Ο Βούλγαρης, ας πούμε, έχει κάνει δυο – τρία καλά, αλλά ίσως εμένα να μη μου πηγαίνει. Δεν είδα δηλαδή κάτι δικό του που να μ’ εντυπωσιάσει, ενώ ο Αγγελόπουλος ήταν πιο πολύ αυτό που λέμε «Into the point». Ο δε Χρυσός Φοίνικας που έφερε το ’98 στην Ελλάδα ήταν, πιστεύω, μια σημαντική διάκριση για τη χώρα.

Εσάς σας ενδιέφερε περισσότερο το φεστιβαλικό κοινό ή τα εισιτήρια;

Δεν πολυασχολιόμουν με το κοινό. Μ’ άρεσε ν’ ακούω ότι άρεσε μία ταινία μου, αλλά ως εκεί. Δεν μπήκα ποτέ στη λογική του «Α, ο Δαλιανίδης έκοψε 300.000 εισιτήρια», όπου απαντούσα «Με γεια του, με χαρά του».

Είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο ο Δαλιανίδης στο ελληνικό σινεμά;

Πώς δεν είναι! Προσέφερε ένα άλλο είδος, ψυχαγωγικό. Δεν είναι ανάγκη να λύνουμε όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας (γέλια). Μερικοί λένε «Ήρθαμε εδώ για να γίνουμε σκηνοθέτες και να επιβάλλουμε την τάξη στο ανθρώπινο γένος». Κουραστικός βαθυστόχαστος στόχος, γιατί άμα δεν εξελίσσεται και κάποια δράση…Υπάρχει μια σεναριακή αρχή, που μάλλον δεν την ξέρουν, και που δεν έχει να κάνει μ’ έναν ταλαιπωρημένο που περπατάει και περπατάει κι όλο περπατάει…

Εγώ σας «κόβω» μέχρι στιγμής σαν ένα σκηνοθέτη συνειδητοποιημένο που δεν σας πολυενδιέφερε τι έκαναν οι άλλοι γύρω σας.

Ναι, εγώ ήθελα και να περνάω καλά στη ζωή μου, χωρίς να εννοώ πλουσιοπάροχα. Μια ωραία παρέα νά’χουμε, να γλεντάμε. Δεν υπήρξα ποτέ άνθρωπος των καταχρήσεων, δεν μπήκα σ’ αυτό, παρότι έβλεπα πράγματα γύρω μου. Τις θεωρώ αδυναμία χαρακτήρα τις καταχρήσεις, γι’ αυτό και το τσιγάρο μαχαίρι τό’κοψα. Είχα και λόγο, βέβαια, αφού έκανα δύο καρδιακά επεισόδια πριν 20 χρόνια. Το μίσησα το τσιγάρο έκτοτε!

Θέλω να πάμε τώρα στην τελευταία σας ταινία όχι πολλά χρόνια πίσω.

Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια τώρα. Κουράστηκα, γιατί δεν ήμουν και πολύ ευχαριστημένος.

Όντας μιας άλλης γενιάς, αναφέρεστε στις συνθήκες παραγωγής;

Καταρχάς δεν υπήρχε επαγγελματίας παραγωγός. Ήταν ένας λάτρης του σινεμά, ο Καντύλης, που είχε κάνει τον «Αστραπόγιαννο» σε συμπαραγωγή με τον Φίνο. Έκανε ένα βιβλίο με την ιστορία της ζωής του που αποφάσισε μετά να το κάνει ταινία. Προσπάθησα με κάποιον συνεργάτη να σουλουπώσω το σενάριο, αλλά δεν…Γύρω στο τρίμηνο και με διακοπές μας πήρε η όλη διαδικασία προεργασίας των γυρισμάτων. Δεν έπαιζαν και πολύ γνωστοί ηθοποιοί μέσα.

Δεν έχετε όρεξη ούτε να μιλήσετε γι’ αυτή την ταινία, παρατηρώ.

Όχι, δεν έχω.

Γιατί την κάνατε;

Είχα ανάγκη από χρήματα. Ήταν καλοπληρωμένη παραγωγή και για μας ήταν μια κακή οικονομική περίοδος. Είπα: «Εντάξει, αυτός θέλει να κάνει τη ζωή του ταινία κι εγώ θα κάνω ότι μπορώ καλύτερο». Υπάρχουν, λοιπόν, καλές στιγμές, αλλά σαν σύνολο δεν είναι κάτι ιδιαίτερο.

 

Πόσο σας χτύπησε η οικονομική κρίση;

Πολύ, γιατί είχα ξανοιχτεί με δύο δάνεια. Δύσκολες καταστάσεις…Προστασία των τραπεζών βλέπουμε μόνο και όχι των ανθρώπων. Άσχημο συναίσθημα, γιατί λες «Δούλευα μια ζωή ολόκληρη κι έφτασα να μη μπορώ να κάνω το ένα και τ’ άλλο, το σχετικά απλό;» Μου υπενθυμίζει πως ο καλλιτέχνης στην Ελλάδα είναι σαν να μην υπάρχει, αφού το κράτος δεν τον ξεχωρίζει καθόλου, ακόμη κι αν έχει προσφέρει. Υπάρχουν μουσικοί, σκηνοθέτες, ζωγράφοι που κάνανε θαυμάσια δουλειά και βλέπεις έναν υπουργίσκο που πέθανε να τον τιμούν με τρομπέτες και μπάντες. Τι ειν’ όλη αυτή η μαφία; Μια πίκρα σε πιάνει…

Συναναστραφήκατε πολιτικούς στη ζωή σας;

Όχι, δεν είχαμε ποτέ σχέσεις. Κοινωνικά, αν συναντιόμασταν σε κάποιο κέντρο, «Α, τι κάνετε, πως είστε;», τίποτα παραπάνω όμως, όχι νά’χουμε κοινή ζωή.

Πως και έχετε αποσυρθεί στη Σύρο τα τελευταία χρόνια;

Είπαμε να κάνουμε μια καινούργια αρχή, ν’ αλλάξουμε περιβάλλον. Είχαμε περιοριστεί στο σπίτι στη Ραφήνα και θέλαμε ν’ ανοίξουν οι ορίζοντες μας. Τώρα μένουμε σ’ ένα σπίτι στο βουνό απάνω με θέα τη θάλασσα.

Σας ηρεμεί η θάλασσα;

Είναι μοναξιά, αλλά το ζυγίζουμε. Άλλα δέκα σπίτια μόνο υπάρχουν κοντά μας.

Το σκέφτεστε να γυρίσετε στην Αθήνα;

Δεν ξέρω. Μπορεί να βαρεθούμε τον πολύ καθαρό αέρα και να γυρίσουμε. Έχει βολευτεί κι ο γιος μας που έχει το στούντιο του εκεί και μπορεί να παίζει δυνατά τα όργανα, χωρίς να ενοχλεί κανέναν.

Να τολμήσω να ρωτήσω πως είναι η υγεία της κας Βαλσάμη; Έχουν γραφτεί τέρατα, να σας πω την αλήθεια.

Μα, ρε γαμώτο, πάνε και γράφουν τέρατα, πραγματικά. Μπορεί να λέει σ’ έναν φίλο ή σε μια φίλη της κάτι δικό της, προσωπικό, όχι δημόσια ή σε δημοσιογράφο, κι αυτοί κάνουν την τρίχα – τριχιά. «Πεθαίνει» κλπ., κάτι τίτλους, που η Νόρα τους βλέπει και γελάει. «Θες να τους πάρω τηλέφωνο;» τη ρωτάω, «Όχι, άσ’τους» μου κάνει, «τι να τους πάρεις τηλέφωνο;» Τώρα θα τους μάθουμε; Καμιά φορά μπορεί να τα γράφουν και συμπαθητικά, αλλά με μια τέτοια υπερβολή που νομίζει ο άλλος πως είναι ετοιμοθάνατη η γυναίκα…

Θεωρείστε ότι σας ρώτησα από προσωπικό ενδιαφέρον περισσότερο.

Η Νόρα είναι σκληρό καρύδι, παρά το εύθραυστο που έβγαζε. Έχει και τις εμμονές της και δεν κωλώνει με τα χειρουργεία άμα χρειάζονται. Πρόσφατα έβγαλε τη χολή της και δεν μασάει.

Διατηρείτε μεταξύ σας χιούμορ;

Όχι τόσο τώρα τελευταία, γιατί δεν έχουμε κατασταλάξει ώστε να αισθανθούμε ότι είμαστε εκεί μόνιμα.

Σας διακατέχει μια τάση φυγής;

Ενδεχομένως. Δεν έρχομαι πολύ συχνά πια στην Αθήνα, εκτός αν είναι κάτι για καμιά δουλειά, όπως τώρα που με πετύχατε.

Σας χαροποίησε το βραβείο που πήρατε από το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου; Δηλώσατε ευχαριστίες για την αναγνώριση της δουλειάς σας.

Αυτό είπα, ναι; Εντάξει, ωραίο ήτανε, μια αναγνώριση, αλλά δεν ήταν και το Όσκαρ (έχουμε σκάσει στα γέλια) Τον αγαπώ πολύ τον Νίνο Μικελίδη, τον ξέρω πολλά χρόνια και είναι φίλος μου.

Έχετε χιούμορ τελικά, κύριε Ανδρέου. Πολύ σας ευχαριστώ.

Αυτή δεν ήταν συνέντευξη, αλλά η ιστορία της ζωής μου. Εγώ σας ευχαριστώ πολύ!

Πηγή koutipandoras.gr

Ετικέτες