Σχεδόν ένα στα δύο στελέχη επιχειρήσεων στην Ελλάδα θεωρούν ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα, σύμφωνα με τη 15η έκδοση της παγκόσμιας, διετούς έρευνας της Εrnst & Υoung, Global Fraud Survey.
Η έρευνα κατέγραψε μία σημαντική μείωση του αντίστοιχου ποσοστού στο 46% σε σχέση με 81% στην περσινή, ενδιάμεση έρευνα για την περιοχή της ΕΜΕΙΑ, 62% το 2016 και 69% στην ενδιάμεση έρευνα του 2015 για την ΕΜΕΙΑ. Ωστόσο, το ποσοστό όσων θεωρούν ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα μας παραμένει αισθητά υψηλότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές και αναπτυγμένες οικονομίες, καθώς κινείται στα επίπεδα των αναδυομένων αγορών.
Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι σε έξι ευρωπαϊκές χώρες οι εκτιμήσεις των στελεχών για την έκταση των φαινομένων διαφθοράς ήταν υψηλότερες από την Ελλάδα: στην Τσεχία (56%), τη Βουλγαρία (60%), τη Σλοβακία και την Ουγγαρία (66%), την Ιταλία (68%) και την Κύπρο (80%). Παρόλα αυτά, η Ελλάδα έχει υψηλότερα ή παρόμοια ποσοστά με χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία (46%), η Ινδονησία (42%), η Ινδία (40%), η Μέση Ανατολή (38%), η Ρουμανία (34%), και η Τουρκία (32%).
Παγκοσμίως, το 38% των στελεχών επιχειρήσεων εξακολουθεί να θεωρεί ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη στη χώρα του, ποσοστό ελάχιστα μειωμένο από το 39% που κατέγραψε η αντίστοιχη έρευνα του 2016. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αναπτυσσόμενες αγορές το ποσοστό αυτό (52%) είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με τις αναπτυγμένες αγορές (20%) και τη Δυτική Ευρώπη (21%).
Η έρευνα της ΕΥ εξέτασε, επίσης, τις μορφές δωροδοκίας ή διαφθοράς που είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν τα στελέχη των επιχειρήσεων. Ως πιο διαδεδομένη πρακτική αναδεικνύεται η πληρωμή μετρητών, με το 13% του δείγματος παγκοσμίως να δηλώνει θα δικαιολογούσε την πρακτική αυτή αν θα βοηθούσε την επιχείρησή του να επιβιώσει σε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι αισθητά υψηλότερο στο 20%, έναντι 5% στη Δυτική Ευρώπη και 6% στις αναπτυγμένες αγορές. Οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες όπου καταγράφεται υψηλότερο ποσοστό σε αυτήν την ερώτηση είναι η Σλοβακία και η Κύπρος (από 44%).
Αντίθετα, τα στελέχη των επιχειρήσεων στην Ελλάδα εμφανίζονται λιγότερο δεκτικά απέναντι σε άλλες μορφές διαφθοράς: 6% θα δικαιολογούσε προσωπικά δώρα ή την παραποίηση οικονομικών στοιχείων, έναντι 11% και 5% αντίστοιχα στο σύνολο του δείγματος, ενώ μόλις 4% θα αποδεχόταν δωροδοκία υπό μορφή διασκέδασης ή φιλοξενίας, έναντι 21% στο συνολικό δείγμα.
Όπως ανέφερε ο Associate Partner και επικεφαλής του Τμήματος Ερευνών Οικονομικής Απάτης και Εταιρικών Αντιδικιών της ΕΥ Ελλάδος, Γιάννης Δρακούλης, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που πραγματοποιήθηκε σήμερα «Τα ευρήματα της έρευνας φανερώνουν ότι οι επιχειρήσεις έχουν κάνει βήματα αυστηροποίησης των ποινών. Την ίδια στιγμή, τα στελέχη δείχνουν να έχουν κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, όσον αφορά σε θέματα εταιρικής απάτης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε ερώτηση αν έχει σημειωθεί κάποιο σημαντικό περιστατικό απάτης στην εταιρεία των ερωτηθέντων κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, μόλις 8% των Ελλήνων συμμετεχόντων απάντησε ναι, ποσοστό χαμηλότερο από το παγκόσμιο (11%). Το ποσοστό αυτό της χώρας μας συγκαταλέγεται ανάμεσα στα χαμηλότερα που κατέγραψε η έρευνα, κοντά σε χώρες όπως η Κίνα, η Ιρλανδία και η Σουηδία (από 8%)».
Η οικονομική αβεβαιότητα απειλή για τις επιχειρήσεις
Οι ερευνητές ζήτησαν, επίσης, από τους συμμετέχοντες να προσδιορίσουν τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετωπίζει η επιχείρησή τους. Στην Ελλάδα, η δημοφιλέστερη απάντηση ήταν το μακροοικονομικό περιβάλλον (48%, έναντι 42% του συνολικού δείγματος και 45% στις αναδυόμενες αγορές), υποδηλώνοντας, ότι οι Έλληνες εξακολουθούν να ανησυχούν για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ακολουθούν οι μεταβολές στο ρυθμιστικό περιβάλλον (38% στην Ελλάδα και 43% στο συνολικό δείγμα) και οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο (32% και 37% αντίστοιχα).
Εφησυχασμός, παρά την έξαρση των φαινομένων διαφθοράς;
Η έρευνα διαπιστώνει μια αντίφαση μεταξύ της γενικευμένης παραδοχής ότι τα φαινόμενα διαφθοράς παραμένουν σχετικά διαδεδομένα και της παράλληλης αντίληψης ότι οι επιχειρήσεις έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Έτσι, το 59% του δείγματος (68% στην Ελλάδα) θεωρεί ότι «η επιχείρησή του διαθέτει μια εξειδικευμένη προσέγγιση δέουσας επιμέλειας ως προς τους κινδύνους, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της χώρας, του κλάδου και του αντικειμένου της δραστηριότητας τρίτων». Συγχρόνως, το 78% του συνόλου (94% στην Ελλάδα) εκτιμά ότι «υπάρχουν σαφείς ποινές για όσους δεν ακολουθούν την πολιτική της εταιρείας», ενώ το 57% διεθνώς (58% στην Ελλάδα) αναφέρει ότι έχουν επιβληθεί κυρώσεις για παραβίαση της εταιρικής πολιτικής.
Παράλληλα, τα στελέχη φαίνεται να κατανοούν επαρκώς τα οφέλη που προκύπτουν για μια επιχείρηση που αποδεικνύει ότι συμπεριφέρεται με ακεραιότητα. Τα σημαντικότερα οφέλη, σύμφωνα με τους συμμετέχοντες, είναι η εικόνα που σχηματίζουν οι πελάτες (72% διεθνώς, 90% στην Ελλάδα), η αντίληψη του κοινού (62% διεθνώς, 73% στην Ελλάδα), οι επιτυχημένες επιχειρηματικές αποδόσεις (59% διεθνώς, 63% στην Ελλάδα), και η αντίληψη των μετόχων (52% διεθνώς, 63% στην Ελλάδα).