Η Έρη Ρίτσου μοιράστηκε άγνωστες ιστορίες για την μελοποίηση κάποιων από τα εμβληματικά ποιήματα του πατέρα της και μίλησε για την προσωπικότητα του μεγάλου μουσικοσυνθέτη Mίκη Θεοδωράκη.
«Μεγάλη θλίψη γιατί μιλάμε για μία τεράστια απώλεια ενός ανθρώπου που άφησε πίσω του ένα έργο που θα μάς πλουτίζει και θα μάς γεμίζει για γενιές ολόκληρες, που είναι συνδεδεμένο με την Ελλάδα και που θα είναι τροφή για τους Έλληνες του μέλλοντος», είπε η Έρη Ρίτσου και συνέχισε, «Μπορεί να πει κανείς ότι ο Θεοδωράκης έφυγε πλήρης ημερών αλλά όταν φεύγουν τέτοιες προσωπικότητες από τον κόσμο είναι κενό τεράστιο για όλους μας γιατί δεύτερος Θεοδωράκης δεν θα υπάρξει».
«Δεν τον είχα γνωρίσει τόσο πολύ, είχαμε συναντηθεί μόνο μία φορά σε μεγάλη χρονική περίοδο αλλά αυτό που μού είχε κάνει εντύπωση ήτανε ο δυναμισμός του, η αγάπη του για τη ζωή και τον άνθρωπο και η θέλησή του για δράση, όχι μόνο στο πνευματικό επίπεδο αλλά και καθαρά πρακτικά . Ένας άνθρωπος ο οποίος ήτανε αφιερωμένος σε αυτά που πίστευε και κάθε φορά τον συνέπαιρνε η σκέψη που είχε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του. Ήταν τόσο αυθόρμητος και έβγαζε τόσο πολύ προς τα έξω την αγωνία του που πολλές φορές μπορούσε κάποιος να πει “μα πώς είναι δυνατόν να λέει αυτό σήμερα, ενώ χθες έλεγε το άλλο;”. Όμως αυτή ήταν η ανάγκη του. Στο συναίσθημά του ήτανε σαν μεγάλο παιδί. Δεν καθότανε να σκεφτεί δεύτερη φορά πιθανές επιπτώσεις. Ήτανε ένας χείμαρρος, ένας άνθρωπος- κεραυνός», υπογράμμισε.
Για τις μελοποιήσεις και τα ποιήματα του πατέρα της Γιάννη Ρίτσου είπε: «Νομίζω ότι ο Μίκης τα είχε πει καλύτερα από τον οποιονδήποτε. Έχω ακούσει τον ίδιο να αφηγείται την ιστορία που είχε πάρει τον Επιτάφιο όταν ήταν στο Παρίσι και ήτανε μαζί με τη Μυρτώ σε ένα αυτοκίνητο. Η Μυρτώ είχε να κάνει κάποιες δουλειές κι εκείνος είχε αρχίσει μέσα στο αυτοκίνητο ήδη να σκέφτεται τη μουσική. Είχε γυρίσει κι είχε γράψει τις νότες πάνω στο ίδιο το βιβλίο και μάλιστα είχε πει ότι το ΄έχασε αυτό το πρώτο βιβλίο και το θεωρούσε απώλεια. Αυθόρμητα λειτουργούσε σε όλες τις εκφάνσεις του. Αυτά τα είχε αφηγηθεί ο ίδιος, όπως και το πώς άρχισε να γράφει τη μουσική για τη Ρωμιοσύνη επιστρέφοντας από μία διαδήλωση στον Πειραιά, όπου τους είχαν χτυπήσει και γύρισε στο σπίτι και βρήκε πάνω στο πιάνο του το βιβλίο με τους στίχους κι άρχισε εκείνη τη στιγμή να γράφει τη μουσική».