Η εθνική ποδοσφαίρου απέτυχε και πάλι.
Πέντε χρόνια τώρα, από το καλοκαίρι του 2014 μέχρι σήμερα, η άλλοτε κραταιά πρωταθλήτρια Ευρώπης βολοδέρνει ακυβέρνητη, απαξιωμένη από όλους. Εκείνο το μέταλλο με το οποίο την είχε θωρακίσει ο Οτο Ρεχάγκελ και είχε διατηρήσει ο διάδοχός του Φερνάντο Σάντος αλλοιώθηκε, έλιωσε στα χέρια των παραγόντων της ΕΠΟ. Οι οποίοι κατάφεραν μέσα σε τρεις μήνες μετά το Μουντιάλ της Βραζιλίας το 2014 να γκρεμίσουν ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα δώδεκα χρόνων!
Τρεις προπονητές σε έναν χρόνο άλλαξε η «γαλανόλευκη» τον τελευταίο χρόνο. Ούτε σε ερασιτεχνικά σωματεία. Ολα χύμα. Θέλεις –εφόσον λες ότι νοιάζεσαι– νέο ξεκίνημα; Πας βήμα βήμα. Πρώτα αποφασίζεις τι ποδόσφαιρο θέλεις να παίζει η ομάδα, τα χαρακτηριστικά που θέλεις να έχει, να δεις πού πονάει, πώς διορθώνεται, τα πάντα. Μετά ψάχνεις για προπονητή που θα μπορέσει να υλοποιήσει το πλάνο σου. Μετράς παρελθόν, δουλειά, όρεξη, όραμα, κίνητρα, οικονομικά, αν μπορεί να εμπνεύσει τους διεθνείς. Ρωτάς, μαθαίνεις, βλέπεις βίντεο, παρακολουθείς, επιλέγεις τρεις πέντε δέκα προπονητές που πιστεύεις ότι σου κάνουν και ξεκινάς επαφές. Μιλάς, ξαναμιλάς, τους περνάς ακτίνες Χ! Και μετά προχωράς σε συμφωνία. Μια κανονική διοίκηση ομοσπονδίας –και όχι «φυτευτή»– δίνει τα κλειδιά στον κόουτς και απομακρύνει από την ομάδα και τον περίγυρό της όλους τους παρατρεχάμενους. Κι εσύ σαν ΕΠΟ λειτουργείς ως κυματοθραύστης. Ο,τι ακριβώς έκανε ο Βασίλης Γκαγκάτσης την εποχή του Ρεχάγκελ. Και δίνεις με πράξεις –και όχι λόγια– στους διεθνείς να καταλάβουν πως όποιος δεν θέλει ή δεν συμμορφώνεται πάει σπίτι του. Ολα αυτά όμως ποιοι σύμβουλοι της «φυτευτής» ομοσπονδίας να τα κάνουν; Και μένουμε να συζητάμε αν είναι καλός ή κακός προπονητής ο Φαν’τ Σιπ ή αν μπορούν οι διεθνείς…