Εργαζόμενοι και εργαζόμενες στον τουρισμό μιλούν στο Documento για τις τραγικές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στη «βαριά βιομηχανία» της ελληνικής οικονομίας
Στα σχοινιά βρίσκεται ο τουρισμός της χώρας στην αρχή της σεζόν, καθώς παρά τις συνεχείς αφίξεις τουριστών η «ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας»… ξέμεινε από εργατικά χέρια, με αποτέλεσμα οι κενές θέσεις εργασίας να αγγίζουν τις 80.000.
Εργαζόμενοι του κλάδου εξομολογούνται στο Documento τα όσα σοκαριστικά βίωσαν και μέσα από τις εμπειρίες τους δίνουν την εξήγηση για το φαινόμενο, απαντώντας έτσι και στο προκλητικό ερώτημα της κυβέρνησης «γιατί δεν πάνε οι εργαζόμενοι για σεζόν;».
Εξαντλητικές υπερωρίες, απλήρωτα ρεπό, ψυχολογική πίεση και εκβιασμοί σε βάρος των εργαζομένων συμπληρώνουν το ψηφιδωτό του εργασιακού μεσαίωνα του ελληνικού τουρισμού.
Ενας σερβιτόρος ανά… 55 πελάτες
Παρά τη δυναμική έναρξη της τουριστικής περιόδου με 10% αύξηση των κρατήσεων υπάρχει σημαντική έλλειψη εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος της χώρας.
Ο Γιώργος Χότζογλου, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Επισιτισμό και τον Τουρισμό, μιλώντας στο Documento αναφέρεται στις επιπτώσεις που θα έχει για τη χώρα η αδυναμία πλήρωσης χιλιάδων θέσεων εργασίας:
«Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δώσει ο ΣΕΤΕ και η ΓΕΣΕΒΕ έχουμε ξεπεράσει τις 80.000 κενές θέσεις. Η σεζόν θα είναι προβληματική κι ανησυχούμε για τη δυσφήμηση της χώρας και του κλάδου. Πουλάμε 30% πιο ακριβά σε σχέση με πέρυσι και δεν παρέχουμε σωστές υπηρεσίες, καθώς είναι δυσανάλογες σε σχέση με αυτό που πληρώνουν οι επισκέπτες για να έρθουν στη χώρα μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως η καμαριέρα θα περνάει από κάθε δωμάτιο κάθε δεύτερη μέρα, τη στιγμή που ο τουρίστας έχει δαπανήσει περίπου 400 ευρώ ανά ημέρα για το ξενοδοχείο. Ενας σερβιτόρος αντιστοιχεί σε 55 πελάτες. Στην εστίαση η κατάσταση είναι εξίσου χαοτική. Την περίοδο του Πάσχα εποχικές επιχειρήσεις ειδικά στη βόρεια Ελλάδα δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν».
Ενδεικτικό της συνεχούς κατάρρευσης του τουριστικού κλάδου είναι πως το 2021 οι κενές θέσεις ήταν 57.700, το 2022 έφτασαν τις 60.000, ενώ πέρυσι ξεπέρασαν τις 60.000 και φέτος υπολογίζονται σε πάνω από 80.000. Εξ αυτών σχεδόν 53.000 αφορούν ξενοδοχεία και 30.000 τον τομέα της εστίασης.
Αδιαμφισβήτητα, ακόμη κι αν πραγματοποιηθούν οι προγραμματισμένες 11.000 μετακλήσεις εργαζομένων από τρίτες χώρες, οι κενές θέσεις δεν θα καλυφθούν σε καμία ειδικότητα.
«Η υπουργός Εργασίας δεν δέχτηκε να μας δει»
Ως προς τις κούφιες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι θα αντιμετωπίσει το ζήτημα με επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου ώστε να ελκύσει περισσότερους εργαζόμενους, ο Γ. Χότζογλου τονίζει: «Η καλύτερη απάντηση δόθηκε από το ΣΕΤΕ, που είπε ότι η σεζόν στην Ελλάδα ήταν 5,6 μήνες κι έχει πάει 5,7. Δεν μπορεί να γίνει επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου στη χώρα μας. Το αργότερο τέλη Οκτωβρίου η σεζόν ολοκληρώνεται. Πώς να υπάρξει επιμήκυνση αφού μετά τις 15 Οκτωβρίου οι αεροπορικές εταιρείες σταματάνε τις διασυνδέσεις με τα νησιά μας; Κάνουν στα νησιά ένα δρομολόγιο την εβδομάδα».
Μάλιστα ο Γ. Χότζογλου επισημαίνει και την ολιγωρία της κυβέρνησης καθώς «κάναμε αίτημα να συναντήσουμε την τότε υπουργό Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου και η απάντησή της ήταν πως δεν θέλει να μας συναντήσει. Το ταμείο ανεργίας δίνεται μόνο για τρεις μήνες, κάθε χρόνο θα είμαστε και χειρότερα. Τόσο οι συνθήκες εργασίας όσο και οι συνθήκες διαβίωσης είναι μεγάλα ζητήματα. Η εντατικοποίηση που έχει έρθει από τις κενές θέσεις εργασίας έχει χτυπήσει κόκκινο. Τα ωράρια είναι 7ήμερα, 12ωρα, ακόμη και 13-14 ώρες. Ακόμη και τις Κυριακές και τις νύχτες. Τα καταλύματα που παρέχουν οι εργοδότες είναι σε πολύ κακή κατάσταση».
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, οι κενές θέσεις εργασίας δεν είναι η αιτία αλλά το σύμπτωμα ενός προβλήματος που η κυβέρνηση αρνείται επιδεικτικά να αντιμετωπίσει παρά το γεγονός πως ο τουρισμός αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτικά, μόνο το 2023 τα έσοδα από τον τουρισμό ήταν €28,5 δισ., ποσό που αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ της χώρας.
«Το δωμάτιο είχε μούχλα, κοριούς και κατσαρίδες»
Οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας σε συνδυασμό με τα ψίχουλα που προσφέρει το ταμείο ανεργίας έχουν οδηγήσει πολλά άτομα να αναζητούν θέσεις εργασίας σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους θέλοντας να κλείσουν μια για πάντα την πόρτα στη σεζόν.
Οι μαρτυρίες εργαζομένων του τουρισμού στο Documento είναι ενδεικτικές της κατάστασης που επικρατεί ακόμη και σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Η Χριστίνα Π., 25 ετών, εργάζεται ως ρεσεψιονίστ σε μεγάλο ξενοδοχείο στη Ρόδο εδώ και δύο σεζόν. Η καθημερινότητα που μας περιγράφει επιβεβαιώνει πως για πολλούς από τους εργαζόμενους στον τουρισμό τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.
«Παίρνω 900 ευρώ και τα ενοίκια κυμαίνονται μεταξύ 350 και 450 ευρώ» μας λέει και συνεχίζει:
«Ετσι, αναγκάστηκα να μείνω μαζί με άλλα επτά κορίτσια σε ένα υπόγειο. Ηταν μια πολυκατοικία δίπλα από το ξενοδοχείο, όπου στον πρώτο όροφο έμεναν έντεκα αγόρια. Υπήρχαν δύο τουαλέτες σε κάθε όροφο, οι οποίες ήταν σε άθλια κατάσταση. Στο υπόγειο δεν υπήρχαν τουαλέτα, κλιματιστικό ούτε κάποιο παράθυρο, απολύτως τίποτε. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα ότι δεν μπορούσα να πάρω ανάσα».
Η ίδια κάνει λόγο για μούχλα και κοριούς στο δωμάτιο διαμονής της, αποδεικνύοντας πως ό,τι λάμπει σε ένα κοσμοπολίτικο νησί… δεν είναι χρυσός για όλους. «Στο δωμάτιο είχε κατσαρίδες, μούχλα και κοριούς. Μάλιστα εμφάνισα και διάφορα δερματικά εξανθήματα. Κάναμε παράπονα αλλά μας έλεγαν: “Αν δεν σας αρέσει, φύγετε. Θα βρούμε άλλους 100 που περιμένουν”. Αναγκάστηκα να κάνω συνδρομή σε ένα διπλανό γυμναστήριο για να κάνω εκεί μπάνιο. Μας έδιναν ένα γεύμα την ημέρα που μας το παρείχε το beach bar. Οι επιλογές ήταν περιορισμένες και επαναλαμβανόμενες, όπως για παράδειγμα μακαρόνια, φασολάκια και μπιφτέκια με πατάτες, τα οποία πολλές φορές δεν τρώγονταν καν. Ετσι ξόδευα και για τη διατροφή μου χρήματα, ενώ η συμφωνία ήταν συγκεκριμένη “900 ευρώ συν πλήρης διατροφή και διαμονή”. Ηταν αδύνατη η αποταμίευση όταν μια τυρόπιτα έφτανε κοντά τα 10 ευρώ. Ηρθα ξανά σεζόν γιατί δυστυχώς είναι παντού έτσι. Του χρόνου θα πάω σεζόν στο εξωτερικό».
Τα λεγόμενα της Χριστίνας επιβεβαιώνει και ο Νίκος Κ., αρχιμάγειρας, ο οποίος πήγε σεζόν σε εστιατόριο στην Αντίπαρο και οι συνθήκες που αντίκρισε ήταν πρωτάκουστες. «Κυριαρχούν οι ασυμφωνίες στον κλάδο, τα ωράρια εργασίας είναι δύσκολα και οι συνθήκες τραγικές. Μου πρόσφεραν διαμονή σε ένα σημείο του νησιού όπου δεν υπήρχε καν οδικό δίκτυο. Θα έπρεπε να μείνω σε ένα σπίτι με άλλα έξι άτομα. Σε πολλές περιπτώσεις τα δωμάτια διαμονής είναι σε άθλια κατάσταση με μούχλα και κοριούς».
Σκέτη κοροϊδία το ταμείο ανεργίας
Ακόμη έναν ανασταλτικό παράγοντα για να εργαστεί κανείς στον τουριστικό κλάδο συνιστά το γεγονός ότι το επίδομα ανεργίας που θα λάβει ο εργαζόμενος διαρκεί μονάχα τρεις μήνες, εξαναγκάζοντάς τον επί της ουσίας για ακόμη τρεις μήνες να ζει χωρίς κανένα απολύτως εισόδημα. Η Αννα Χ., 24 ετών, δηλώνει στο Documento:
«Μόλις πήρα το πτυχίο μου στα οικονομικά. Το μεταπτυχιακό μου κοστίζει 5.000 ευρώ, συνεπώς πρέπει να δουλέψω. Δουλεύω στην τουριστική σεζόν εδώ και δύο χρόνια στο μπαρ μεγάλου ξενοδοχείου στα Χανιά. Παρόλο που οι συνθήκες είναι άθλιες παραμένω, γιατί παντού είναι έτσι δυστυχώς. Δουλεύω 14 ώρες και τα Σαββατοκύριακα με ένα ρεπό την εβδομάδα και αν το πάρω. Παίρνω 1.100 ευρώ και δουλεύω από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο».
Η 24χρονη, παρά το γεγονός ότι δούλεψε εξαντλητικά το προηγούμενο διάστημα, όχι μόνο δεν είχε κάποιο οικονομικό κέρδος αλλά κατέληξε να παίρνει δανεικά.
«Μπαίνω στο ταμείο μόνο τρεις μήνες και καταλήγω να ξοδεύω ό,τι χρήματα μάζεψα για να περάσω τον χειμώνα, γιατί πολύ απλά τρεις μήνες δεν έχω εισόδημα από πουθενά. Ενα μήνα πριν ξεκινήσει η σεζόν ζω με δανεικά. Είναι κοροϊδία αυτό το πράγμα. Ο τουρισμός προσφέρει τόσα στη χώρα, εμείς πληρωνόμαστε με ψίχουλα σε σχέση με τα έσοδα και στο τέλος μένουμε και τρεις μήνες χωρίς κανένα έσοδο».
«Εφτασα να δουλεύω 127 ώρες την εβδομάδα»
Η Αναστασία Κ., 27 ετών, δούλευε ως σερβιτόρα σε καφέ – μπαρ ξενοδοχείου στο Ηράκλειο για δύο σεζόν, το 2022 και το 2023. Η ίδια μας περιγράφει την εμπειρία της ως εφιάλτη. «Οποιος πει ότι έχει ρεπό ενώ δουλεύει σεζόν λέει ψέματα. Είναι σαν κοινό μυστικό. Δουλεύουμε έξι μήνες κάθε μέρα 14 ώρες. Πολλές φορές επειδή υπάρχουν πολλά κενά καλύπτουμε κι άλλες βάρδιες. Κάθε εργαζόμενος κάνει τη δουλειά δυο τριών ατόμων για να καλύψει κενές θέσεις. Η πίεση τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική σε συνδυασμό με το εργασιακό μπούλινγκ και τη λεκτική βία κάνουν την κατάσταση ανυπόφορη. Τον περασμένο Ιούλιο και Αύγουστο δούλευα 18 ώρες σερί. Φυσικά πολλές από τις υπερωρίες δεν τις πήρα. Πέντε μήνες δεν πήρα ένα ρεπό. Τον Οκτώβριο κατέληξα με υπερκόπωση. Ολα αυτά για 900 ή 1.000 ευρώ μες στη ζέστη, κάνοντας ένα σωρό δουλειές. Δεν αξίζει σε καμία περίπτωση. Καλύτερα part time σε μια πόλη παρά 14-15 ώρες στον ήλιο. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται ποτέ ξανά να πάω σεζόν…».
Εργασιακός εκφοβισμός και ψυχολογική καταπίεση
Σαν να μην έφταναν οι χαμηλοί μισθοί, ο φόβος της απόλυσης και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οι εργαζόμενοι στη σεζόν είναι αντιμέτωποι με εργασιακό εκφοβισμό και ψυχολογική κακοποίηση.
Τον εργασιακό μεσαίωνα επιβεβαιώνουν και τα όσα λέει στο Documento η 24χρονη Ελευθερία Μ.: «Δούλευα στη Μύκονο σερβιτόρα στην πισίνα μεγάλου ξενοδοχείου από τον Μάιο έως και τον Οκτώβριο του 2023. Τι να πρωτοπώ δεν ξέρω… Οι εκβιασμοί ήταν καθημερινότητα. Εργαζόμουν περίπου 13-14 ώρες κάθε μέρα, επτά μέρες την εβδομάδα, χωρίς κανένα ρεπό. Ωστόσο φαινόμουν δηλωμένη οκτάωρο και πενθήμερο. Αυτό που ακούγαμε συνέχεια ήταν: “Θα φύγεις και θα βρούμε άλλους”. Το γεγονός αυτό αφήνει ουσιαστικά ελεύθερο το πεδίο στον κάθε εργοδότη να πράττει κατά το δοκούν. Αλλωστε κατά καιρούς έχουν διαπιστωθεί φαινόμενα ανασφάλιστης εργασίας ή μερικής ασφάλισης, ιδιαίτερα στην τουριστική σεζόν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα περιστατικό στο οποίο δύο συνάδελφοι είχαν αργήσει μισή ώρα στη δουλειά κι έτσι αφαιρέθηκαν 200 ευρώ από τον καθένα ως “τιμωρία”. Ακόμη και τα tips είναι στη δικαιοδοσία του εργοδότη πώς θα τα μοιράσει. Πολλές μέρες τύχαινε να μην τα πάρουμε. Μας έλεγαν ότι τα μαύρα χρήματα θα τα πάρουμε στο τέλος της σεζόν, πιστεύοντας πως πολλοί δεν θα αντέξουν και θα φύγουν στα μισά. Εγώ τα πήρα δύο μήνες μετά το τέλος της σεζόν. Πέρα από όλα αυτά, ήταν συχνό φαινόμενο η σεξουαλική παρενόχληση προς νεαρές φοιτήτριες από τους εργοδότες, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν το γεγονός πως οι πιο πολλές κοπέλες έρχονταν από μακριά, οπότε δεν είχαν οικογένεια, φίλους κ.λπ. Αυτή είναι η τελευταία χρονιά. Ποτέ ξανά σεζόν…».