Η Γιούλα Κουτσουμπού μαθαίνει στους πρόσφυγες πώς να δημιουργούν όμορφες κατασκευές με άχρηστα και επαναχρησιμοποιημένα υλικά.
Η ζωή της θα μπορούσε να γίνει ταινία. Εχει ζήσει με ιθαγενείς σε ζούγκλα του Μεξικού, έχει κάνει μαθήματα σε φυλακισμένους στην Ονδούρα, σε παιδιά μιας κοινότητας στη Γουατεμάλα, σε αναμορφωτήρια, σε κακοποιημένες γυναίκες, σε παιδιά, σε άτομα σε απεξάρτηση.
Η Γιούλα Κουτσουμπού εδώ και περίπου μία δεκαετία περιπλανιέται στην υφήλιο, σε μέρη εξωτικά και απομονωμένα από τον πολιτισμό, αφού, όπως αφηγείται στο Documento, «αυτός είναι ο τρόπος ζωής μου». Το γεγονός ότι από μικρή ανέπτυξε την ικανότητα να φτιάχνει όμορφα πράγματα χρησιμοποιώντας φυσικά ή άχρηστα υλικά που ο κόσμος πετάει στα σκουπίδια την οδήγησε να μεταλαμπαδεύσει την τέχνη της σε πολλούς που, χωρίς να το συνειδητοποιούν, όχι μόνο συνέβαλαν στην προστασία του περιβάλλοντος αλλά –ακόμη σημαντικότερο– ήταν γι’ αυτούς μια μορφή ψυχοθεραπείας.
Από τον Νοέμβριο του 2017 είναι υπεύθυνη του Humade Crafts Upcycling Workshop, το οποίο απευθύνεται κυρίως σε πρόσφυγες και ανήκει στην οργάνωση Lesvos Solidarity. «Οταν ήρθα ο χώρος λειτουργούσε ως εργαστήριο χειροτεχνίας, αλλά επειδή ασχολούμαι αποκλειστικά με την επαναχρησιμοποίηση και τα φυσικά υλικά έθεσα όρο για να ασχοληθώ το εργαστήριο να έχει αυτή την οικολογική μορφή και κατεύθυνση, να μην αγοράζουμε πλαστικά ώστε να φτιάχνουμε πράγματα».
Η ίδια ασχολείται χρόνια με αυτό το αντικείμενο, «αν και έχω σπουδάσει γεωπονική, κάτι “φυσιολογικό” δηλαδή, κυρίως για να είναι πιο ήρεμοι οι γονείς μου. Εκτοτε πάντα έφτιαχνα πράγματα με τα χέρια μου, που συνήθως τα χάριζα. Επειτα είχα πάγκο, από τον οποίο ζούσα». Αρχισε να φτιάχνει αντικείμενα από ανακυκλώσιμα υλικά από το 2010, «όταν ταξίδεψα στο Μεξικό και τελικά ξέμεινα εκεί».
Ζώντας με ιθαγενείς σε ζούγκλα στο Μεξικό
Η απόφασή της να πάει στο Μεξικό ήταν σχεδόν ενστικτώδης. «Με προσκάλεσε μια φίλη που θα ταξίδευε και δεν το σκέφτηκα καθόλου. Επειτα πήγαμε στη Γουατεμάλα όπου γνωρίσαμε έναν αντάρτη που τον κυνηγούσε η κυβέρνηση και κρυβόταν στις ζούγκλες. Μας πρότεινε να μας δείξει τη ζούγκλα και αν μας άρεσε να μέναμε για περίπου μία εβδομάδα. Τελικά έμεινα έναν μήνα γιατί μου άρεσε πολύ, ήταν σαν όνειρο, ακόμη κι αν δεν είχαμε ρεύμα ή νερό. Εκτός από όταν έβρεχε. Γνώρισα ιθαγενείς. Η περιοχή ανήκε στη βιόσφαιρα των Μάγιας και ήταν προστατευόμενη επειδή ήταν υπό ανασκαφή αρχαιολογικός χώρος, έψαχναν για πυραμίδες. Αρχισα να φτιάχνω πράγματα όπως ονειροπαγίδες και εκκρεμή με φυσικά υλικά. Σύντομα έμαθαν να τα φτιάχνουν και οι ιθαγενείς. Τους μάθαινα και αγγλικά. Ακόμη κι αν δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, ήταν πολύ ανθρώπινη η ζωή στη φύση, ζούσαμε ευτυχισμένοι με λίγα πράγματα».
Ο υπεύθυνος του βιοτόπου τής πρότεινε να διδάξει παιδιά σε μια κοινότητα σε προστατευόμενη περιοχή στη Γουατεμάλα. «Πραγματοποίησα το όνειρό μου μαθαίνοντας στα παιδιά να φτιάχνουν πράγματα με φυσικά υλικά και όχι πουλώντας τα όπως έκανα πριν. Επειτα από περίπου τρεις μήνες μου προτάθηκε από τον άνθρωπο που με προσέλαβε να πάω βαθιά στη ζούγκλα, στα σύνορα Γουατεμάλας – Μεξικού όπου έμεινα τέσσερις μήνες. Ηταν άγονη γραμμή, τις δύο χώρες χώριζε ένα ποτάμι. Εκεί ζούσε μια κοινότητα ιθαγενών. Στην περιοχή υπήρχαν πολλά σκουπίδια, τα κουτάκια της Coca-Cola ήταν περισσότερα από τα άγρια πτηνά. Ο καπιταλισμός είχε διεισδύσει κι εκεί. Οπότε τους έμαθα να φτιάχνουν πράγματα από σκουπίδια, ώστε να αποκτήσουν υποσυνείδητα περιβαλλοντική συνείδηση. Στο τέλος καθάριζαν χωρίς να το καταλαβαίνουν».
Στη συνέχεια πέρασε στην Ονδούρα όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, αφού «όπου ένιωθα χρήσιμη έμενα. Δούλεψα σε πανεπιστήμια, εκπαίδευσα κοινότητες γυναικών πώς να φτιάχνουν πράγματα και να τα πουλάνε σε τουρίστες. Δούλεψα με κακοποιημένες γυναίκες, άτομα σε απεξάρτηση, σε αναμορφωτήρια και φυλακές. Οταν οι άνθρωποι με έβλεπαν να δημιουργώ πράγματα ενδιαφέρονταν να μάθουν τι κάνω. Και επειδή αυτός είναι ο τρόπος ζωής μου και το κάνω χωρίς να με πληρώνουν, το εισέπραττε ο περίγυρός μου, οπότε πάντα έβρισκα δουλειά. Δεν έβγαζα πολλά λεφτά, αλλά δεν είμαι καθόλου καταναλωτικό άτομο».
«Η τέχνη μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή»
«Στις αντρικές φυλακές της Ονδούρας –η πιο επικίνδυνη χώρα στον κόσμο σε περίοδο ειρήνης– οι φυλακισμένοι πρέπει να πληρώσουν για να φάνε, οπότε τους έμαθα να φτιάχνουν πράγματα που τα πούλαγαν οι οικογένειές τους ώστε να έχουν ένα πιάτο φαΐ. Εκεί γνώρισα τους πιο έξυπνους ανθρώπους, επειδή όμως στη χώρα τους δεν είχαν κάποια δυνατότητα ή ερέθισμα δεν είχαν με τι να απασχοληθούν και κατέληγαν στον υπόκοσμο. Ενας φυλακισμένος, βιαστής ανηλίκων και πληρωμένος δολοφόνος, μου είπε ότι προτού έρθω πίστευε πως το μόνο που μπορούσε να κάνει με τα χέρια του ήταν να βιάζει και να σκοτώνει, ενώ μετά είδε ότι μπορούσε να φτιάχνει πορτοφόλια.
Μου είπε ότι με αυτό θα ασχοληθεί όταν βγει από τη φυλακή. Οπότε έχω δει πώς η τέχνη μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή» επισημαίνει. Ταξίδεψε σχεδόν σε όλη την Κεντρική Αμερική «όπου δούλευα ασταμάτητα σε αυτές τις συνθήκες» και τελικά έφτασε στη Λέσβο: «Είχα φίλους στη Λέσβο που με ενημέρωσαν για την κατάσταση με τους πρόσφυγες στο νησί, οπότε όταν άνοιξε η θέση στο εργαστήριο, που χρηματοδοτείται από ένα πρόγραμμα του Δήμου Βαρκελώνης, δήλωσα συμμετοχή. Ηρθα δοκιμαστικά για ένα εξάμηνο και το πρόγραμμα ανανεώθηκε για έναν χρόνο».
«Αλληλεγγύη μεταξύ των προσφύγων» Το πρόγραμμα απευθύνεται κυρίως σε πρόσφυγες, «αλλά μπορεί να έρθει ο οποιοσδήποτε, είναι δωρεάν. Εγώ δίνω τον χώρο και τα “άχρηστα” υλικά –όπως υπολείμματα από τις φουσκωτές βάρκες με τις οποίες ήρθαν ή από τα σωσίβια που φορούσαν–, τους δείχνω κάποιες τεχνικές και ο καθένας δουλεύει όπως θέλει. Ο,τι φτιάχνουμε το πουλάμε μέσω οnline shop της οργάνωσης και τα χρήματα καλύπτουν τις ανάγκες άλλων προσφύγων. Eνα είδος αλληλεγγύης μεταξύ των προσφύγων αλλά και χαλάρωσης. Eνας Αφρικανός έπαιρνε χάπια για να κοιμηθεί, αλλά αφότου ήρθε στο εργαστήριο τα έκοψε, γιατί έφτιαχνε πράγματα όλη ημέρα και άδειαζε το μυαλό του». Παρά τα φασιστικά κρούσματα που έχουν σημειωθεί στο νησί, «πολύς κόσμος βοηθάει, φέρνοντάς μας υλικά ώστε να μην τα ψάχνουμε».
Από το εργαστήριο έχουν περάσει πολλοί πρόσφυγες. «Αποφεύγω να τους ρωτάω γιατί ήρθαν ή πώς ήταν η κατάσταση στη χώρα τους. Είναι ζορισμένη περίοδος γι’ αυτούς, αλλά δεν θέλουν να το δείξουν. Είναι πολύ αξιοπρεπείς και ταπεινοί. Μέσω της κατασκευής υλικών χαλαρώνουν και ανακαλύπτουν ότι έχουν δυνατότητες που εκπλήσσουν και τους ίδιους. Εγώ απλώς τους δίνω μια ιδέα και μετά την εξελίσσουν μόνοι τους. Οι περισσότεροι μένουν στη Μόρια, όπως ο Αχμάντ που εδώ και περίπου έναν χρόνο έρχεται στο εργαστήριο. Μια εβδομάδα αφότου έφτασε στη Μόρια, τον έφεραν στο εργαστήριο άλλοι Αφγανοί για να μην προλάβει να ζήσει τη φρίκη στον καταυλισμό». Η κατάσταση στη Μόρια «είναι τραγική. Νεογέννητα μένουν σε σκηνές, υπάρχει –λόγω των τραγικών συνθηκών διαβίωσης– υπόκοσμος, πορνεία, ξυλοδαρμοί, μια μικρογραφία της κοινωνίας. Οι άνθρωποι έχουν περάσει τα πάνδεινα. Είναι στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες και αφημένοι στο έλεος».
«Το πρόγραμμα τελειώνει τον Οκτώβριο, δεν ξέρω τι θα κάνω μετά. Θα ήθελα να κάνω πράγματα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Αλλωστε στο Facebook, στις σελίδες Humade Craft Workshop και Metamorfoseto, μπορεί να απευθυνθεί οποιοσδήποτε αναζητά ιδέες ή έμπνευση. Η οργάνωση περνάει μεγάλη κρίση, οπότε αν είναι να ζω με λίγα λεφτά, προτιμώ να ζω σε ζούγκλα. Δεν θα εγκαταλείψω αυτό που κάνω γιατί είναι ο τρόπος ζωής μου. Θα ήθελα να είμαι μακριά από τον πολιτισμό, χωρίς τεχνολογία, το σημαντικό όμως είναι να βρίσκεις τη χαρά σε απλά πράγματα. Αυτό ελπίζω να μην το χάσω ποτέ» σημειώνει.
«Το εργαστήριο με βοήθησε με πολλούς τρόπους»
«Ηταν πολύ ωραία στο εργαστήριο της Γιούλας. Πλέον αξιοποιώ όσα μου έμαθε και καλύπτω τα έξοδά μου στην Αθήνα» εξομολογήθηκε στο Documento ο 21χρονος Αφγανός Αρεφ, που εδώ και λίγο καιρό ζει στην Αθήνα. «Φτιάχνω σκουλαρίκια οριγκάμι –έμαθα την τεχνική στο εργαστήριο– τα οποία κυρίως τα πουλάω σε ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ. Μου αρέσει αυτό που κάνω, αλλά ταυτόχρονα είμαι οικονομικά ανεξάρτητος». Ταξίδεψε μόνος του το 2017 από το Αφγανιστάν: «Ζούσα στη Μόρια για περίπου έναν χρόνο. Ηταν πολύ πιεστική η κατάσταση, το πώς σου συμπεριφέρονται είναι εξευτελιστικό. Λόγω του εργαστηρίου είχα τη δυνατότητα να φεύγω από τον καταυλισμό όλη μέρα και να μαθαίνω κάτι που θα με βοηθούσε στο μέλλον». Πλέον στόχος του Αρεφ που έχει λάβει άσυλο είναι να συνεχίσει να φτιάχνει οριγκάμι: «Αν πάει καλά, θα είμαι χαρούμενος να το συνεχίσω και να προσλάβω φίλους μου να τους μάθω τη δουλειά».
«Δεν έκατσα στην πατρίδα μου γιατί δεν μπορούσα»
«Οταν άλλοι πρόσφυγες μου έλεγαν πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση τους απαντούσα ότι εσύ πρέπει να βρεις το καλό σε αυτόν τον κόσμο. Δεν θα έρθει μόνο του» ανέφερε στο Documento η Παρίσα, η 16άχρονη Αφγανή που συμμετείχε στο εργαστήριο και εδώ και τρεις εβδομάδες –έπειτα από πολύχρονη γραφειοκρατία– ζει με τη μητέρα και τους αδερφούς της στη Γερμανία. «Δεν ήθελα να χαραμίζω τις ώρες μου, οπότε πήγα στο εργαστήριο της –γεμάτης θετική ενέργεια– Γιούλας. Επίσης ζωγράφιζα, πήρα μαθήματα φωτογραφίας. Δεν ήθελα να λέω ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν δύσκολη. Στη Λέσβο έμαθα αγγλικά, βρήκα την τέχνη μου, τη φωτογραφία, και πολλούς καλούς φίλους, μία εκ των οποίων η Γιούλα. Γι’ αυτό και την αγάπησα την Ελλάδα».
«Τώρα πρέπει να μάθω γερμανικά και να πάω σε δημόσιο σχολείο γιατί θέλω να γίνω δημοσιογράφος –και να είμαι φωτογράφος–, αν και δεν είμαι σίγουρη ακόμη. Αλλά νιώθω υπεύθυνη επειδή υπάρχουν τόσοι άνθρωποι ακόμη στη χώρα μου και δεν έχουν φωνή να ακουστούν, οπότε θέλω να μιλήσω γι’ αυτούς και να πω στον υπόλοιπο κόσμο τι συμβαίνει ακριβώς. Στη χώρα μου υπάρχουν τρομοκρατικές οργανώσεις που οι περισσότερες δεν είναι καν από το Αφγανιστάν. Πολλές χώρες στέλνουν στρατό στη χώρα μας, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που αναρωτιούνται γιατί ήρθαμε στην Ευρώπη. Είμαι εδώ γιατί δεν μπορούσα να είμαι εκεί, επειδή οι στρατιώτες κατέστρεφαν τη χώρα μου και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Οποιος λοιπόν με ρωτάει –και είναι πολλοί αυτοί– γιατί δεν έκατσα στην πατρίδα μου, η απάντηση είναι ότι δεν μπορούσα. Θέλουμε να επιστρέψουμε όταν θα είναι και πάλι ασφαλής».