Την ώρα που η ΕΛΑΣ ανέχεται στελέχη που δίνουν συμβουλές προς εγκληματίες κυνηγά ειδικό φρουρό επειδή έκανε το… λάθος να μιλήσει δημοσίως για κλαδικά προβλήματα
Σοβαρές καταγγελίες για την κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό της Ελληνικής Αστυνομίας, τις οποίες έχει καταθέσει δημοσίως συνδικαλιστής ειδικός φρουρός αντί να θορυβήσουν την πολιτική και φυσική ηγεσία της ΕΛΑΣ, έχουν οδηγήσει τον ίδιο σε εργασιακό τέλμα, ενώ πλέον αντιμετωπίζει και τον κίνδυνο της απόταξης επειδή μίλησε στην τηλεόραση για κλαδικά ζητήματα.
Την ίδια στιγμή βέβαια άλλοι συνάδελφοί του οι οποίοι αποκαλύπτουν στοιχεία που αφορούν τη δράση της αστυνομίας ή ακόμη και συμβουλεύουν εγκληματίες πώς θα μπορούσαν να έχουν επιεικέστερη ποινική μεταχείριση μένουν στο απυρόβλητο. Ο εν λόγω συνδικαλιστής ειδικός φρουρός καταγγέλλει ταξίαρχο της ΕΛΑΣ για εργασιακό εκφοβισμό. Πρόκειται για το δεύτερο ανάλογο περιστατικό που αποκαλύπτει το Documento σε διάστημα μόλις ενός μήνα, με τις σχετικές καταγγελίες να λαμβάνουν καταπώς φαίνεται μορφή χιονοστιβάδας και να καταδεικνύουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ορισμένοι αστυνομικοί, συνδικαλιστές ή μη, από τους ανωτέρους τους.
Στο επίκεντρο της νέας υπόθεσης εκφοβισμού που φέρνει στο φως το Documento βρίσκεται ανώτατος αξιωματικός της ΕΛΑΣ ο οποίος υπηρετεί στην Αμεση Δράση και έχει υπό την εποπτεία του την ομάδα ΔΙΑΣ του κεντρικού τομέα της Αθήνας. Σε βάρος του εν λόγω αξιωματικού κατατέθηκε αρχικώς εξώδικη διαμαρτυρία, η οποία κοινοποιήθηκε και στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Τάκη Θεοδωρικάκο. Σε αυτήν περιγράφονταν συμπεριφορές του προς τον καταγγέλλοντα συνδικαλιστή ειδικό φρουρό οι οποίες κάθε άλλο παρά ταιριάζουν σε προϊστάμενο και δη υψηλόβαθμο αξιωματικό της αστυνομίας.
Στην εξώδικη δήλωση περιλαμβάνονταν σοβαρές καταγγελίες για απειλές που αφορούν βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας ή και δυσμενείς μεταθέσεις, επηρεασμό της διαδικασίας αξιολόγησης, προσπάθεια εξαναγκασμού σε παραίτηση κ.ά. Κατά τον καταγγέλλοντα, στόχος αυτής της συμπεριφοράς του ανωτέρου του ήταν να σταματήσει να εκφράζεται ελεύθερα και να αναδεικνύει με την ιδιότητα του συνδικαλιστή τα κακώς κείμενα της υπηρεσίας.
Αντί άλλης απάντησης, ο ταξίαρχος προχώρησε σε αναφορά του υφισταμένου του στη Διεύθυνση Αμεσης Δράσης Αττικής, ώστε να πραγματοποιηθεί ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ), η οποία κατά τον συνδικαλιστή αστυνομικό είναι προδήλως συκοφαντική. Ο εργατολόγος και συνήγορος του συνδικαλιστική αστυνομικού Παναγιώτης Λιακόπουλος εκτιμά σήμερα, μιλώντας στο Documento, ότι ο ταξίαρχος «λειτουργώντας αντιδραστικά και εκδικητικά και εκμεταλλευόμενος τη θέση του προχώρησε στην αίτηση διεξαγωγής ΕΔΕ».
Μηνυτήρια αναφορά κατά του ταξιάρχου
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις σοβαρές καταγγελίες των οποίων έχει γνώση το Documento, ο ανώτατος αξιωματικός επικρίνει τον υφιστάμενό του διότι, όπως ισχυρίζεται, τον κατηγορεί εντελώς αστήρικτα για εργασιακό εκφοβισμό σε βάρος αόριστου αριθμού ατόμων. Ομως ο συνδικαλιστής αστυνομικός έχει διαφορετική άποψη. Οπως αναφέρει σε μηνυτήρια αναφορά του, η οποία κατατέθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, βρίσκεται στο στόχαστρο του προϊσταμένου του επειδή με την ιδιότητα του συνδικαλιστή έχει δημοσιοποιήσει σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης προβλήματα που αντιμετωπίζουν ο ίδιος και συνάδελφοί του αλλά ποτέ διαβαθμισμένα ή απόρρητα έγγραφα. Σε μία περίπτωση μάλιστα πληροφόρησε ανωτέρους και εσωτερικά συνδικαλιστικά όργανα για φωτογραφίες περιπολικών τις οποίες του είχαν προωθήσει συνάδελφοί του μάχιμοι αστυνομικοί προκειμένου να καταδείξει την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονται και να εξασφαλίσει ότι δεν θα διατίθενται για υπηρεσία καθώς θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα των επιβαινόντων.
Στη μηνυτήρια αναφορά, για την οποία όπως πληροφορείται το Documento δεν έχει ξεκινήσει ακόμη η προκαταρκτική διαδικασία, δηλαδή δεν έχει κληθεί για κατάθεση ο εγκαλούμενος ανώτατος αξιωματικός, αναφέρεται ότι «από την κατάσταση των περιπολικών, όπως αυτή μου κοινοποιήθηκε, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι ετίθετο σε κίνδυνο τουλάχιστον η σωματική ακεραιότητα των συναδέλφων μου, ει μη μόνο και η ζωή τους. Ακέραιη λοιπόν ευθύνη φέρουν όσοι έδιναν εντολή σε συναδέλφους μου να πραγματοποιούν υπηρεσίες με επικίνδυνα για τη σωματική ακεραιότητά τους περιπολικά».
Σημειωτέον ότι όταν γνωστοποιήθηκαν στο ΔΣ του Σωματείου Ειδικών Φρουρών τα στοιχεία για τα περιπολικά-σαπάκια, όπως χαρακτηριστικά τα περιέγραψαν και άλλοι αστυνομικοί με τους οποίους ήρθε σε επαφή το Documento, ο καταγγέλλων δεν ήταν απλώς εκλεγμένος συνδικαλιστής, αλλά και γραμματέας Τύπου και δημόσιων σχέσεων της προσωρινής διοικούσας επιτροπής της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ειδικών Φρουρών και με αυτή του την ιδιότητα είχε επικοινωνήσει και με τον εκπρόσωπο Τύπου της ΕΛΑΣ, υπαστυνόμο Απόστολο Σκρέκα, τον οποίο είχε ενημερώσει για την ύπαρξη αυτού του βιντεοληπτικού υλικού. Το συγκεκριμένο υλικό δημοσιοποιήθηκε τελικά από άγνωστη πηγή στην ιστοσελίδα Debater και τελικά τα περιπολικά αποσύρθηκαν, γεγονός ενισχυτικό της θέσης όσων διαμαρτυρήθηκαν για τη χρήση τους.
Κατόπιν αυτών ο αστυνομικός κλήθηκε για εξηγήσεις από τον επικεφαλής της Αμεσης Δράσης. Στη διάρκεια της συζήτησης αυτής φαίνεται, πάντοτε σύμφωνα με τις καταγγελίες, ότι ο ειδικός φρουρός δέχτηκε συστάσεις για τη συνδικαλιστική δράση του, ενώ ο προϊστάμενός του εμφανίζεται να τον προειδοποίησε πως οι πράξεις του θα έχουν συνέπειες. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον το γεγονός ότι σχεδόν ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της εξώδικης διαμαρτυρίας προς τον ταξίαρχο της αστυνομίας ο συνδικαλιστής ειδικός φρουρός μετατέθηκε από την ομάδας ΔΙΑΣ όπου υπηρετούσε σε αστυνομικό τμήμα, παρότι δεν είχε εκφράσει τέτοια επιθυμία και παρά το γεγονός ότι, όπως γίνεται αποδεκτό απ’ όλους στην ΕΛΑΣ, η ομάδα ΔΙΑΣ είναι υποστελεχωμένη. Ο ίδιος μάλιστα είχε αξιολογηθεί με άριστα ως μέλος της ΔΙΑΣ, γεγονός που γεννά ακόμη μεγαλύτερα ερωτήματα για την ξαφνική μετάθεσή του.
Ζητείται απόταξη για σχόλιο στην τηλεόραση
Μάλιστα, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Documento, ο εν λόγω ταξίαρχος διέταξε νέα ΕΔΕ σε βάρος του συνδικαλιστή, με το ερώτημα μάλιστα της απόταξης, που αποτελεί τη μέγιστη πειθαρχική ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε οποιονδήποτε δημόσιο υπάλληλο. Ο λόγος; Ο ειδικός φρουρός, βάσει όσων έχουμε πληροφορηθεί, μίλησε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Mega στον δημοσιογράφο Μαρίνο Αλειφέρη έπειτα από μια ληστεία σε μίνι μάρκετ της βόρειας Αττικής και κατήγγειλε ότι δεν επαρκούν οι ομάδες που περιπολούν για να περιοριστεί η παραβατικότητα, αποδομώντας έτσι και το κυβερνητικό αφήγημα περί μείωσης της εγκληματικότητας λόγω της πρόσληψης άνω των 4.000 αστυνομικών. Μίλησε δηλαδή για ένα αμιγώς κλαδικό θέμα και υπερασπίστηκε τους συναδέλφους του λέγοντας επί λέξει: «Ηταν ανθρωπίνως αδύνατον μια ομάδα που είχε οριστεί για τον συγκεκριμένο τομέα να καλύπτει και Νέα Ιωνία και Ηράκλειο και Μεταμόρφωση και Φιλαδέλφεια και Πεύκη και Λυκόβρυση. Ηταν μόνο μία ομάδα, δηλαδή τέσσερις αστυνομικοί της ΔΙΑΣ, για να καλύπτουν ολόκληρο αυτό τον υπερτομέα».
Το ερώτημα της απόταξης για τη συγκεκριμένη δήλωσή του προκαλεί εύλογα ερωτήματα, αφού οι ανώτατοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ δεν έχουν επιδείξει την ίδια ευαισθησία όταν άλλοι συνδικαλιστές συνάδελφοί τους εμφανίζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα και μιλούν για επιχειρησιακά και όχι κλαδικά ζητήματα, τα οποία είναι άγνωστο πώς γνωρίζουν, ενώ, ακόμη χειρότερα, ορισμένοι εξ αυτών δίνουν ατύπως και συμβουλές σε εγκληματίες για να εξασφαλίσουν καλύτερη ποινική μεταχείριση ή, ως μη οφείλουν, περιγράφουν κατηγορούμενους για ειδεχθή εγκλήματα ως ευυπόληπτους πολίτες. Σύμφωνα με τον συνήγορο του ειδικού φρουρού, «η απόταξη είναι η δυσμενέστερη πειθαρχική ποινή που προβλέπεται από τον υπαλληλικό κώδικα. Θεωρώ όμως ότι δεν θα υπάρξει τέτοιο ζήτημα, διότι θα παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας. Εκτιμώ ότι δεν θα φτάσουμε μέχρι εκείνο το σημείο. Το ερώτημα περί απόταξης όμως έχει γίνει, κατά την εκτίμησή μου, στο πλαίσιο του εργασιακού εκφοβισμού».
Και δεύτερη μήνυση σε βάρος συνδικαλιστών
Πάντως ο καταγγέλλων εργασιακό εκφοβισμό από τον προϊστάμενό του έχει στραφεί νομικά με μηνυτήρια αναφορά για συκοφαντική δυσφήμηση και σε βάρος συναδέλφων του συνδικαλιστών. Σύμφωνα με όσα περιγράφονται στη μήνυσή του, οι ίδιοι σε κοινή συνομιλία στην εφαρμογή Viber, στην οποία συμμετέχουν περίπου 100 συνδικαλιστές, έχουν στραφεί εναντίον του με συκοφαντικούς και υβριστικούς χαρακτηρισμούς. Ορισμένα από τα μηνύματα που έχουν αποσταλεί με αποδέκτη τον ίδιο αλλά είναι προσβάσιμα και σε οποιονδήποτε συμμετέχει στην εν λόγω ομάδα περιγράφουν τον καταγγέλλοντα ως ρουφιάνο και τον χαρακτηρίζουν ψυχοπαθές ανθρωποειδές χωρίς ηθικές αρχές και αξίες. Σύμφωνα με τον εργατολόγο Π. Λιακόπουλο, αυτή δεν είναι μη συνηθισμένη συμπεριφορά.
Οπως λέει στο Documento, «είναι γνωστό πως οι περισσότεροι συντάσσονται με την εξουσία προκειμένου να γίνουν αρεστοί και να μη βρεθούν επίσης στη δίνη του κυκλώνα. Να μην υποστούν δηλαδή ανάλογο εργασιακό εκφοβισμό. Φοβούνται για τη θέση τους: να μη μετακινηθούν, να μη γίνουν δυσάρεστοι, να μην πάρουν αρνητική κρίση, πράγμα που θα είναι δυσμενές για την εξέλιξή τους. Στο πλαίσιο αυτό όμως εκδηλώνουν και αυτοί οι οποίοι συντάσσονται με την εξουσία συμπεριφορές εργασιακού εκφοβισμού, προκειμένου να γίνουν αρεστοί στον προϊστάμενο και να αφήσουν στο περιθώριο το άτομο που αντιδρά ή που εκφράζει τη δική του άποψη. Αυτό γίνεται προς γνώση και συμμόρφωση και των υπολοίπων: όσων αντιδράσουν ή τολμήσουν να αποκαλύψουν κάτι». Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα κοινοποιήθηκε στον ειδικό φρουρό ότι με απόλυτη πλειοψηφία αποφασίστηκε η διαγραφή του από το σωματείο και από το διοικητικό συμβούλιό του.
Καταλήγοντας, ο Π. Λιακόπουλος αναφέρει στο Documento ότι «στις σχέσεις εξουσίας, όπως είναι αυτές μεταξύ του προϊσταμένου και του υφισταμένου, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος της κατάχρησης εξουσίας. Η κατάχρηση εξουσίας μπορεί να εκδηλωθεί με τη μορφή του εργασιακού εκφοβισμού. Ο ανώτερος, ο προϊστάμενος, εκμεταλλεύεται τη θέση του και “απειλεί” με διάφορα μέτρα, άλλοτε επαχθή και άλλοτε επιεικέστερα, προκειμένου να εκφοβίσει τον υπάλληλο και να λειτουργήσει με τα θέλω του. Οι απειλές αυτές μπορεί να είναι από μια μετακίνηση σε άλλο αντικείμενο εργασίας ή σε άλλη θέση εργασίας. Στην αστυνομία η απειλή αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη μετακίνηση σε άλλο αστυνομικό τμήμα ή άλλη υπηρεσία, έως την απόταξη. Με αυτό τον τρόπο επιθυμούν να ελέγχουν τους υφισταμένους τους και να μην αντιδρούν ποτέ σε οποιαδήποτε πράξη και ενέργεια κάνουν».