Η αποκάλυψη για τη συστηματική κατάχρηση του λογισμικού υποκλοπής Pegasus της εταιρείας NSO Group από διάφορες κυβερνήσεις σε βάρος δημοσιογράφων, πανεπιστημιακών, συνδικαλιστών και ακτιβιστών προκάλεσε σεισμό στην παγκόσμια κοινότητα. Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να γίνονται τα πρώτα βήματα για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και την τιμωρία των ενόχων.
ΗΠΑ: Στη μαύρη λίστα η NSO Group
Πριν από μερικές εβδομάδες η Ουάσινγκτον αποφάσισε να βάλει σε μαύρη λίστα την ισραηλινή εταιρεία NSO Group, απαγορεύοντας ουσιαστικά στην επιχείρηση να αγοράσει οποιονδήποτε τύπο αμερικανικής τεχνολογίας. Οι εν λόγω κυρώσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις μελλοντικές πωλήσεις της εταιρείας αλλά και να περιορίσουν τη διεθνή παρουσία της.
Η κοινότητα των οργανώσεων προστασίας της ελευθερίας του Τύπου υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά αυτό το μέτρο και μάλιστα προέτρεψε κι άλλες δημοκρατικές χώρες σε όλο τον κόσμο να ακολουθήσουν το παράδειγμα της κυβέρνησης Μπάιντεν επιβάλλοντας κυρώσεις και ρύθμιση της τεχνολογίας.
Ινδία: Ανεξάρτητη έρευνα για την κυβέρνηση
Παράλληλα, πριν από μερικές εβδομάδες το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας έδωσε το πράσινο φως για τη διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας σχετικά με τo ενδεχόμενο χρήσης του λογισμικού Pegasus από την κυβέρνηση για την παράνομη παρακολούθηση δημοσιογράφων, πολιτικών αντιπάλων και ακτιβιστών.
Οπως αναφέρει το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI), η επιτροπή, η οποία αποτελείται από τρεις εμπειρογνώμονες στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και έχει επικεφαλής τον πρώην δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα παραδώσει την έκθεσή της σε δύο μήνες. Αξίζει να σημειωθεί πως το αίτημα για την περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος έχει διατυπωθεί εδώ και καιρό από αρκετούς Ινδούς δημοσιογράφους και ακτιβιστές οι οποίοι ενδέχεται να έπεσαν θύματα του λογισμικού. Μάλιστα η κυβέρνηση προσφέρθηκε να σχηματίσει τη δική της επιτροπή εμπειρογνωμόνων, ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Η ίδια η κυβέρνηση της χώρας αρνήθηκε να επιβεβαιώσει κατά πόσο χρησιμοποίησε και η ίδια το Pegasus και αρκέστηκε να τονίσει ότι οι ισχυρισμοί των δημοσιογράφων βασίστηκαν σε εικασίες χωρίς να υπάρχει καμία ουσία.
Η «Hindu», μια εξέχουσα αγγλόφωνη καθημερινή εφημερίδα στην Ινδία, ήταν ένα από τα Μέσα που είδαν τα ονόματα των δημοσιογράφων τους στη λίστα με τους ύποπτους στόχους του Pegasus. «Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε πως το απόρρητο είναι συνταγματικά προστατευμένο δικαίωμα και οποιαδήποτε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής που δεν σχετίζεται με νόμιμο κρατικό συμφέρον θα ήταν αντισυνταγματική» δήλωσε στο IPI ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Ναρασίμχαν Ράβι.
Ο ίδιος εξέφρασε τους φόβους του για το κατά πόσο η επιτροπή που διορίστηκε από το δικαστήριο θα καταφέρει να ερευνήσει σε βάθος την υπόθεση και να τιμωρήσει τους πραγματικούς ενόχους. Παρ’ όλα αυτά, όπως σημείωσε, η έρευνα θα έχει τελικά θετική επίδραση στην ελευθερία του Τύπου στην Ινδία: «Το δικαστήριο δήλωσε πως η δικαιολογία της εθνικής ασφάλειας δεν δίνει κανένα δικαίωμα για ανεξέλεγκτες κρατικές ενέργειες».
180 δημοσιογράφοι στο στόχαστρο
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις, τουλάχιστον 180 δημοσιογράφοι σε ολόκληρο τον κόσμο βρέθηκαν στο επίκεντρο της παγκόσμιας κατασκοπευτικής συνωμοσίας με τη χρήση του λογισμικού υποκλοπής Pegasus. Η εταιρεία NSO επίσημα υποστήριζε πως το εξελιγμένο λογισμικό υποκλοπής πωλείτο σε κυβερνήσεις ανά τον κόσμο με αποκλειστικό στόχο τη χρήση του από τις εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η δημοσιογραφική έρευνα ωστόσο αποκάλυψε την εκτεταμένη κατάχρηση του συγκεκριμένου λογισμικού κατασκοπείας.
Τα στοιχεία που διέρρευσαν έδειξαν ότι στο στόχαστρο του λογισμικού βρέθηκαν δημοσιογράφοι σε χώρες όπως η Ινδία, το Μεξικό, η Ουγγαρία, το Μαρόκο και η Γαλλία. Θύματα κατασκοπείας υπήρξαν επίσης υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων, πανεπιστημιακοί, επιχειρηματίες, δικηγόροι, γιατροί, ηγέτες συνδικαλιστικών οργανώσεων, διπλωμάτες, πολιτικοί και πολλοί αρχηγοί κρατών. Η αποκάλυψη βασίστηκε στη διαρροή μιας λίστας η οποία περιλάμβανε τους τηλεφωνικούς αριθμούς 50.000 προσώπων οι οποίοι ενδιέφεραν ιδιαίτερα τους πελάτες της ισραηλινής εταιρείας, δηλαδή τους πολιτικούς και προέδρους τουλάχιστον δέκα χωρών, συγκεκριμένα του Αζερμπαϊτζάν, του Μπαχρέιν, της Ουγγαρίας, της Ινδίας, του Καζακστάν, του Μεξικού, του Μαρόκου, της Ρουάντας, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Οπως προέκυψε από την περαιτέρω επεξεργασία αυτής της διαρροής, στη λίστα βρίσκονταν και τα στοιχεία τουλάχιστον 180 δημοσιογράφων, μεταξύ των οποίων και άτομα που εργάζονταν σε κορυφαίους οργανισμούς όπως το Reuters, το CNN, οι «New York Times», οι «Financial Times» και άλλοι. Μάλιστα η παρακολούθηση των τηλεφώνων τους φέρεται να ξεκίνησε από το 2016 και να συνεχιζόταν έως και πολύ πρόσφατα.