Καταξιωμένοι δημιουργοί γράφουν αποκλειστικά στο Documento για τους συγγραφείς και τα βιβλία που σμίλεψαν τη σκέψη τους.
Γιώργος Ν. Μανιώτης
Εργο για τους σύγχρονους καιρούς
Εκτός από τα έργα των αρχαίων τραγικών και τα έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που μας παρέχουν με πλήρη καθαρότητα, λεπτομέρεια και ευστοχία την έναρξη, την πορεία και την κατάληξη των κύκλων του πολιτισμού στους οποίους ανήκουν, προς γνώση και συμμόρφωση των επιζώντων, ένα έργο που αφορά τους σύγχρονους καιρούς και αποτελεί πλήρες και λεπτομερές καρδιογράφημα των εποχών που διάγουμε ανυποψίαστοι είναι το «Ονειρόδραμα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ.
Σε αυτό το έργο η κόρη του θεού Ιντρα (στην πραγματικότητα μια αίσθηση και ανάμνηση του απολεσθέντος παραδείσου) κατεβαίνει στη γη, μεταμορφώνεται σε απλό άνθρωπο και αποφασίζει να υποστεί όλες τις δοκιμασίες της ζωής των κοινών ανθρώπων για να κατανοήσει τι ακριβώς είναι αυτό που τους τυραννάει και τους κάνει τόσο δυστυχισμένους. Παρατηρεί τον κόσμο της όπερας με τους ρομαντικούς έρωτες που μένουν ανεκπλήρωτοι και ευνοούν την ανάπτυξη των κτιρίων που όλο και υψώνονται προς τον ουρανό σαν περίκλειστοι πύργοι πλήρους απομόνωσης, αφήνοντας τριγύρω τους ποθοπλανταγμένους εραστές να περιφέρονται τριγύρω γερνώντας ονειρευόμενοι. Συμμετέχει σε καταστάσεις ταξικών διαφορών, όπου στα πάνω πατώματα διαμαντοστολισμένοι πλούσιοι χορεύουν βαλς ευτυχισμένοι, αγνοώντας ότι στα υπόγεια παλεύουν με το κάρβουνο μουντζουρωμένοι εργάτες για να εξασφαλίσουν με τον ιδρώτα τους μια υποτυπώδη επιβίωση και τη θέρμανση των άλλων πατωμάτων.
Μετά ερωτεύεται και νυμφεύεται έναν νεαρό επιστήμονα και βιώνει το γεγονός πως ο έρωτάς τους σιγά σιγά από την ανέχεια και τη ρουτίνα καταλήγει στην αρένα της ενδοοικογενειακής βίας. Κλεισμένη σε ένα μικρό σπίτι όλη μέρα κυνηγά τη σκόνη. Μετά παρακολουθούμε διάφορους πανεπιστημιακούς καθηγητές και φιλοσόφους να προσπαθούν να ανοίξουν τη θύρα της απόλυτης γνώσης. Οταν επιτέλους την ανοίγουν, αυτό που αντικρίζουν είναι το απόλυτο μηδέν. Ενα έργο που δεν αφήνει καμία αμφιβολία γι’ αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Ενα έργο που προμαντεύει την καταγγελτική δραματουργία του Μπρεχτ, το αδιέξοδο του Μπέκετ, τις μεθόδους του θεάτρου του παραλόγου, όχι για να μπερδέψει αλλά για να δείξει τις απόλυτες αλήθειες που μας τυραννούν φέρνοντας σε δύσκολη θέση τη συνείδηση των περίκλειστων αυτολογοκριμένων που επιμένουν να εθελοτυφλούν.
Ενα έργο και ένας συγγραφέας που δεν θαυμάζω, αλλά προσκυνώ.
Καλές γιορτές.
Ιωάννα Μπουραζοπούλου
Ριζώνουν στη συνείδησή μας
Υπάρχουν βιβλία που μας κατοικούν. Από τη στιγμή που διαβάζονται ριζώνουν στη συνείδησή μας και απλώνουν διαρκώς κλαδιά στη σκέψη μας. Ετσι, η ανάγνωση επαναλαμβάνεται ασυνείδητα σε κάθε ηλικία. Αλλιώς τα γνωρίσαμε στη νιότη μας, αλλιώς τα ερμηνεύουμε στην ωριμότητά μας. «Ο δήμιος» του Περ Λάγκερκβιστ με κατοίκησε θαρρώ στα είκοσι πέντε. Μπήκα ανυποψίαστη στο σκοτεινό καπηλειό με τους μεθύστακες και τους ληστές, τους κολίγους και τους ζητιάνους.
Κρυμμένη πίσω από τις πόρνες κοιτούσα κλεφτά τον σιωπηλό άντρα. Το σημάδι από πυρωμένο σίδερο στο μέτωπό του ενέπνεε φρίκη και δέος. Ολοι τριγύρω μιλούσαν γι’ αυτόν, για τα παράξενα του σπαθιού και της κρεμάλας, για τα θαυματουργά λάφυρα των εκτελέσεων. Οποτε απευθύνονταν σ’ αυτόν προσέκρουαν στη σιωπή του, βαριά όσο κι ο ίσκιος του. Η μυρωδιά του αίματος στα ρούχα του έφερνε ζάλη. Τους φόβιζε. Τους προκαλούσε. «Δεν είναι μόνο τα κοράκια και τα όρνια που τρέφονται με πτώματα. Κι εμείς το ίδιο κάνουμε» είπε ο γερο-παπουτσής. Το ποτό γεννούσε ιστορίες τρομακτικές κι απίστευτες, για κρίματα και στοιχειά, εγκλήματα κι αρρώστιες, η νύχτα έπαιρνε την όψη του.
Δεν άργησαν να φανούν και οι ευγενείς, σαν να ήταν πάντα στο τραπέζι, ανάμεσά μας. «Δεν υπάρχουν πια κοινωνικές τάξεις. Μόνο άνθρωποι που σκέφτονται σαν εμάς». Ο στρατιώτης τον κοίταξε κατάματα, είδωλο σε καθρέφτη. Εμείς οι δυο θα βάλουμε τάξη στον κόσμο. «Εχετε παρευρεθεί σε ραβδισμό απείθαρχων;» ρωτούσε ο στρατηγός, «εξυψώνει τα ήθη». Οι αιώνες περνούσαν στο σκοτεινό καπηλειό και η βρομερή μπίρα μπερδευόταν με τη σαμπάνια της δεξίωσης. «Σύντομα θα καταφέρουμε να σημαδεύουμε με την ψυχή» είπε κάποιος με το πρόσωπο λιωμένο από οβίδα, «τότε ακόμη κι εγώ θα επανέλθω στα πεδία των μαχών!».
Οι ισχυροί λαοί αγαπούν το μαστίγιο που τους αργάζει. Ωρα να πιάσουμε κι οι γυναίκες τα όπλα. Φτάνουν οι αναχρονιστικές προκαταλήψεις. Η ορχήστρα έπαιζε ξέφρενα – θα ανοίξει επιτέλους το στόμα του; Γροθιές και πυροβολισμοί. Τα πτώματα που κυλούσαν στην πίστα εναρμονίζονταν με τους στροβιλισμούς των χορευτών. Ο ρυθμός της τζαζ αχός πολέμου, το σάλπισμα της κορνέτας ουρλιαχτό τρόμου, τα τύμπανα άγριο ταμ-ταμ της ζούγκλας. Ωσπου ο Δήμιος μίλησε. Και η βροντερή φωνή του συνταράζει ακόμη τους εφιάλτες μου.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Επιρροή η ποπ κουλτούρα
Μικρός, τον Iούλιο Bερν τον είχα ξεκοκαλίσει. Ο Καζαντζάκης, πάλι, τον οποίο στην εφηβεία μου έμαθα απέξω κι ανακατωτά, με έκανε να θέλω να γίνω συγγραφέας. Η αλήθεια όμως είναι ότι μεγάλωσα και με «Mίκυ Mάους», «Kλασσικά Eικονογραφημένα», «Mικρό Σερίφη» και «Λούκυ Λουκ». Οι δήθεν λόγιοι τα σνομπάρουν όλα αυτά, ιδίως στην Eλλάδα, όπου η σοβαροφάνεια κάνει θραύση προκειμένου να συγκαλύψει την αδιανόητη ημιμάθειά μας. Στην πραγματικότητα, μπορεί ως επιρροές να παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
Kαταλυτικές, γενικά, θεωρώ τις επιρροές μου από τη μαζική, ποπ κουλτούρα, είτε μιλάμε για μουσική είτε για σινεμά. Ισως μάλιστα οι δύο τελευταίες μορφές τέχνης να με έχουν επηρεάσει βαθύτερα και από την ίδια τη λογοτεχνία. Eυτυχώς ή δυστυχώς, τα παραπάνω ισχύουν για την πλειοψηφία της αμερικανόπληκτης –υπάρχει βασικότερο χαρακτηριστικό μας;– γενιάς μου. Kαι ασφαλώς και για τις επόμενες. Στο σπίτι μου έχω και κάποια εικονογραφημένα παιδικά βιβλία, που έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου (περισσότερο οι εικόνες τους παρά τα κείμενα), όπως «Η Λιλίκα και οι τέσσερις εποχές». Εχω και κάποια από τα εφηβικά μου αναγνώσματα. Ιούλιο Βερν, φυσικά. Λατρείες μου, όπως ο συναρπαστικός, προϊστορικός «Πόλεμος της φωτιάς», ενός Γάλλου ακαδημαϊκού, που μετέφερε στο σινεμά ο Ζαν Ζακ Ανό. Συν τις αξέχαστες «Περιπέτειες του βαρόνου Μυνχάουζεν», που κυριολεκτικά σφύζουν από τη χαρά της αφήγησης.
Εχω ακόμη μια δεμένη, πανέμορφη έκδοση της «Λολίτας» του Ναμπόκοφ, πατρική κληρονομιά. Μαζί με το «Θα φτύσω στους τάφους σας» του Μπορίς Βιάν. Δύο αισθησιακά βιβλία, που αναμφισβήτητα με σφράγισαν, όπως αποδεικνύουν και οι πορνογραφικές σελίδες μου στη «Λούλα», στον «Εργένη», στη «Λεσβία» ή στον «Ανθρωπο που έκαψε την Ελλάδα».
Παραθέτω και ορισμένα κλασικά λογοτεχνικά έργα που με άγγιξαν βαθύτατα. Και που μακάρι να με διαμόρφωσαν, έστω και λίγο, ως συγγραφέα. Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», Κάφκα «Η δίκη», Καβάφη «Ποιήματα», Τζέιμς Κέιν «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές», Ντοστογιέφσκι «Ο ηλίθιος», Σάλιντζερ «Ο φύλακας στη σίκαλη», Παπαδιαμάντη «Η φόνισσα», Μπουλγκάκοφ «Ο μετρ και η Μαργαρίτα», Στάινμπεκ «Ανθρωποι και ποντίκια», Τολστόι «Αννα Καρένινα», Φώκνερ «Η βουή και το πάθος», Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ», Ηράκλειτου «Αποσπάσματα», Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος», Αριστοφάνη «Βάτραχοι», Πλάτωνος «Συμπόσιο»…
Στη βιβλιοθήκη μου έχω πάντα τη σκληρόδετη έκδοση με το σκισμένο πια και καταταλαιπωρημένο γυαλιστερό εξώφυλλο, που γράφει επάνω: «“Μυνχάουζεν”. Εγκυκλοπαιδικαί εκδόσεις Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ε.Ε. Αθήναι». Και στη σελίδα των τίτλων: «Ε.Δ. Μουνδ “Οι περιπέτειες του βαρώνου Μυνχάουζεν”. Copyright 1931». Πολύ θα ήθελα να είναι αυτό το λογοτεχνικό βιβλίο που με καθόρισε. Επειδή πρόκειται για τον μεγαλύτερο, τον πιο πατενταρισμένο ψεύτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μόνο ένας τέτοιος ορισμός του παραμυθά μπορούσε να συντροφεύει στη διάρκεια της προεφηβείας κάποιον σαν εμένα, που έμελλε να φάω τη ζωή μου στην υπηρεσία της μυθοπλασίας.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Οι ιστορίες που δεν έχουν ειπωθεί
Συνήθως θεωρούμε καθοριστικά τα βιβλία που διαβάζουμε στην εφηβεία ή στα πρώτα νεανικά μας χρόνια. Την «Πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» της Τζιν Ρις την ανακάλυψα πολύ αργότερα, όταν μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά, τη δεκαετία του 1980.
Για όσους δεν είχαν την ευκαιρία να το διαβάσουν, δυο λόγια για την υπόθεση. Η Τζιν Ρις διηγείται την ιστορία της «τρελής γυναίκας» του Ρότσεστερ, του κεντρικού ήρωα της «Τζέιν Εϊρ». Η «Τζέιν Εϊρ» είναι από τα βιβλία που στοίχειωσαν τη φαντασία όσων μεγάλωσαν προ τηλεόρασης, όπως εγώ, ακούγοντας τις καθημερινές ραδιοφωνικές σειρές που βασίζονταν, αρκετά χαλαρά ομολογουμένως, σε κλασικά βιβλία. Τους ήρωες των σειρών ερμήνευαν σπουδαίοι θεατρικοί ηθοποιοί, όπως η Ελλη Λαμπέτη, που «ενσάρκωσε» ραδιοφωνικά την ηρωίδα της Σάρλοτ Μπροντέ. Εκείνα τα χρόνια τα παιδιά διάβαζαν μανιωδώς τις διασκευές κλασικών έργων στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», που ήταν φτηνά και υπήρχαν σε όλα τα ψιλικατζίδικο.
Ακόμη θυμάμαι τα ρίγη τρόμου που ένιωθα ακούγοντας ότι η «τρελή της σοφίτας» είχε βάλει φωτιά για να κάψει το Θόρνβιλ Χολ, την έπαυλη του Ρότσεστερ. Είκοσι χρόνια αργότερα, χάρη στη διαφορετική οπτική της Τζιν Ρις, συνειδητοποίησα την (ενδεχόμενη) αλήθεια. Η συγγραφέας «…αφηγείται την ιστορία της Αντουανέτ Κόσγουεϊ, μιας Κρεολής κληρονόμου που ζει στην Τζαμάικα, όπου γνωρίζει και παντρεύεται ένα νεαρό Αγγλο τζέντλεμαν, τον κύριο Ρότσεστερ. Οταν η Αντουανέτ μεταφέρεται από το γεμάτο παλμό αισθησιακό περιβάλλον της Καραϊβικής στην Αγγλία, γίνεται αντικείμενο κακόβουλων σχολίων και φημών, που σταδιακά δηλητηριάζουν την αγάπη του συζύγου της για εκείνη και τον στρέφουν εναντίον της» (από το οπισθόφυλλο της έκδοσης του 2007, μτφρ.: Αργυρώ Μαντόγλου, Μελάνι).
Σε μια επιστολή της η Ρις αναφέρει: «…πρέπει να φανεί… για ποιο λόγο ο Ρότσεστερ φέρεται τόσο αποτρόπαια στην Αντουανέτ Ρότσεστερ και νιώθει δικαιολογημένος, για ποιο λόγο τη θεωρεί τρελή και βέβαια τρελαίνεται, για ποιο λόγο προσπαθεί να βάλει φωτιά σε όλα και τελικά το πετυχαίνει… Κρυώνει – και η φωτιά είναι η μόνη ζεστασιά που γνωρίζει στην Αγγλία (από την εισαγωγή της Κωστούλας Σκλαβενίτη στην έκδοση του 1987, μτφρ.: Νάσια Μαγιάκου, Γνώση).
Η «Πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» είναι δείγμα, ασυνείδητο ίσως, αυτού που σήμερα ονομάζουμε reclaiming, η διεκδίκηση, ανάκτηση και η απόδοση νέου νοήματος στις ιστορίες των γυναικών και στους ρόλους που τους απέδιδε η πατριαρχία για αιώνες. Κι εμένα τουλάχιστον με δίδαξε πως, όχι, δεν έχουν ειπωθεί όλες οι ιστορίες, υπάρχουν αμέτρητες ακόμη που περιμένουν από μας να τις γράψουμε.
Γιάννης Παλαβός
Ενας θούριος υπέρ της ζωής
Ορισμένα βιβλία, όπως και ορισμένα πρόσωπα, παρουσιάζονται σε μια δεδομένη στιγμή της ζωής μας και νιώθουμε πως μας εκτρέπουν προς κάπου αλλού, πως μας καθορίζουν, αλλά η πραγματικότητα είναι, υποψιάζομαι, διαφορετική: είμαστε απλώς έτοιμοι, ώριμοι πια να αλλάξουμε δέρμα και τα βιβλία μάς δίνουν την τελική σπρωξιά, αρθρώνοντας ίσως αυτό που μόνο διαισθητικά έως τότε έχουμε συλλάβει ως συνέχεια της πορείας μας. Προσωπικά, απ’ αυτά τα βιβλία –και είναι κάμποσα– που μου πρόσφεραν ώθηση προς μια διάδοχη φάση διαλέγω σήμερα –αύριο ίσως επέλεγα κάποιο άλλο– το «Μανθρασπέντα» (1977), την πρώτη συλλογή του ποιητή Γιάννη Υφαντή.
Θυμάμαι καθαρά τι και πώς: το φθινόπωρο του 2000, στο δεύτερο έτος του τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ, αγόρασα το CD του «Βραχνού προφήτη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Η ένταση της πρώτης ακρόασης με συνοδεύει ακόμα˙ άκουσα τον δίσκο αναρίθμητες φορές και στο ένθετο με τους στίχους πρόσεξα ότι στο τέλος του τραγουδιού «Ατμαν» ο Γιάννης Αγγελάκας απήγγελλε το ποίημα «Χαρούμενο τραγούδι» ενός άγνωστού μου ποιητή ονόματι «Γιάννης Υφαντής».
Λίγες μέρες αργότερα πήγα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη (εδώ πρέπει να πω ότι, καθώς η σχολή μου δεν με ενδιέφερε, η τετραετία των σπουδών μου ξοδεύτηκε κυρίως μεταξύ της Βιβλιοθήκης και της γύρας που συνέχει ως βίωμα μια ολόκληρη γενιά φοιτητών στη Θεσσαλονίκη, της διαδρομής Λούκι Λουκ – Μπερλίν – Ρέζιντεντς) και αναζήτησα βιβλία του Υφαντή. Πρώτα έπιασα τα «Ποιήματα κεντήματα στο δέρμα του διαβόλου» (1998) και θυμάμαι να αναρωτιέμαι: «Πώς γίνεται να μην έχω ξανακούσει για τον Υφαντή;».
Ο δηκτικός, τραχύς, απεγνωσμένος λόγος του, που ήταν ταυτόχρονα ένας θούριος υπέρ της ζωής, με ενθουσίασε. Είναι στο «Μανθρασπέντα» ωστόσο που διάβασα αμέσως μετά, όπου η ποίησή του βρίσκεται –κι ας πρόκειται μόλις για το πρώτο του βιβλίο– στο αποκορύφωμά της: εδώ ο πνευματώδης, ευθύβολος στίχος του κουβαλά ένα φιλοσοφικό βάθος που αντλεί από τη συνομιλία, συχνά παιγνιώδη και οπωσδήποτε χωρίς σοβαροφάνεια, με τους μυστικούς της Ανατολής, με τον Ηράκλειτο και την ελληνική –παγανιστική, καλύτερα– παράδοση, χωρίς να λείπει ένας υποδόριος και ποτέ γλυκερός λυρισμός. Για τη λιτότητα και την πύκνωσή τους, για τον διάλογο μεταξύ σκληρότητας και τρυφερότητας, για το γεγονός εντέλει ότι αποτελούν ένα ηχηρό σάλπισμα προς τη χαρά, ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα το «Μανθρασπέντα» παραμένει σημείο αναφοράς για μένα.
Ισίδωρος Ζουργός
Λατρεία για το οδυσσειακό βλέμμα
Πολλά είναι τα βιβλία που γοητευτικά μας επηρέασαν. Υπάρχουν όμως και κάποια τα οποία πραγματικά μας καθόρισαν, που κάθε τόσο συνεχίζουν να μας επισκέπτονται, ως μια γλυκιά εμμονή, ως εθελούσια αιχμαλωσία, ως εκλεκτική συγγένεια πέρα από τον χρόνο. Η δική μου αιχμαλωσία είναι η «Οδύσσεια» του Ομήρου. Στην παιδική μου ηλικία, πριν ακόμη τη γνωρίσω ως ολοκληρωμένο βιβλίο, συναντούσα σπαράγματά της. Χάζευα τις εκατοντάδες εικόνες στα παιδικά βιβλία, στα ναΐφ κόμικς της δεκαετίας του ’60, στις αναφορές στη μυθολογία του δημοτικού, στα αποσπάσματα της Α΄ Γυμνασίου και στη χολιγουντιανή μεταφορά του 1954 με τον Κερκ Ντάγκλας στον ρόλο του Οδυσσέα. Διάβασα ολόκληρο το έπος τον πρώτο χρόνο της φοιτητικής μου ζωής. Τώρα η «Οδύσσεια» ήταν όλη στα χέρια μου ως βιβλίο με αρχή, μέση και τέλος. Στο πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα λίγα χρόνια αργότερα ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη κρυβόντουσαν πίσω από τις σελίδες και κάθε τόσο εμφανίζονταν αλλάζοντας κοστούμια.
Με τα χρόνια γνώρισα πολλά από τα υιοθετημένα παιδιά της. Ο Οδυσσέας του Τζ. Τζόις, του Α. Τένισον, του Ν. Καζαντζάκη, του Κ.Π. Καβάφη, του Α. Φουριώτη, του Δ. Μίγγα… Και ήρθε και ένας δικός μου Οδυσσέας γράφοντας τα «Ανεμώλια» το 2011. Διαλογιζόμενοι την «Οδύσσεια» σκαλώνουμε αναπόφευκτα στην όποια Ιθάκη μάς αφορά προσωπικά. Ο τόπος συμβολοποιείται, απελευθερώνεται από το χωρικό πλαίσιο, γίνεται ο προορισμός ενός εσωτερικού ταξιδιού – με ποιον άραγε προορισμό; Αλλοι τον είπαν αυτογνωσία, άλλοι προσωπικό Θεό, άλλοι ένα ηρωικό βλέμμα αντίκρυ στο υπαρξιακό κενό. Πώς να βρεις άραγε αυτοί οι Ιθάκες τι σημαίνουν; Ποια είναι η Πηνελόπη, εκείνο το ερωτικό πρόσωπο που πάντα θα μας περιμένει, άντρας ή γυναίκα, δεν έχει σημασία. Τι είναι εκείνη η πολυετής θητεία στον αργαλειό; Πώς να πολεμήσεις τον ανθρωποφάγο Κύκλωπα;
Εκείνο που συνοψίζει τελικά όλα αυτά είναι η διαχρονική λατρεία για το οδυσσειακό βλέμμα. Να κοιτάς τον κόσμο με τον ηρωισμό του πολεμιστή, με την πονηριά του εμπόρου που δεν ξεγελιέται, του φιλόσοφου που δεν αποκοιμίζεται, του ρομαντικού που βάζει στη μέση του κόσμου του το κάδρο μιας γυναίκας, του ναυτικού που πεισμώνει μπρος στον θυμό του Ποσειδώνα, του κουρσάρου που λεηλατεί τους χυμούς της ζωής πριν κατεβεί τα σκαλιά του κάτω κόσμου.
Μανώλης Ανδριωτάκης
Η απόγνωση μπροστά στο παράλογο
Ο Φραντς Κάφκα. Αυτός είναι ένας εκ των υπευθύνων. Αν δεν είχα έρθει σ’ επαφή με το έργο του, μ’ αυτές τις τρομερές κωμωδίες, ίσως να μη σκεφτόμουν ποτέ να γράψω λογοτεχνικά κείμενα. Ο Κάφκα μού υπέβαλε την ιδέα ότι η γραφή δεν είναι μάταιη. Οτι πρώτα απ’ όλα γράφεις για τον εαυτό σου, για να σώσεις την ύπαρξή σου. Μετά γράφεις για τους άλλους, για να μοιραστείς την εμπειρία της αλλόκοτης αυτής συνύπαρξης. Ο Φραντς Κάφκα έγινε γρήγορα ένας εκ των πατέρων μου. Τον τιμώ περιοδικά με την ανάγνωση των ιστοριών του: τη «Δίκη», τον «Πύργο», τη «Μεταμόρφωση». Η απόγνωσή του μπροστά στην παράνοια της εξουσίας, μπροστά στο παράλογο της ζωής, μπροστά στο μυστήριο της συνείδησης έγινε ένα έργο που λάμπει μέσα στον χρόνο, υπενθυμίζοντάς μας ότι η ελευθερία ξεκινάει από μέσα κι ότι η δημιουργικότητα νικάει τον φόβο.