Η ρητορική για «αλλαγή υποδείγματος» και «αύξηση των ξένων επενδύσεων» καταναλώθηκε και πάλι στην οικοδομή και στις υπηρεσίες
Από το 2020 μέχρι το 2023 στην Ευρωπαϊκή Ενωση ίσχυε λόγω πανδημίας η ρήτρα διαφυγής, η οποία επέτρεπε στις χώρες να αυξάνουν το δημόσιο έλλειμμα κατά βούληση και ανάλογα με τις ανάγκες τους. Από την 1η Ιανουαρίου 2024 όμως επανέρχονται οι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Από την περασμένη εβδομάδα έχουν ανοίξει διαβουλεύσεις στις Βρυξέλλες για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας. Στο επίκεντρο βρίσκεται η πρόταση της Κομισιόν που επιτάσσει στα κράτη που έχουν έλλειμμα άνω του 3% ή χρέος άνω του 60% να τα μειώνουν μέσα από τετραετή σχέδια, τα οποία θα περιλαμβάνουν δημοσιονομικά μέτρα, μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις τα οποία θα καταρτίζουν τα ίδια και θα επικυρώνει η Κομισιόν.
Η Γερμανία προσέρχεται βεβαίως με τις γνωστές της αντιρρήσεις και επιδιώκει πιο αυστηρά μέτρα, π.χ. να οριστεί ότι κάθε χώρα θα πρέπει να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος της κατά 1% του ΑΕΠ κόβοντας εν ανάγκη δημόσιες δαπάνες αλλά η Κομισιόν αντιστέκεται.
Το ελληνικό Πρόγραμμα Σταθερότητας αποτελεί ένα τέτοιο τετραετές σχέδιο και θα επικυρωθεί από την Κομισιόν όταν η διαβούλευση καταλήξει, προς τα τέλη του καλοκαιριού. Επί της ουσίας δηλαδή υπάρχει χρόνος για αλλαγές στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και θα γίνουν αλλαγές αν αλλάξει η κυβέρνηση. Κατά την παρούσα του μορφή όμως το συγκεκριμένο πρόγραμμα δίνει πληροφορίες για τις βασικές κατευθύνσεις που πήρε η οικονομία επί ΝΔ και για τους προσανατολισμούς που έχει επιλέξει για τα επόμενα χρόνια.
«Γαλάζιες» πομφόλυγες
Συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά την κατεύθυνση της οικονομίας, το Πρόγραμμα Σταθερότητας δείχνει πως παρά τη θριαμβολογική ρητορική της ΝΔ περί «αλλαγής υποδείγματος» και «αύξησης των ξένων επενδύσεων», τίποτε δεν άλλαξε ως προς τους παραγωγικούς προσανατολισμούς και τη δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία παρέμεινε βασισμένη αποκλειστικά στην οικοδομή και στις υπηρεσίες.
Συγκεκριμένα, με βάση την ανάλυση των στοιχείων για το ΑΕΠ προκύπτει ότι κατά το 2022 η αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας προήλθε εξ ολοκλήρου από τις κατασκευές και τις υπηρεσίες. Μάλιστα, οι κατασκευές με 26% κατέγραψαν τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση σε όρους προστιθέμενης αξίας, ακολουθούμενες από τις τέχνες, διασκέδαση, ψυχαγωγία (24,9%), τις επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές και διοικητικές δραστηριότητες (13,5%), το εμπόριο, μεταφορά και αποθήκευση και δραστηριότητες που συνδέονται με τον τουρισμό (12,6%), την ενημέρωση και επικοινωνία με (4,5%).
Αντίθετα, παραγωγικές δραστηριότητες όπως η βιομηχανία και η γεωργία, δασοκομία και αλιεία είχαν αύξηση προστιθέμενης αξίας μόλις 1,6% και 1,3% αντίστοιχα. Και η κατανάλωση παρέμεινε όπως πάντα καρφωμένη στο 70% του ΑΕΠ.
Εξάγουμε… χρήμα
Δεύτερον, το ίδιο πρόγραμμα δείχνει πως ως βασικός προσανατολισμός της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια δρομολογείται η ανάπτυξη μέσω των επενδύσεων και μόνο. Με μια πρώτη ματιά αυτό φαίνεται σωστό, καθώς ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας παραμένει κεντρικό ζητούμενο για όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Οταν όμως μεγάλο μέρος των επενδύσεων κατευθύνεται στις κατασκευές και όχι στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας ή εναλλακτικά σε εισαγόμενους εξοπλισμούς πράσινης ενέργειας (μεγάλο μέρος των ελληνικών βιομηχανιών του κλάδου τροφίμων παίρνουν δάνεια για να αναπτύξουν ΑΠΕ ώστε να ρίξουν το υψηλό τους ενεργειακό κόστος και όχι για να αυξήσουν την παραγωγή τους), διώχνουμε όλο το χρήμα στο εξωτερικό και κάνουμε μια τρύπα στο νερό.
Χωρίς την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης ακόμη και η αύξηση των επενδύσεων οδηγεί σε αύξηση των εξωτερικών ελλειμμάτων. Η ΝΔ δημιούργησε μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα στα τρία χρόνια της διακυβέρνησής της, το 2022 όμως το εξωτερικό έλλειμμα έφτασε στο 9% του ΑΕΠ, κάνοντας ακόμη και τη Eurobank να χτυπήσει καμπανάκια και να υποδείξει ότι η χώρα πλησιάζει σε διακεκαυμένες ζώνες όπως αυτές που την έφεραν το 2010 στην κρίση χρέους.