Με την καταδίκη του να ακυρώνεται, ο πρώην πρόεδρος της χώρας μπορεί πλέον να κατέβει στις εκλογές του 2022.
Ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας Εντσον Φασίν τη Δευτέρα 8 Μαρτίου αποφάσισε να ακυρώσει όλες τις καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος του πρώην προέδρου της χώρας για υποθέσεις που εκδικάστηκαν στο πλαίσιο της επονομαζόμενης επιχείρησης «Πλυντήριο αυτοκινήτων». Στην απόφαση ο δικαστής αναφέρει ότι το 13ο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο στην Κουριτίμπα της περιφέρειας Παρανά δεν είχε τη δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, καθώς τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνταν ο Λούλα έλαβαν χώρα σε άλλη περιφέρεια. Έτσι, σύμφωνα με το νομικό προηγούμενο, ο δικαστής υπέβαλε τις υποθέσεις στις ομοσπονδιακές δικαστικές αρχές της Μπραζίλια για επανεκδίκαση.
Η απόφαση ακυρώνει τις τέσσερις σε βάρος του καταδίκες για τις υποθέσεις που αφορούν τη δωροδοκία από δύο κατασκευαστικές εταιρείες μέσω χρηματοδότησης βελτιώσεων σε ένα εξοχικό σπίτι στην Ατιμπάια και σε ένα τριώροφο διαμέρισμα στο Σάο Πάολο. Ο Φασίν αναγνώρισε επιπλέον ότι οι κατηγορίες δεν συνδέονταν άμεσα με τα ποσά που διοχετεύτηκαν από την Petrobras. Η απόφαση αυτή απαλλάσσει τον πρώην ηγέτη από κάθε περιορισμό στα πολιτικά του δικαιώματα και καθιστά δυνατή τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δημόσιου αξιώματος.
Η απόφαση όμως αυτή και κυρίως οι δικαστικές περιπέτειες του αριστερού πρώην προέδρου της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα φέρνουν στην επιφάνεια και την εργαλειοποίηση ή την προσπάθεια εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης προς όφελος συγκεκριμένων πολιτικών συμφερόντων. Κάτι ανάλογο επιχειρείται να συμβεί και στη χώρα μας με την υπόθεση Novartis, η οποία από παγκόσμιο σκάνδαλο κατέληξε «σκευωρία» την οποία μάλιστα ερευνά η Βουλή,
ή με την υπόθεση Καλογρίτσα που έρχεται και επανέρχεται στο προσκήνιο κάθε φορά που η κυβέρνηση Μητσοτάκη στριμώχνεται από την επικαιρότητα. Απλώς η Λατινική Αμερική είναι το παγκόσμιο εργαστήριο δοκιμής στο πεδίο ανάλογων πρακτικών. Στην περίπτωση της Βραζιλίας όμως δείχνει και κάτι ακόμη: ότι οι ημέρες του ακροδεξιού Μπολσονάρο είναι μετρημένες αφού σε περίπτωση εκλογών θεωρείται δύσκολο να σταθεί απέναντι στον υποψήφιο των Εργατικών.
Η διαδικασία ωστόσο δεν θα πρέπει να θεωρείται λήξασα. Από τη μία, η έφεση που σκοπεύει να ασκήσει ο γενικός εισαγγελέας μπορεί να γίνει δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα την ανατροπή της απόφασης του δικαστή Φασίν. Από την άλλη, εάν καταδικαστεί ξανά ο Λούλα –και η καταδίκη αυτή γίνει δεκτή κατόπιν έφεσης πριν από τις προεδρικές εκλογές τον Οκτώβριο του 2022–, δεν θα μπορεί και πάλι να εκλεγεί σε κάποιο δημόσιο αξίωμα.
Πώς μεθοδεύτηκε η δίωξη
Πώς φτάσαμε όμως ως εδώ; Στο μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία της Βραζιλίας, υπόθεση που έμεινε γνωστή ως επιχείρηση «Πλυντήριο αυτοκινήτων» (Lava jato), αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος και πολύπλοκος ιστός διαφθοράς που συνέδεε επιχειρηματίες, ανώτερα στελέχη εταιρειών και πολιτικούς διάφορων κομμάτων.
Με επιδέξιες κινήσεις της αντιπολίτευσης η οργή των πολιτών στράφηκε κατά κύριο λόγο στην τότε πρόεδρο Ντίλμα Ρούσεφ και οδήγησε στην καθαίρεσή της. Ο Λούλα έμελλε να στοχοποιηθεί στη δίνη μιας εκστρατείας ανατροπής της δημοκρατικής τάξης της χώρας, καθώς η Δεξιά δεν ήθελε να είναι αντίπαλος του ακροδεξιού Ζαΐρ Μπολσονάρο στις εκλογές του 2018.
Το σχέδιο εμπλοκής του Λούλα, παραπομπής του σε δίκη με τις κατηγορίες της παρεμπόδισης της έρευνας αλλά και μιας υποτιθέμενης παράνομης αγοράς διαμερίσματος που οδήγησαν στην καταδίκη του ανέλαβε ένας δικαστής από την Κουριτίμπα, ο Σέρτζιο Μόρο, που λίγο αργότερα τοποθετήθηκε υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση… Μπολσονάρο!
Σε δημοσιεύματα της ιστοσελίδας Intercept φαίνεται ο ιδιαίτερος ρόλος που έπαιξε ο Μόρο: ξεπέρασε κατά πολύ τη δικαιοδοσία που είχε ως δικαστής, ενεργούσε ως κατήγορος, συντόνιζε τις ενέργειές του με τους εισαγγελείς ως να ήταν προϊστάμενός τους και βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με τους πολιτικούς αντιπάλους του Λούλα. Μάλιστα, σε συνομιλίες που είχε με τον εισαγγελέα Ντέλταν Νταλανιόλ φαίνεται να προσφέρει προνομιακές «πηγές» για τη δίωξη του Λούλα.
Ας σημειωθεί ότι ο Νταλανιόλ δεν θεωρούσε απόλυτα εδραιωμένες τις κατηγορίες κατά του Λούλα. «Θα λένε ότι κατηγορούμε βασισμένοι σε ειδήσεις των εφημερίδων και σε έωλες ενδείξεις… Και από όσα μου έχουν πει, ούτε εμπιστεύομαι την ιστορία με το διαμέρισμα» έγραφε προς τον Μόρο.
Εφτασαν στο σημείο να μιλάνε ακόμη και για το πώς θα υπονομεύσουν τη σημασία της συνέντευξης που θα έδινε ο Λούλα στη συντηρητική εφημερίδα «Folha de S.Paulo» λίγο πριν από τις εκλογές του 2018 έτσι ώστε να μην αποκομίσει πολιτικό όφελος το Εργατικό Κόμμα, που ήταν για 13 χρόνια στην εξουσία. Μία εκ των δημόσιων κατηγόρων, η Λόρα Τέσλερ, είχε διατυπώσει την ανησυχία της: «Μια συνέντευξη Τύπου πριν από τον δεύτερο γύρο των εκλογών μπορεί να βοηθήσει να εκλεγεί ο Χαντάντ» – ο υποψήφιος των Εργατικών.
«Δικαστικό πραξικόπημα»
Ενδεικτικό είναι ότι η «Μonde Diplomatique» αναφερόμενη στην υπόθεση έκανε λόγο για «δικαστικό πραξικόπημα που ευνόησε την άκρα Δεξιά» και εξήγησε: «Στο δικαστικό σύστημα της Βραζιλίας αστυνομικοί, εισαγγελείς και δικαστές αποτελούν σώματα ανεξάρτητα μεταξύ τους. Η αστυνομία συγκεντρώνει τα στοιχεία, η εισαγγελία απαγγέλλει την κατηγορία και οι δικαστές αποφαίνονται για την ποινή».
Ωστόσο, επισήμανε η εφημερίδα, «στην πράξη… αυτές οι τρεις λειτουργίες του δικαστικού συστήματος συγχωνεύτηκαν: οι αστυνομικοί και οι εισαγγελείς εργάζονταν υπό την εποπτεία του δικαστή, ο οποίος και καθοδηγούσε τις έρευνες, όριζε τις ποινές και τις επέβαλλε. Πρόκειται για αδιαμφισβήτητη άρνηση των βασικών μηχανισμών της Δικαιοσύνης, που προβλέπουν τον διαχωρισμό της κατηγορούσας από τη δικαστική αρχή».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο χάκερ που πρόσφερε τις συνομιλίες στο Intercept Βάλτερ Ντελγκάτι Νέτο νιώθει απογοητευμένος με τον ιδρυτή του Γκλεν Γκρίνγουολντ, ο οποίος αρνήθηκε να πάρει όλα τα αρχεία με τις συνομιλίες, μεγέθους 6.000 gigabytes (!), παρά αρκέστηκε στα επιλεγμένα 57 gigabytes που του προμήθευσε.
Επίσης, σε συνέντευξή του στη δημοσιογραφική ιστοσελίδα Brasil247 εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ο Γκρίνγουολντ άργησε να αποκαλύψει την εμπλοκή των ΗΠΑ στην υπόθεση, καθώς φαίνεται από τα αρχεία ότι τουλάχιστον 18 πράκτορες του FBI είχαν επαφές με τις αρχές της Βραζιλίας για αρκετά χρόνια. Ο Ντελγκάτι αντιμετωπίζει κατηγορίες για χάκινγκ που μπορεί να του στοιχίσουν 300 χρόνια στη φυλακή.
Οπως εκτιμά η καθηγήτρια στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο (UFRJ) και μέλος της Διεθνούς Επιτροπής της βραζιλιάνικης Ένωσης Δικηγόρων για τη Δημοκρατία Κάρολ Πρόνερ: «Η “υπόθεση Λούλα”, μια σειρά εγκληματικών ποινικών δικαστικών ενεργειών εναντίον του πρώην προέδρου, θεωρείται ήδη πρότυπο για ένα συνεχιζόμενο κύμα δικαστικών διώξεων σε βάρος ανεπιθύμητων προσωπικοτήτων που κατέχουν πολιτικά εξέχουσα θέση».
Και ο καθηγητής στη Σχολή Κοινωνιολογίας και Πολιτικής του Σάο Πάολο (FESP/SP) Aλντο Φορματσιέρι επέκτεινε αυτήν τη συλλογιστική υπογραμμίζοντας ότι «η Αριστερά δεν καταλαβαίνει τη στρατηγική του Μπολσονάρο. Η ιδέα ότι προετοιμάζει το έδαφος για ένα παραδοσιακό πραξικόπημα είναι λάθος. Η στρατηγική των δεξιών, η οποία εφαρμόζεται στη Βραζιλία και σε άλλες χώρες, είναι να στενεύουν διαρκώς τα όρια της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και να περιορίζουν μαζικά τους δημοκρατικούς κανόνες. Εάν δεν υπάρχει αντίσταση, τα πλήγματα θα διαιωνιστούν και θα αυξηθούν».
Λαοφιλής για τη μάχη κατά της φτώχειας
Ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα ήρθε στην εξουσία ως πρώτος αριστερός ηγέτης στη Βραζιλία ύστερα από σχεδόν μισό αιώνα. Και έφυγε οκτώ χρόνια αργότερα, αφού υπηρέτησε δύο θητείες ως πρόεδρος, απολαμβάνοντας εξαιρετικά υψηλή δημοτικότητα. Η νίκη του στις εκλογές του 2002, έπειτα από τρεις διαδοχικές εκλογικές αποτυχίες, σηματοδότησε το τέλος ενός άνευ προηγουμένου ταξιδιού από την απόλυτη φτώχεια στην προεδρία της χώρας του. Γεννημένος το 1945 στο Καετές της βορειοανατολικής Βραζιλίας, ήταν το έβδομο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς του. Έπιασε δουλειά στα 12 του χρόνια και στα 19 του έχασε ένα δάχτυλο στην πρέσα εργοστασίου συναρμολόγησης αυτοκινήτων. Ήταν μέλος συνδικάτων και το 1975 εκλέχτηκε πρόεδρος του Συνδικάτου Μετάλλου στο Σάο Πάολο. Το 1980, με μια πλειάδα ακαδημαϊκών, διανοουμένων και συνδικαλιστών, ιδρύει το Εργατικό Κόμμα.
Ο Λούλα ήρθε στην εξουσία υποσχόμενος σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας. Ορκίστηκε να εξαλείψει τη διαφθορά και την πείνα. Αναλυτές λένε ότι ο Λούλα οφείλει τη δημοτικότητά του στα κοινωνικά προγράμματα της κυβέρνησής του, από τα οποία επωφελήθηκαν δεκάδες εκατομμύρια Βραζιλιάνοι. Βελτίωσε το προφίλ της Βραζιλίας στη διεθνή σκηνή και ηγήθηκε στη μεγαλύτερη περίοδο οικονομικής ανάπτυξης που είδε η χώρα σε τρεις δεκαετίες.
Η στοχοποίησή του, η οποία έγινε προφανώς για να μην είναι υποψήφιος στις εκλογές του 2018, στηρίχτηκε στην παραπληροφόρηση και στο στήσιμο των δικαστικών εξελίξεων. Ενδεικτικό της σκευωρίας ήταν ότι ο εισαγγελέας Ντελανιόλ το 2017 είχε ισχυριστεί ότι ο Λούλα ήταν ο «επικεφαλής μιας γκανγκστερικής οργάνωσης». Όταν ρωτήθηκε από τους εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης για αποδεικτικά στοιχεία, απάντησε εξοστρακίζοντας κάθε λογική: «Δεν μπορούμε να το αποδείξουμε, αλλά είμαστε πεπεισμένοι γι’ αυτό».
Η πρώτη θητεία του Λούλα επέφερε εντυπωσιακή πρόοδο στην ανακούφιση της φτώχειας, στις κοινωνικές δαπάνες και στους περιβαλλοντικούς ελέγχους. Καμία από τις επόμενες τρεις κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος δεν πέτυχε τόσο πολλά. Είναι πολλοί πάντως εκείνοι που βλέπουν στην επιστροφή του Λούλα αντιστοιχίες με την εκλογή του Μπάιντεν: ότι δηλαδή ο 76άχρονος πλέον Λούλα θα κληθεί να επουλώσει τις πληγές της χώρας, να αντιμετωπίσει τις καταστροφές που προξένησε η πανδημία και να ανατάξει την οικονομία.