«Άμεσες απαντήσεις» απαιτεί από την κυβέρνηση το Διεθνές Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας (IPI) μετά την αποκάλυψη ότι η ΕΥΠ παρακολουθούσε επί 10 εβδομάδες τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη, ο οποίος είχε αποκαλύψει εκφάνσεις του σκανδάλου της Τράπεζας Πειραιώς.
Σε ένα εκτενέστατο ρεπορτάζ, το IPI εξηγεί όλες τις πτυχές και τις αποκαλύψεις για το νέο περιστατικό παρακολούθησης δημοσιογράφου, ενώ σε αυστηρό τόνο, σημειώνει ότι θα ζητήσει έγγραφες εξηγήσεις από την ελληνική κυβέρνηση, καλώντας μάλιστα και την ελληνική δικαιοσύνη να παρέμβει.
«Η κυβέρνηση πρέπει να παράσχει άμεση διαφάνεια για την ανησυχητική υπόθεση τηλεφωνικής παρακολούθησης», αναφέρει ήδη στον υπότιτλό του το IPI. «Το IPI σήμερα εξέφρασε τη σοβαρή του ανησυχία για την επιβεβαιωμένη παρακολούθηση του έλληνα δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη για πάνω από δύο μήνες με τη χρήση του ισχυρού εργαλείου Predator. Το IPI καλεί τις ικανές ελληνικές αρχές επιβολής του νόμου να ερευνήσουν σε βάθος και να ταυτοποιήσουν δημοσίως την πηγή της παρακολούθησης», αναφέρει η οργάνωση.
Παράλληλα, τονίζει ότι τόσο το ίδιο το IPI, όσο και το MFRR, που συναποτελείται από επτά από τις μεγαλύτερες δημοσιογραφικές οργανώσεις του κόσμου και πρόσφατα δημοσίευσε την αναφορά κόλαφο για το επίπεδο της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλαδα, θα στείλει έγγραφο στις ελληνικές αρχές ζητώντας εξηγήσεις.
«Το IPI και οι συνεταίροι του στο MFRR θα στείλουν επίσημη επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση τις επόμενες ημέρες ζητώντας διευκρινήσεις και απαντήσεις για την παρακολούθηση του Θανάση Κουκάκη», αναφέρει.
Υπενθυμίζεται ότι σήμερα, ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μιλούσε για «ιδιωτική παρακολούθηση», το reportersunited.gr αποδεικνύει πως η μόνη υπηρεσία που παρακολουθούσε τον Θανάση Κουκάκη ήταν η ΕΥΠ, η οποία υπάγεται στον πρωθυπουργό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να ξεκαθαρίσει ποιος και γιατί έδωσε την εντολή παρακολούθησης του Θ.Κουκάκη, αλλά και πόσοι ακόμα δημοσιογράφοι παρακολουθούνται. Πρόκειται για τη δεύτερη περίπτωση παρακολούθησης δημοσιογράφου από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας σε χρονικό διάστημα λιγότερο του ενός έτους, καθώς τον Νοέμβριο του 2021 η ΕΦΣΥΝ είχε αποκαλύψει σήματα της ΕΥΠ που αφορούσαν τον Σταύρο Μαλιχούδη.
Το χρονικό
Σύμφωνα με τα έγγραφα που επικαλείται το reportersunited.gr, την 1η Ιουνίου του 2020, με τη διάταξη υπ’ αριθμ. Ε2402/2020, η ΕΥΠ κατέθεσε στην Cosmote αίτημα για άρση του απορρήτου σε αριθμό κινητού που ο δημοσιογράφος διατηρούσε στον πάροχο. Η άρση του απορρήτου ζητήθηκε για δύο μήνες -από την 1η Ιουνίου έως την 1η Αυγούστου 2020- με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας.
Έπειτα, η ΕΥΠ με την αόριστη επίκληση της εθνικής ασφάλειας αιτήθηκε παράταση, η οποία συνοδευόταν με την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας εισαγγελέα, Βασιλικής Βλάχου. Στις 12 Αυγούστου, ημέρα που ο Θ. Κουκάκης προσέφυγε στην ΑΔΑΕ, η ΕΥΠ διέκοψε πρόωρα την παρακολούθησή του. Στις 10 Μαρτίου 2021, η ΑΔΑΕ απευθύνεται στην Εισαγγελέα της ΕΥΠ για το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ενημέρωση του δημοσιογράφου σχετικά με την άρση του απορρήτου του. Ωστόσο, στα τέλη του ίδιου μήνα η κυβέρνηση καταθέτει και ψηφίζει στη Βουλή τροπολογία με την οποία αίρεται η δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει κάποιον που τίθεται υπό παρακολούθηση.
«Με όπλο τον νέο νόμο, η εισαγγελέας της ΕΥΠ μπορεί πλέον να αρνηθεί στην ΑΔΑΕ το δικαίωμά της να ενημερώσει παρακολουθούμενο. Το κάνει λίγες μέρες μόνο μετά την ψήφιση του νόμου. Αυτοί που παρακολουθούν τον Κουκάκη θεωρούν το θέμα λήξαν» σημειώνεται στο ρεπορτάζ. Το καλοκαίρι του 2021, ο Θ. Κουκάκης χακάρεται με το spyware «Predator», κάτι που διαπιστώθηκε με τη συμβολή του εργαστηρίου του Πανεπιστημίου του Τορόντο, Citizen Lab.
Ενώ λοιπόν ο δημοσιογράφος παρακολουθείται πλέον με πιο σύγχρονα μέσα, η ΑΔΑΕ απαντάει στον καταγγέλλοντα δημοσιογράφο πως «μετά από τεχνικό έλεγχο που διενήργησε η ΑΔΑΕ […] στα δίκτυα των τηλεπικοινωνιών παρόχων που εξυπηρετούν τις συνδέσεις κινητής και σταθερής τηλεφωνίας σας […] δεν διαπιστώθηκε κάποιο γεγονός που να συνιστά παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών». Κατά το reportersunited.gr, από την απάντηση της ΑΔΑΕ προκύπτει ότι δεν παραβιάστηκε η νομοθεσία για τις υποκλοπές, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι ο δημοσιογράφος δεν παρακολουθήθηκε.