Επιστολή της Βασιλικής Θάνου στην επίτροπο Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ

Επιστολή της Βασιλικής Θάνου στην επίτροπο Ανταγωνισμού  Μαργκρέτε Βεστάγκερ

Η πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού Βασιλική Θάνου, με επιστολή της προς την Επίτροπο Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ, ζητά την παρέμβαση της Κομισιόν για την αποπομπή της ίδιας και άλλων μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Όπως τονίζει η αποπομπή της έρχεται σε αντίθεση με το Ενωσιακό Δίκαιο και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην επιστολή της η κα Θάνου  αναφέρει τα εξής: 

«Προς την Επίτροπο Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ

Σε συνέχεια της προς εμέ από 10-10-2019 απάντησής σας, επί των καταγγελιών μου, για παραβίαση του Ενωσιακού Δικαίου, σχετικά με την πρόωρη λήξη της θητείας των μελών της Διοίκησης της Ελληνικής Αρχής Ανταγωνισμού λόγω πρόσφατης νομοθετικής μεταρρύθμισης και με το υποβληθέν αίτημά μου, για άμεση παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την Ελληνική Κυβέρνηση, ώστε να προστεθεί στο νέο νόμο μεταβατική διάταξη, που θα προβλέπει τη συνέχιση της θητείας των εν ενεργεία μελών, μέχρι τη λήξη αυτής, είμαι υποχρεωμένη να παρατηρήσω ότι το περιεχόμενο της απάντησή σας στηρίζεται επί άλλης βάσεως, διαφορετικής από τη βάση εκείνη, επί της οποίας θεμελιώνεται η παραβίαση του Ενωσιακού κεκτημένου και ουδεμία απάντηση δίδεται σχετικά με το επίμαχο ζήτημα.

Στην ως άνω απαντητική επιστολή σας αναφέρεται ότι το ασυμβίβαστο που προβλέπεται λόγω πρόσφατης νομοθετικής μεταρρύθμισης με τον προσφάτως τροποποιηθέντα ελληνικό νόμο, ως προς τα πρόσωπα που κατείχαν θέση συνεργάτη σε κυβερνητικά γραφεία, κατά τα πέντε προηγούμενα χρόνια, είναι συμβατό με την Οδηγία 2019/1 «ECN+», διότι η Οδηγία αυτή θέτει μόνο κανόνες ελάχιστης προστασίας και δεν εμποδίζει τα κράτη-μέλη από το να θεσπίζουν αυστηρότερες προϋποθέσεις για διορισμούς, ως επιπρόσθετο εχέγγυο. Κατά της πολιτικής παρέμβασης. Αναφέρεται, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ενσωμάτωσης της Οδηγίας ECN+, που λήγει το Φεβρουάριο του 2021, η νομική ισχύς αυτής δεν είναι ίδια με αυτή που θα έχει μετά τη λήξη της προθεσμίας και ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν φαίνεται να δικαιολογείται η λήψη περαιτέρω μέτρων σε αυτό το στάδιο.

Πλην όμως, στις αποσταλείσες προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έγγραφες καταγγελίες μου είχα επισημάνει, κατά τρόπο απόλυτα σαφή και επαναλαμβάνω και πάλι ότι η θεμελίωση της παραβίασης του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και το επίμαχο ζήτημα είναι η συγκεκριμένη διάταξη του εδαφ. ε της παρ. 7 του άρθ. 101 του νέου ελληνικού νόμου (4623/2019), η οποία προβλέπει ότι το νεοθεσπιζόμενο ασυμβίβαστο καταλαμβάνει και τα νυν υπηρετούντα πρόσωπα και ότι η διαπίστωση του ασυμβιβάστου επιφέρει τον άμεσο και πρόωρο τερματισμό της θητείας τους, με την έκδοση πράξης του Υπουργού. Καθιστώ σαφές και πάλι ότι το επίμαχο ζήτημα είναι η διάταξη που καταλαμβάνει και τα εν ενεργεία μέλη της Διοίκησης, η οποία –σημειωτέον- ψηφίσθηκε, κατά πλειοψηφία παρά τις αντιδράσεις όλων, σχεδόν, των Κομμάτων της αντιπολίτευσης και σε εφαρμογή της οποίας, σε χρόνο ρεκόρ (εντός δύο ημερών) εκδόθηκε η σχετική πράξη του Υπουργού και επήλθε η πρόωρη παύση από τη θέση τους. Αυτή η συγκεκριμένη διάταξη, όπως είχα επισημάνει στις προηγούμενες γραπτές καταγγελίες μου και όπως επαναλαμβάνω είναι αντίθετη με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με το Ενωσιακό Δίκαιο, διότι:

1) Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη νομολογία του έχει κρίνει ότι τα κράτη-μέλη, σε περίπτωση νομοθετικής τροποποίησης, «οφείλουν να μεριμνούν ώστε να μην θίγουν την ανεξαρτησία της αρχής ελέγχου… η οποία συνεπάγεται την υποχρέωση σεβασμού της διάρκειας της θητείας αυτής» και ότι «η αλλαγή θεσμικού πλαισίου δεν μπορεί αφεαυτής να δικαιολογήσει αντικειμενικώς τον τερματισμό της θητείας του Επιτρόπου, χωρίς τη λήψη μεταβατικών μέτρων, τα οποία θα επέτρεπαν τη διασφάλιση του σεβασμού της διάρκειας της θητείας του», απόφαση ad hoc C-288/12 σκ. 60,61, 62 και πρόταση Γενικού Εισαγγελέα, σκ. 71 έως 74 και 83 και C-424/15 σκ. 47,50,52. Ιδιαίτερη απορία προκαλεί το γεγονός ότι η νομολογία αυτή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι κρίσιμη για την περίπτωσή μας, ουδόλως λαμβάνεται υπόψη στην από 10-10-2019 απαντητική επιστολή σας, παρά το ότι την είχαμε υπογραμμίσει στο κείμενο των γραπτών καταγγελιών μας. Και η απορία καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη διότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την από 24-5-2012 προσφυγή της κατά Ουγγαρίας (C-288/12) ζητά από το Δικαστήριο να κρίνει ότι η Ουγγαρία παραβίασε την ανεξαρτησία της Αρχής Ελέγχου Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων, με το να θέσει πρόωρο τερματισμό στη θητεία του Προέδρου της και ότι πρέπει να επανορθωθεί η παράβαση, με το να τοποθετηθεί εκ νέου στη θέση του, μέχρι την κανονική λήξη της θητείας του ο νέος Πρόεδρος. Όλα αυτά παραβλέπονται πλήρως στην από 10-10-2019 απάντησή σας.

2) H οδηγία 2019/1 «ECN+». Στην οδηγία αυτή αποτυπώνεται η ως άνω σταθερή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία της ανεξαρτησίας των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, η οποία «απαιτεί κατ’ ανάγκη την ύπαρξη προκαθορισμένης θητείας και την απαγόρευση τερματισμού της πριν από την προβλεπόμενη λήξη της, εκτός εάν συντρέχουν σπουδαίου λόγοι, σχετικά με τη συμπεριφορά ή την ικανότητα του διορισθέντος προσώπου, να ασκεί τα καθήκοντά του, οι οποίοι πρέπει να είναι προκαθορισμένοι από το νόμο και αντικειμενικώς εξακριβώσιμοι. Ο απόλυτος σύνδεσμος μεταξύ αυτής της απαγόρευσης τερματισμού της θητείας πριν από τη λήξη της και η απαίτηση για πλήρη ανεξαρτησία είναι αδιαμφισβήτητος» βλ. προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα παρ.71, 72 απόφ. C-288/12.

Είναι προφανές ότι η Οδηγία ECN+ υιοθετεί πλήρως τις ως άνω θέσεις του Δικαστηρίου, περί σεβασμού της ολοκλήρωσης της θητείας των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, και για το λόγο αυτό, στο προοίμιο, παρ. 17, ορίζεται ότι «η εθνική νομοθεσία πρέπει να ορίζει εκ των προτέρων τους λόγους παύσης» και ομοίως στο προοίμιο και στο άρθ.4 παρ. 3 ορίζεται ότι «οι προϋποθέσεις επιλογής, πρόσληψης και διορισμού οργάνων λήψης αποφάσεων πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων στο εθνικό δίκαιο».

Στην οδηγία διατυπώνεται ρητά ότι ο επιδιωκόμενος στόχος αυτής είναι η ανεξαρτησία των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και ομοίως ρητά διατυπώνεται ότι προϋπόθεση για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας είναι ότι πρέπει στο εθνικό δίκαιο να προβλέπονται εκ των προτέρων οι όροι παύσεως της θητείας και οι όροι πρόσληψης και διορισμού.

Στην απαντητική επιστολή σας αναγνωρίζεται μεν ο στόχος της οδηγίας, πλην όμως καταγράφεται η τοποθέτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας ECN+ δεν έχει ακόμη λήξει και ότι κατά την περίοδο αυτή, οι έννομες συνέπειες της οδηγίας δεν είναι οι ίδιες με αυτές μετά τη λήξη της προθεσμίας.

Η τοποθέτηση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο σταθερά, με πολλές αποφάσεις του έχει κρίνει ότι το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο (άρθ. 5 εδάφιο δεύτερο και άρθ. 189 εδάφιο τρίτο της Συνθήκης ΕΟΚ) και η Οδηγία (εν προκειμένω η 2019/1) επιβάλλουν στα κράτη μέλη να απέχουν, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη θέση της σε εφαρμογή, από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα (C-129/96 παρ. 40, 41,44,45,50, C-14/02 παρ. 58,59).

Με την ίδια έντονη απορία διαπιστώνω ότι όλα τα ανωτέρω παραβλέπονται στην απαντητική επιστολή σας, παρότι τα είχα επισημάνει στις αποσταλείσες προς εσάς αιτιάσεις μου. Υπογραμμίζω και πάλι ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η πρόβλεψη της διάταξης του νέου ελληνικού νόμου ότι το νεοσυσταθέν ασυμβίβαστο ισχύει και για τα εν ενεργεία μέλη της Αρχής Ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα την άμεση απόλυσή τους πολύ πριν από τη λήξη της θητείας τους, είναι προφανώς αντίθετη από το σκοπό της οδηγίας ECN+. Διότι, έτσι, όχι μόνο δεν προστατεύεται η ανεξαρτησία της εθνικής αρχής ανταγωνισμού, αλλά αντίθετα, καταλύεται η ανεξαρτησία της, αφού η Κυβέρνηση, επινοεί ένα ασυμβίβαστο και παύει πρόωρα τα μέλη αυτής, πριν από την ολοκλήρωση της θητείας τους.

Τέλος, η επιστολή σας καταλήγει ότι «υπό τις συνθήκες αυτές, δεν φαίνεται δικαιολογημένα να αναληφθεί περαιτέρω δράση, σε αυτό το στάδιο». Πλην όμως, πρέπει να επισημάνω ότι, σε όμοιες ακριβώς περιπτώσεις νομοθετικής μεταρρύθμισης, κατά το έτος 2016, νόμος 4314/2016, η Επίτροπος Ανταγωνισμού άσκησε άμεση παρέμβαση προς τον αρμόδιο Υπουργό, προφανώς επικαλούμενη την προαναφερθείσα νομολογία, σχετικά με την υποχρέωση του σεβασμού της ολοκλήρωσης της θητείας, δεδομένου μάλιστα ότι τότε δεν υπήρχε καν η οδηγία 2019/1. Και έτσι, ως προς μεν το θεσπισθέν όριο ηλικίας των 73 ετών, το οποίο καταλάμβανε τον τότε Πρόεδρο, προστέθηκε μεταβατική διάταξη, περί παραμονής του, μέχρι τη λήξη της θητείας του, ως προς δε τον τότε Αντιπρόεδρο, τον οποίον καταλάμβανε το συσταθέν με το νόμο εκείνο ασυμβίβαστο, ως σύζυγο βουλευτή, ουδέποτε εκδόθηκε από τον Υπουργό η σχετική πράξη, περί πρόωρης παύσης αυτού, με αποτέλεσμα να παραμείνουν και οι δύο στις θέσεις τους, μέχρι την ολοκλήρωση της θητείας τους.

Πώς είναι δυνατόν, στην παρούσα περίπτωση, να ακολουθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαφορετική αντιμετώπιση και για ποιο λόγο;

Κατόπιν όλων αυτών, επανέρχομαι και εκφράζοντας και όλα τα λοιπά έκπτωτα μέλη της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού (Αντιπρόεδρο, δύο μέλη και Γενικό Διευθυντή) ζητώ:

α) να τεθεί και να ερευνηθεί από τις αρμόδιες Υπηρεσίες σας το επίμαχο ζήτημα στη σωστή βάση, η οποία είναι η αντίθεση με το Ενωσιακό Δίκαιο και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρόσφατου ελληνικού νόμου, κατά το μέρος του, που προβλέπει ότι το νεοσυσταθέν ασυμβίβαστο καταλαμβάνει και τα νυν υπηρετούντα μέλη και ότι, με Υπουργική απόφαση, επέρχεται η άμεση έκπτωση από τη θέση τους. Αυτό είναι το επίμαχο ζήτημα, το οποίο ουδόλως έχει ληφθεί υπόψη και ουδεμία απάντηση επ’ αυτού έχει δοθεί στην απαντητική επιστολή σας.

β) να παρέμβει άμεσα ή Ευρωπαϊκή Επιτροπή (όπως έπραξε και στο παρελθόν) προς την Ελληνική Κυβέρνηση, ώστε να θεσμοθετηθεί μεταβατική διάταξη, που θα προβλέπει ότι τα νυν υπηρετούντα μέλη παραμένουν μέχρι την ολοκλήρωση του χρόνου της θητείας τους».

Documento Newsletter