Επισκεφτήκαμε το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού στο γήπεδο της ΑΕΚ

Η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων όχι απλώς αναδεικνύει τα εκθέματα αλλά τα «ζωντανεύει», προσφέροντας μια ολοκληρωμένη εμπειρία που παντρεύει την ιστορική γνώση με το συναίσθημα (Φωτογραφίες: Κώστας Τζούμας/ Eurokinissi)

Μνήμες ξεριζωμού σε έναν χώρο που έχει βασιστεί στη νέα αντίληψη περί μουσειολογίας και όπου οι παλαιότερες και οι νέες γενιές βιώνουν την Ιστορία.

Βρίσκομαι στην είσοδο του Μουσείου Προσφυγικού Ελληνισμού. Οι ήχοι από το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη που προβάλλεται εντός με βάζουν αμέσως στο κλίμα. Συνειρμικά έρχονται στον νου οι περιγραφές του Κοσμά Πολίτη για τη Σμύρνη: «Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο» (από το «Στου Χατζηφράγκου»). Το μουσείο, το οποίο φιλοξενείται στον πρώτο όροφο του νότιου κτιρίου του γηπέδου της ΑΕΚ, λειτουργεί στο πρότυπο του Ellis Island National Museum of Immigration της Νέας Υόρκης. Πρόεδρος επί τιμή στην επιστημονική επιτροπή του ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ συμμετέχουν προσωπικότητες όπως η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ο Κώστας Γαβράς, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Γιάννης Μετζικώφ, η Αντζελα Γκερέκου, ο Τάσος Μπουλμέτης.

Από τα στοιχεία που κάνουν το μουσείο να ξεχωρίζει είναι η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, η οποία όχι απλώς αναδεικνύει τα εκθέματα αλλά τα «ζωντανεύει», προσφέροντας μια ολοκληρωμένη εμπειρία που παντρεύει την ιστορική γνώση με το συναίσθημα. Το πρώτο πράγμα που αντικρίζει ο επισκέπτης κατά την είσοδό του είναι ένας μεγάλος γραφιστικός χάρτης στον οποίο σημειώνονται όλες οι περιοχές του ξεριζωμού. Παραδίπλα βρίσκονται στήλες με οθόνες αφής, μέσα από τις οποίες μπορεί να λάβει πληροφορίες οι οποίες θα του φανούν εξαιρετικά χρήσιμες στη συνέχεια της περιήγησης.

Από τα σπίτια στο μουσείο

Η διευθύντρια του μουσείου Εφη Μαυροπούλου αναλαμβάνει να με ξεναγήσει στη μεγάλη ιστορία του προσφυγικού ελληνισμού μέσα από τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες που τη συνθέτουν. Βρισκόμαστε στην ενότητα «Στη Μικρασία κάποτε», όπου τα αντικείμενα της καθημερινότητας αποκαλύπτουν στοιχεία για τη ζωή των Μικρασιατών, των Ποντίων, των Καππαδοκών.

Η διευθύντρια του μουσείου Εφη Μαυροπούλου

Η πίστη, οι τελετές, η εκπαίδευση, η μουσική ήταν οι συνεκτικοί δεσμοί των ανθρώπων που έζησαν στους τόπους εκείνους για χιλιετίες ολόκληρες. «Τ’ απογέματα της Σμύρνης, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, έμοιαζαν με γιορτή. Η ζωή ξεχυνόταν στους δρόμους. Οι νεαροί σουλατσάριζαν κι οι νέες, πεταχτές κι ζωηρές, κορτάριζαν στις γωνιές χωρίς καμιά συγκράτηση» ανακαλώ τις περιγραφές της Διδώς Σωτηρίου από το «Οι νεκροί περιμένουν» όσο περνάμε μπροστά από τη λατέρνα με τα υφασμάτινα τριαντάφυλλα που πλαισιώνουν την εικόνα μιας κοπέλας. Παραδίπλα ένα σαντούρι από την Πόλη, φορεσιές από τον Πόντο και τη Σινασό της Καππαδοκίας, η αναπαράσταση μιας μικρασιάτικης κρεβατοκάμαρας με το μεταλλικό κρεβάτι, το εικονοστάσι, τα σκεπάσματα – σαν να περιμένει κάποιον να επιστρέψει.

«Με αυτό ταξίδεψε ένας επιφανής Σμυρνιός εκατό και πλέον χρόνια πριν για την Αμερική για να ζητήσει βοήθεια από Ελληνες ομογενείς» λέει η κ. Μαυροπούλου δείχνοντάς μου μια βαλίτσα-μπαούλο. Μια φωτογραφική μηχανή, κιάλια για το θέατρο, κάρτες, ένα επιτραπέζιο ρολόι, μια υδρόγειος και άλλα αυθεντικά κειμήλια του μουσείου έχουν διασωθεί από γενιά σε γενιά για δεκαετίες ολόκληρες. Πρόκειται για αντικείμενα που μέχρι πρότινος οι οικογένειες φυλούσαν σαν κόρη οφθαλμού στα μπαούλα και στις προθήκες τους.

Η διευθύντρια του μουσείου μού δείχνει τα στέφανα ενός γάμου, τα οποία όπως διευκρινίζει επιτέλεσαν δύο φορές τον σκοπό τους, καθώς το 1900 πάντρεψαν τον παππού και τη γιαγιά της οικογένειας και μισό αιώνα μετά ξαναχρησιμοποιήθηκαν λόγω φτώχειας για να παντρέψουν τον εγγονό στην Αθήνα.

Στον τομέα του μουσείου που εκτίθενται αντικείμενα της «καλής ζωής» συναντάμε αυτά που δώρισε στο μουσείο μια κυρία από την Κωνσταντινούπολη. «Με είχε καλέσει για να μου δώσει ένα Ευαγγέλιο και τελικά μας εμπιστεύτηκε πολλά πράγματα. Οταν τη ρώτησα γιατί μας δίνει τόσα απάντησε: “γιατί μέσα από το μουσείο θα ξαναμπούμε σπίτι μας”» λέει η κ. Μαυροπούλου.

Το ρίζωμα στη νέα πατρίδα

Το πιο δύσκολο συναισθηματικά σημείο του μουσείου είναι εκείνο που αφορά την καταστροφή της Σμύρνης. Μέσα από τις φωτογραφίες, τους χάρτες, τα κείμενα που προβάλλονται στις οθόνες και τα κειμήλια που εκτίθενται αποτυπώνεται γλαφυρά ο βίαιος ξεριζωμός. «Ελπίδα άλλη δεν μας έμεινε από εσένα Ελλάδα, γλυκιά πονετική μάνα». Η φράση της Διδώς Σωτηρίου από τα «Ματωμένα χώματα» που προβάλλεται στον τοίχο αποδίδει την απόγνωση των προσφύγων και την ανάγκη τους να ριζώσουν σε μια νέα πατρίδα που συχνά θα αποδεικνυόταν πικρή και σκληρή. «Περπάτησαν στο χώμα και στην καταστροφή αναζητώντας για χρόνια τις οικογένειές τους. Οι στήλες με τις προσφυγικές αναζητήσεις υπήρχαν στις εφημερίδες μέχρι και τη δεκαετία του 1970» λέει η κ. Μαυροπούλου.

Ωστόσο παρά τις αντίξοες συνθήκες οι πρόσφυγες κατάφεραν να χτίσουν τη ζωή τους από το μηδέν και σε αρκετές περιπτώσεις να μεγαλουργήσουν. Στο μουσείο υπάρχει ειδικός χώρος για εκείνους που άφησαν βαθύ αποτύπωμα στη σύγχρονη ιστορία μας: η Nelly’s, ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Γιώτα Λύδια, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, η οικογένεια ταπητουργών Ευφραίμογλου, ο Ελευθέριος Μουζάκης της κλωστοϋφαντουργίας Πεταλούδα, η οικογένεια Παπαδοπούλου με τα μπισκότα. Τα εντυπωσιακά αληθοφανή ομοιώματα δύο σημαντικών ανθρώπων στέκονται το ένα απέναντι στο άλλο. Πρόκειται για εκείνα των Στέλιου Καζαντζίδη και Αριστοτέλη Ωνάση. Δίπλα τους προσωπικά τους αντικείμενα που έχουν παραχωρηθεί στο μουσείο.

Η περιήγηση στο Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού ολοκληρώνεται με μια οθόνη στην οποία προβάλλεται βίντεο με άντρες με ποντιακές στολές που χορεύουν τον πυρρίχιο. Η κ. Μαυροπούλου εξηγεί: «Επιθυμία μας είναι ο επισκέπτης να φεύγει με τη δύναμη και την πίστη στη ζωή. Ενα σπουδαίο μάθημα που μας δίδαξαν οι Μικρασιάτες και θα πρέπει να διδάξουμε στις επόμενες γενιές».

INFO
To Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού λειτουργεί κάθε Τρίτη με Κυριακή, 10.00-18.00. Εισιτήριο 10 ευρώ