Εορταστικό φόντο η Εθνική Πινακοθήκη, η οποία εγκαινιάστηκε χωρίς μόνιμη έκθεση
Γράφει ο Στάθης Γκότσης
Ιστορικός – γενικός γραμματέα του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων Υπουργείου Πολιτισμού Αττικής, Στερεάς και Νήσων
Τα εγκαίνια της επανέκθεσης των συλλογών ενός µουσείου όπως η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου µε τη σηµασία που έχει στον µουσειακό χάρτη της χώρας και τον πλούτο των συλλογών της είναι λογικό να τα περιµένει µε µεγάλο ενδιαφέρον πολύς κόσµος.
Ειδικά όταν ένα τέτοιο µουσείο έχει κλείσει από το 2013 µε αρχικό προγραµµατισµό να ανοίξει εκ νέου για το κοινό σε 850 µέρες και εντούτοις έχουν περάσει έκτοτε οκτώ χρόνια. Ακόµη περισσότερο όταν ο πρωθυπουργός της χώρας από τον Αύγουστο του 2019 έχει προσδώσει στα εγκαίνια αυτά έντονα συµβολικό περιεχόµενο ορίζοντά τα ο ίδιος την παραµονή της 25ης Μαρτίου 2021 ως εκδήλωση που θα σήµαινε την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821.
Κι αν δεν µας κάνει η αλήθεια… κακό για την ίδια
∆εδοµένων των αστοχιών στον αρχικό σχεδιασµό, των σύνθετων προβληµάτων που είχαν ανακύψει στην υλοποίηση των εργασιών επέκτασης του αρχικού κτίσµατος του µουσείου και των καθυστερήσεων που είχαν σηµειωθεί τα προηγούµενα χρόνια, η πρωθυπουργική εξαγγελία έθεσε εκ των πραγµάτων ένα πολύ στενό και δύσκολα επιτεύξιµο χρονικό όριο για την παράδοση του έργου. Παρά την εντατική και κοπιώδη προσπάθεια του προσωπικού της πινακοθήκης και των εξωτερικών συνεργείων, το ενδεχόµενο της µη έγκαιρης ολοκλήρωσης του έργου ήταν εξαρχής ορατό. Τα πράγµατα επιδείνωσε άλλωστε και η παρατεταµένη περίοδος καραντίνας που επέφερε αναπόφευκτα νέες δυσχέρειες.
Οταν βάζεις πολύ ψηλά τον πήχη είναι εξαιρετικά πιθανό να τον ρίξεις ή να περάσεις από κάτω, ειδικά όταν υπάρχουν απρόβλεπτοι εξωγενείς παράγοντες που συντείνουν σε αυτό. ∆εν είναι δα και προς θάνατον ούτε θα έλεγε κανείς τίποτε αν, δεδοµένης και της συγκυρίας µε την υγειονοµική κρίση και τα περιοριστικά µέτρα, τα εγκαίνια της πινακοθήκης µετατίθεντο µερικούς µήνες αργότερα, προκειµένου να παρουσιαστούν ολοκληρωµένα τόσο το κτίριο στη νέα του µορφή, µε όλους τους χώρους του σε πλήρη λειτουργία, όσο και η επανέκθεση της µόνιµης συλλογής, που είναι ασφαλώς και το ουσιαστικότερο ζητούµενο των εγκαινίων ενός µουσείου.
Στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισµού δυστυχώς επικράτησε διαφορετική αντίληψη, ενδεικτική της στρεβλής αντίληψης που τη διακατέχει για την έννοια της αποτελεσµατικότητας. Αγνοώντας την πραγµατικότητα –καλύτερα, προσπαθώντας να την κρύψει κάτω από το χαλί– επέλεξε, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, αντί για την ουσία την εµµονική προσήλωση στο φαίνεσθαι, στην επικοινωνιακή διαχείριση. Ετσι φτάσαµε στο απογοητευτικό σηµείο τα εγκαίνια ενός από τα σηµαντικότερα µουσεία της χώρας να εργαλειοποιηθούν για πολιτικούς λόγους και η Εθνική Πινακοθήκη να εκπέσει τελικά σε φόντο µιας επικοινωνιακής φιέστας για λίγους εκλεκτούς καλεσµένους και για τις τηλεοπτικές κάµερες.
Αντιλαµβανόµενοι ίσως το ατελέσφορο των ατυχών επιλογών τους οι ιθύνοντες του υπουργείου Πολιτισµού και η πολύπειρη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης επιχείρησαν λίγες µέρες πριν από την τελετή των εγκαινίων να διορθώσουν κάπως τα πράγµατα ανακοινώνοντας πως δεν πρόκειται τελικά για εγκαίνια αλλά για «συµβολική απόδοση» της Εθνικής Πινακοθήκης, ό,τι κι αν µπορεί να σηµαίνει αυτό. Ακόµη κι έτσι όµως, για εγκαίνια έκανε λόγο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην οµιλία που εκφώνησε, για θυρανοίξια µίλησε η Μαρίνα Λαµπράκη-Πλάκα. Και ας µην είναι έτοιµη για το κοινό η επανέκθεση των συλλογών. Και ας παραµένει κλειστή η πινακοθήκη για το κοινό τουλάχιστον µέχρι τον Ιούνιο.
Και στην ούγια να φαίνεται ο χορηγός
Ελλείψει µόνιµης έκθεσης, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, την προηγούµενη περίοδο η συζήτηση για την Εθνική Πινακοθήκη αναλώθηκε στην κτιριακή της επέκταση, µε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισµού να προκρίνει την πυκνή και ανούσια λεπτοµερή ενηµέρωση για την πορεία των σχετικών εργασιών, τις οποίες επέβλεπε, όπως η ίδια υπογράµµιζε άλλωστε, αυτοπροσώπως και ενδελεχώς. Για το αισθητικό αποτέλεσµα των εργασιών επέκτασης λίγοι είναι όσοι συµµερίζονται τον ενθουσιασµό της υπουργού Λίνας Μενδώνη και της διευθύντριας του µουσείου. Οι περισσότεροι σχολιαστές, µεταξύ των οποίων και γνωστοί αρχιτέκτονες, καυτηριάζουν το τελικό αποτέλεσµα στηλιτεύοντας την άκριτη χρήση υαλοπετασµάτων και µεταλλικών σκελετών που όχι απλώς παραπέµπουν σε χαµηλής αισθητικής κτιριακούς όγκους γραφείων και πολυκαταστηµάτων, αλλά κυρίως εξαφανίζουν, αλλοιώνουν και προσβάλλουν βάναυσα το προϋπάρχον κτίριο της πινακοθήκης, αντιπροσωπευτικό έργο του αθηναϊκού µοντερνισµού που είχαν σχεδιάσει οι αρχιτέκτονες Μυλωνάς και Φατούρος και έχει κηρυχθεί διατηρητέο µνηµείο.
Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε και η αυθαίρετη και δίχως καν νόµιµη έγκριση, όπως αποκαλύφθηκε, τοποθέτηση στο διατηρητέο κτίριο της γιγαντιαίων διαστάσεων πινακίδας µε το όνοµα του Ιδρύµατος Σταύρος Νιάρχος, η οποία κυριαρχεί πάνω και από το ίδιο το όνοµα της Εθνικής Πινακοθήκης. Η ενέργεια αυτή, πιθανότατα προϊόν εκβιασµού του «χορηγού», για την οποία πρέπει να αποδοθούν ευθύνες σε όποιον την επέτρεψε, σηµατοδοτεί σε πραγµατικό και συµβολικό επίπεδο και µια ανησυχητική κατάσταση που διαµορφώνεται συνολικότερα στον χώρο του πολιτισµού, µε σοβαρότατες κυβερνητικές ευθύνες, η οποία εκχωρεί συνειδητά ολοένα και περισσότερο δηµόσιο χώρο στον πολιτισµό των «κοινωφελών ιδρυµάτων», υπονοµεύοντας το δηµόσιο συµφέρον.
Αναµένοντας την πραγµατική απόδοση της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου και της επανέκθεσης των µόνιµων συλλογών της στο κοινό της χρειάζεται να υπογραµµίσουµε την ανάγκη να διαφυλαχτεί πρωτίστως και ο δηµόσιος χαρακτήρας της.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 28/3/2021