Ο εμβολιασμός κατά της Covid-19 εξελίσσεται σε δύσκολο και πολύπλοκο στοίχημα τόσο για την Ελλάδα όσο και παγκοσμίως και η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να μη διαθέτει σαφή προγραμματισμό και άμεσα αντανακλαστικά για να μπορέσει να το κερδίσει.
Ξεκινώντας κανείς από τα εκτός των ελληνικών συνόρων τεκταινόμενα μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστώσει ότι μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκτυλίσσεται ένας άτυπος ανταγωνισμός για το ποιος θα εξασφαλίσει τις περισσότερες δόσεις εμβολίων και πιο άμεσα, κάτω από το «περιτύλιγμα» της Κομισιόν που μιλά για «αρχή της αλληλεγγύης και της ισονομίας στη βάση της ίσης μεταχείρισης και πρόσβασης στα εμβόλια, χωρίς να ευνοούνται οι χώρες με ισχυρότερη διαπραγματευτική δύναμη». Δυστυχώς η πραγματικότητα και τα γεγονότα των τελευταίων ημερών διαψεύδουν το περίτεχνο αφήγημά της. Διαβάζουμε για καθυστερήσεις στις παραδόσεις εμβολίων στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας, καθώς και για συμφωνίες μεμονωμένων ευρωπαϊκών χωρών για την παραγωγή του ρωσικού εμβολίου, πληροφορίες που εντείνουν ακόμη περισσότερο την αγωνία των πολιτών τόσο για τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας μας σε αυτήν τη σκακιέρα των εμβολίων όσο και για το πότε και εάν τελικά θα επιτευχθεί η πολυπόθητη ανοσία του πληθυσμού απέναντι στον κορονοϊό. Οι πολίτες έχουν κουραστεί από τα συνεχόμενα απαγορευτικά και από το οικονομικό και κοινωνικό τέλμα στο οποίο έχουν βρεθεί και δυστυχώς δεν βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση στο θέμα της διαχείρισης του εμβολιασμού κατά της Covid-19 πορεύεται κατά την προσφιλή τακτική της με τη μέθοδο «βλέποντας και κάνοντας». Χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική για τον ακριβή αριθμό των εμβολιαστικών κέντρων που πρέπει να λειτουργήσουν καθώς και για το προσωπικό που θα τα στελεχώσει και χωρίς καμία ενημέρωση της κοινής γνώμης για το έργο και τη δράση των κινητών μονάδων του ΕΟΔΥ που έχουν αναλάβει το πολυσήμαντο έργο του εμβολιασμού των κλειστών δομών. Το παζλ της αδιαφάνειας, της προχειρότητας και της παντελούς έλλειψης σχεδιασμού συμπληρώνουν οι εκτός σειράς εμβολιασμοί στελεχών και αρεστών της κυβέρνησης που έχουν αναστατώσει την κοινή γνώμη.
Αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει την κυβέρνηση περισσότερο είναι η επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας και όχι η ουσιαστική καθοδήγηση της χώρας στην έξοδο από το τούνελ. Ακόμη και τα στατιστικά στοιχεία τόσο για τις ΜΕΘ όσο και για τους εμβολιασμούς τα χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και με τέτοιον τρόπο ώστε να πείσει τους πολίτες ότι όλα βαίνουν καλώς.
Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική. Σχεδόν δυόμισι μήνες μετά την έναρξη του εμβολιαστικού προγράμματος στη χώρα μας και πλήρως εμβολιασμένο, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο υπουργός Υγείας στις 10 Μαρτίου 2021, είναι περίπου το 3,64% του ελληνικού πληθυσμού. Υψηλότερα ποσοστά που αναφέρονται από επίσημα κυβερνητικά χείλη αφορούν τον πληθυσμό που έχει λάβει τουλάχιστον μία δόση και δεν συνεπάγονται πλήρη εμβολιαστική κάλυψη της χώρας, απλώς η κυβέρνηση αρέσκεται στα φουσκωμένα νούμερα για να κερδίζει τις εντυπώσεις. Στα ποσοστά αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα υψηλού κινδύνου, ο εμβολιασμός των οποίων σύμφωνα με τις αναγγελίες της κυβέρνησης θα ξεκινήσει την προσεχή Δευτέρα.
Τέλος, πολλά είναι τα ερωτήματα και ενόψει του πολυαναμενόμενου ανοίγματος του τουρισμού στη χώρα μας. Τι ποσοστό του πληθυσμού θα έχει εμβολιαστεί μέχρι το καλοκαίρι; Ποιος ειναι ο σχεδιασμός της κυβέρνησης για τον εμβολιασμό του προσωπικού που θα απασχοληθεί στον τουρισμό; Μέχρι στιγμής δεν έχουμε ακούσει τίποτε για το πλάνο της κυβέρνησης για ένα υγειονομικά ασφαλές άνοιγμα του τουρισμού. Ας ελπίσουμε ότι σε αυτό το θέμα η κυβέρνηση δεν θα φανεί ανεπαρκής και αναποτελεσματική.
Ο Ανδρέας Πουλάς είναι βουλευτής Ν. Αργολίδας, υπεύθυνος κοινοβουλευτικού τομέα υγείας Κινήματος Αλλαγής