Η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να εφησυχάσει τον λαό για τον «οδικό χάρτη» διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών που καταρτίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, τον περασμένο Ιούλη, με τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν και επικυρώθηκε στην πρόσφατη συνάντησή τους στην Αθήνα.
Η διαδικασία αυτή προωθείται με αμερικανοΝΑΤΟϊκή εποπτεία και υπηρετεί τρεις αλληλένδετους στόχους:
την παραπέρα ενίσχυση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, την απόσπαση της Τουρκίας από την επιρροή της Ρωσίας και τη συνεκμετάλλευση – συνδιαχείριση στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο προς όφελος των ευρωατλαντικών ενεργειακών ομίλων, με σοβαρούς κινδύνους για τα κυριαρχικά δικαιώματα και την κυριαρχία της χώρας.
Για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων η κυβέρνηση χρησιμοποιεί επιλεγμένα μέσα, που ήδη ενεργοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης της τουρκικής αντιπροσωπείας στην Αθήνα. Πρόκειται για το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, στο οποίο υπογράφτηκαν οικονομικές και άλλες συμφωνίες προς όφελος των συμφερόντων των μονοπωλίων, την «κοινή διακήρυξη» που αποτελεί μπούσουλα του συμβιβασμού, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που αφορούν στρατιωτικά ζητήματα και τον πολιτικό διάλογο, στον οποίο θα εξεταστεί –όπως λέγεται– η ουσία των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Στην πράξη, δηλαδή, προωθείται εφ’ όλης της ύλης «παζάρι». Σ’ αυτό το πλαίσιο η τουρκική ηγεσία θέτει απαράδεκτες διεκδικήσεις για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών και την αμφισβήτηση των δικαιωμάτων τους, χαρακτηρίζει τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη τουρκική και αποβλέπει στην παραπομπή του συνολικού πακέτου των τουρκικών απαιτήσεων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο εκπληρώνει σημαντικό ρόλο στα γεωπολιτικά παιχνίδια.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διαφορά με την Τουρκία αφορά μόνο την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Είναι όμως έτσι; Θυμίζουμε ότι και προηγούμενες κυβερνήσεις «ορκίζονταν» στη «μία διαφορά», αλλά κατά τη διάρκεια των «διερευνητικών συνομιλιών» Ελλάδας – Τουρκίας, π.χ. το 2003 και το 2010, συζητήθηκε θέμα κυριαρχίας, το εύρος των χωρικών υδάτων. Επίσης, ο κ. Μητσοτάκης στις κοινές δηλώσεις με τον κ. Ερντογάν, μετά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, ανέφερε ότι υπάρχει «μια διαφορά που μπορεί να υπαχθεί σε διεθνή δικαιοδοσία» (Δικαστήριο της Χάγης) και προκύπτει το εύλογο ερώτημα, ποιες είναι οι άλλες διαφορές και πώς θα επιλυθούν;
Συμπερασματικά, η πολιτική που υπηρετεί τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας και εμπλέκει τη χώρα στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς με ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ, των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα ουσιαστικά συναινούν στο κυβερνητικό σχέδιο βάζει σε μεγάλους κινδύνους τον λαό μας. Κι αυτό εκφράζεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία και τη στήριξη του κατοχικού κράτους του Ισραήλ που σκοτώνει χιλιάδες Παλαιστίνιους, στη συμμετοχή ελληνικών πλοίων στην πολυεθνική δύναμη στην Ερυθρά θάλασσα και σε άλλες ιμπεριαλιστικές αποστολές, καταρρίπτοντας τον μύθο πως η Ελλάδα είναι πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της σύγκλισης ήταν η από κοινού (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ) ψήφιση των κατ’ όνομα «αμυντικών» – στην πραγματικότητα επιθετικών ΝΑΤΟϊκών εξοπλισμών– στον προϋπολογισμό του 2024.
Συνεπώς, η επιθυμία του λαού μας να ζήσει ειρηνικά με τον τουρκικό λαό και τους άλλους λαούς είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τον αγώνα του ΚΚΕ για την απεμπλοκή της χώρας από τις επιδιώξεις των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, με κατεύθυνση να ανοίξει μια νέα σελίδα στις διεθνείς σχέσεις, με κριτήριο το αμοιβαίο όφελος, έξω από τις δαγκάνες των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, με την εργατική τάξη, τον λαό στο τιμόνι της εξουσίας και της διακυβέρνησης της χώρας.
*Ο Γιώργος Μαρίνος είναι μέλος του ΠΓ της ΚΕ και βουλευτής του ΚΚΕ