«Μόνο οι ηλίθιοι κάνουν σήμερα δικτατορίες με τανκς όταν υπάρχει η τηλεόραση» έγραφε ο Ουμπέρτο Εκο τη δεκαετία του ’80, σχολιάζοντας τη δύναμη της χειραγώγησης που έχει η μικρή οθόνη.
Τότε δεν είχε ακόμη επινοηθεί ο όρος διαπλοκή, τον οποίο ο Ιταλός συγγραφέας θίγει στο τελευταίο του βιβλίο «Φύλλο μηδέν», όπου παρουσιάζει τον δημοσιογραφικό κόσμο χειρότερο απ’ όσο τον φανταζόμαστε: μια εμπορική επιχείρηση που βασίζεται στις δημόσιες σχέσεις και στα οικονομικά ανταλλάγματα, προωθώντας συγκεκριμένες πολιτικές.
Το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτή την πραγματικότητα αναφερόταν, αλλά στο σύνολό του ήταν μάλλον άγαρμπο. Αισθητικά κακόγουστο γιατί τα payrolls, δίκην 50ευρων, δεν είναι μάννα εξ ουρανού αλλά συμφωνημένες μπίζνες. Επικοινωνιακά επιτυχημένο γιατί διέθετε μια αμεσότητα που παραπέμπει στο «Αλήτες, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι», σύνθημα εδραιωμένο από χρόνια στο συλλογικό θυμικό. Γι’ αυτό το 85% των ερωτηθέντων σε δημοσκόπηση της «Athens Voice» απάντησε ότι συμφωνεί με το περιεχόμενό του. Πολιτικά σωστό αλλά ετεροχρονισμένο και ιδεολογικά άστοχο, γιατί περιλαμβάνει μια γενίκευση ταυτίζοντας τον κάθε εργαζόμενο στον Τύπο με λακέ της εξουσίας και τους αργυρώνητους με τους έντιμους «παλαιομοδίτες» που πιστεύουν πως δημοσιογραφία είναι να ρίχνεις φως στο σκοτάδι.
Ομως ο καβγάς που άναψε για το σποτάκι και η υποκριτική στάση της ΕΣΗΕΑ, την οποία ξαφνικά έπιασε ο πόνος για την υπόληψη του κλάδου, θυμίζουν το ανέκδοτο με αυτόν που όταν όλοι έδειχναν το φεγγάρι εκείνος κοίταζε το δάχτυλο. Περί όνου σκιάς λοιπόν ο λόγος. Τα βασικά ερωτήματα είναι άλλα: πού πήγαν τα 20 εκατομμύρια, οέο; Φαίνεται ότι διάφορα ποσά εισέπραξαν όχι μόνο τα συστημικά Μέσα αλλά και έντυπα ανύπαρκτα ή ιστοσελίδες που καμία σχέση δεν έχουν με την ενημέρωση. Αν όπως δήλωσε ο Στέλιος Πέτσας είναι «αστείο ότι μαγειρέψαμε τη λίστα με τα ΜΜΕ», τότε γιατί καθυστέρησε η δημοσιοποίησή της; Μήπως ήταν σαν τη γέρικη γίδα και ήθελε πολύ βράσιμο; Γιατί αποκλείστηκαν εφημερίδες, π.χ. το Documento; Λόγω της αντιπολιτευτικής του στάσης ή επειδή ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θεωρεί τους αναγνώστες του αρκετά υπεύθυνους κοινωνικά ώστε να μη χρειάζονται τις παραινέσεις των διαφημιστικών εκστρατειών «Μένουμε σπίτι» και «Μένουμε ασφαλείς»; Γιατί το όλο εγχείρημα δεν υποβλήθηκε με πλήρη στοιχεία στη βάσανο της Διαύγειας; Γιατί δεν έγινε διαγωνισμός για την επιλογή αναδόχου;
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι οι καναλάρχες και εκδότες, πρόθυμοι να παπαγαλίζουν τα non papers και να πουλούν νομιμοφροσύνη στους κυβερνώντες. Ο Εκο άλλωστε καταρρίπτει τον ιδεολογικό μύθο της αντικειμενικότητας υποστηρίζοντας ότι καθήκον του δημοσιογράφου δεν είναι να πείσει το κοινό του ότι λέει την αλήθεια, αλλά να το προειδοποιήσει ότι λέει τη «δική του» αλήθεια αλλά υπάρχουν κι άλλες.
Η πολιτεία όμως οφείλει να είναι αντικειμενική και διαφανής και αυτό είναι το μείζον ζήτημα. Η κυβέρνηση της ΝΔ, παραβιάζοντας αρχές και θεσμούς, αποδεικνύει ότι δεν την ενδιαφέρει η ίδρυση «επιτελικού κράτους» αλλά η αναβίωση του πελατειακού. Πολίτες, αντιπολίτευση και όσοι ρομαντικοί θεωρούν τη δημοσιογραφία λειτούργημα πρέπει να ελέγχουν την εξουσία επί τον τύπον των ήλων, προτού φτάσουμε στον Τύπο των 50ευρων.
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης