Καταργήθηκε επιτέλους την Πέμπτη η μεσαιωνική διάταξη που απαγόρευε να σπουδάσουν σε δραματική σχολή άτομα με αναπηρία
Η αυλαία πέφτει, το θέατρο σκοτεινιάζει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τα φώτα στη σκηνή και την πλατεία ανάβουν. Οι θεατές χειροκροτούν όρθιοι. Οι ηθοποιοί υποκλίνονται. Οχι όμως όλοι. Παραμένει στο αμαξίδιό του ένας ο οποίος καθόταν σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. «Καλά, δεν θα σηκωθεί; Τελείωσε…» αναρωτιούνται κάποιοι. «Εχει και στην πραγματικότητα αναπηρία, δεν ήταν μόνο για τον ρόλο» εξηγεί ένας θεατής στον διπλανό του.
Εφεξής η εύλογη απορία γιατί δεν βλέπουμε ανθρώπους με αναπηρία σε θεατρικές παραστάσεις θα αποτελεί παρελθόν. Ενα προεδρικό διάταγμα του 1983, που ίσχυε μέχρι και την Πέμπτη, έδειχνε με κάθε επισημότητα τη ρατσιστική αντιμετώπιση απέναντι σε άτομα με αναπηρίες.
Πλέον οι υποψήφιοι για τις ανώτερες σχολές δραματικής τέχνης δεν είναι υποχρεωτικό να έχουν «αρτιμέλεια η οποία βεβαιώνεται από την εξεταστική επιτροπή», όπως όριζε το προεδρικό διάταγμα 370/83. Οσο και αν φαίνεται εξωφρενικό, το νομοθετικό πλαίσιο που, ευτυχώς, τροποποιήθηκε απαγόρευε σε ανθρώπους με αναπηρία που ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί να μετέχουν της εκπαίδευσης διότι δεν ήταν αρτιμελείς!
Ηθοποιοί κατ’ εξαίρεση
Ο ρατσιστικός αυτός νόμος ουσιαστικά καταδίκαζε όποιον επιθυμούσε να σπουδάσει και να αναγνωριστεί ως ηθοποιός. Δεν του επέτρεπε την εισαγωγή σε δραματική σχολή. Ακόμη και αν παρακολουθούσε μαθήματα, δεν μπορούσε στη συνέχεια να δώσει για τις τελικές εξετάσεις του υπουργείου, συνεπώς μετατρεπόταν σε απλό παρατηρητή των μαθημάτων.
«Είμαι το μοναδικό άτομο που πέρασε αυτές τις εξετάσεις κατ’ εξαίρεση» λέει στο Documento ο Βασίλης Οικονόμου, δημιουργός του Θεάτρου Ατόμων με Αναπηρία. «Δεν γνώριζα για την ύπαρξη του διατάγματος. Αποφάσισα να δώσω τις εξετάσεις του υπουργείου το 2003 και η προεδρεύουσα της επιτροπής ήταν η κ. Αννα Φόνσου, η οποία με άφησε να δώσω. Κατάλαβα ότι κάτι συνέβαινε στην επιτροπή, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στο τέλος της εξέτασης μου είπαν “περνάτε κατ’ εξαίρεση”» λέει. «Στο εξωτερικό, όπου έχω διδάξει, αναγνωρίζομαι ως επαγγελματίας ηθοποιός. Εκεί υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία για το πώς εκπαιδεύεται ένας ηθοποιός με αναπηρία. Ποτέ ως εξειδικευμένο σύνολο. Πάντα υπάρχει η συμπεριληπτική προσέγγιση».
Το προεδρικό διάταγμα ήταν σε πλήρη αντίθεση –εκτός από την κοινή λογική– και με την ευρωπαϊκή οδηγία για την κατάργηση των διακρίσεων. «Ηταν ρατσιστικό. Τι σημαίνει αρτιμέλεια; Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν ότι αν δεν έχεις μια τέλεια –όπως την εννοούν εκείνοι– κίνηση, δεν μπορείς να γίνεις ηθοποιός. Βέβαια εγώ δεν ξέρω κανέναν ηθοποιό που έχει την τέλεια κίνηση» συμπληρώνει ο Β. Οικονόμου.
Ο μέχρι πρόσφατα θεσμοθετημένος αυτός περιορισμός στην ελεύθερη βούληση του καθενός να κάνει αυτό που θέλει στη ζωή του δεν αναφερόταν μόνο σε ανθρώπους με κινητικές αναπηρίες. Κωφοί, τυφλοί, άνθρωποι με νανισμό και αρκετοί άλλοι συμπεριλαμβάνονταν σε αυτούς που «δεν θεωρούνται ικανοί» να αναγνωριστούν ως ηθοποιοί. Βέβαια, στα προσόντα που έπρεπε να έχει ένας ηθοποιός και παρέμεναν σε ισχύ έως την Πέμπτη είναι η καλή άρθρωση και η καθαρότητα φωνής. Αρα θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι η μνημειώδης ερμηνεία της Ελλης Λαμπέτη στην παράσταση «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού», όταν η μεγάλη ηθοποιός είχε πλέον χάσει τη μία φωνητική της χορδή, δεν θα αναγνωριζόταν ως ερμηνεία επαγγελματία ηθοποιού.
Το «παράθυρο»
Η κατάργηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος το 1981 από τη Μελίνα Μερκούρη επέτρεπε μέχρι σήμερα σε ηθοποιούς με αναπηρία να παίζουν σε επαγγελματικές παραστάσεις χωρίς να θεωρούνται παράνομοι. Ωστόσο η διάκριση του προεδρικού διατάγματος λειτουργούσε ανασταλτικά ήδη από τη στιγμή που κάποιος επιθυμούσε να εκπαιδευτεί.
«Υπάρχουν τόσα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς… Η υποκριτική δεν είναι πια απλά ανεβαίνω πάνω, φωνάζω, λέω δυνατά και καθαρά τα λόγια μου και προσποιούμαι συναισθήματα. Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ. Από την εποχή του Στανισλάφσκι και μετά έχει αλλάξει. Είναι πολύ πιο εσωτερικό το θέμα» λέει η σκηνοθέτης Πηγή Δημητρακοπούλου, η οποία για πρώτη φορά σκηνοθετεί έναν ηθοποιό με αναπηρία, τον Πάνο Ζουρνατζίδη, στην παράσταση «Lebensraum» (Ζωτικός Χώρος).
«Το διάταγμα ήταν βαθιά ρατσιστικό. Δεν ξέρω πώς να το πω αλλιώς. Δεν ήταν διαπραγματεύσιμο. Δεν γίνεται το κράτος να λειτουργεί ανασταλτικά στο όνειρο του καθενός» λέει ο κ. Ζουρνατζίδης, ο οποίος το 2001 ενεπλάκη σε τροχαίο και από τότε κινείται με αναπηρικό αμαξίδιο. «Δεν θα άφηνα ποτέ αυτό να μου δημιουργήσει πρόβλημα στη ζωή μου. Είχα ζήσει και χωρίς την αναπηρία, δεν γεννήθηκα έτσι. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι από τη στιγμή που εγώ δεν βλέπω την αναπηρία μου ως τροχοπέδη, θα τη βλέπουν έτσι οι άλλοι. Οπότε αποφάσισα να το κάνω μέσα από παρακαμπτήριες οδούς» τονίζει.
Η άρση της παραγράφου του διατάγματος που αναφερόταν στην «αρτιμέλεια», ακόμη και αν έγινε τόσα χρόνια μετά, είναι μια πολύ σημαντική αρχή. «Επρεπε να καταργηθεί. Μαζί με αυτό πρέπει να δούμε και πόσες σχολές είναι προσβάσιμες. Οταν λέμε προσβασιμότητα δεν εννοούμε μια ράμπα και μια τουαλέτα. Μπορεί να πάει ένας κωφός; Πρέπει να αρθούν μια σειρά από θέματα» επισημαίνει ο Αντώνης Ρέλλας, σκηνοθέτης και μέλος της Κίνησης Καλλιτεχνών με Αναπηρία.