Η ελληνική οικονομία τους τελευταίους δώδεκα μήνες βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη καμπή. Επειτα από περίπου δέκα χρόνια σκληρής διεθνούς επιτροπείας και επιτήρησης έχει ανακτήσει και πάλι τον έλεγχο, έστω και μερικώς, της χάραξης οικονομικής πολιτικής. Το τελευταίο τετράμηνο η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε μια καινούργια φάση ύφεσης λόγω της πανδημίας. Πέρα από τις προκλήσεις τις σχετιζόμενες με την πανδημία, οι οποίες ασφαλώς θα είναι δύσκολες, η χώρα πρέπει να βρει λύσεις αλλά και να σχεδιάσει πολιτικές για την αύξηση των επενδύσεων. Η ουσιαστική τόνωση των επενδύσεων είναι η μοναδική προϋπόθεση για να μπορέσει η χώρα να επαναφέρει την ανεργία σε ρυθμούς προ κρίσης και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει υψηλότερα αμειβόμενες δουλειές. Ας δούμε λίγο τα νούμερα σχετικά με τις επενδύσεις για να κατανοήσουμε καλύτερα ποιος τομέας είναι η κύρια επενδυτική πηγή της χώρας και συνεπώς τι μπορούμε ρεαλιστικά να περιμένουμε.
Οι επενδύσεις σε σταθερό κεφαλαιουχικό εξοπλισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2019 ανέρχονται περίπου στο 11%. Το αντίστοιχο νούμερο προ δεκαετίας ήταν κοντά στο 24%. Αυτό ισοδυναμεί με μείωση της τάξης του 100% μέσα σε μόλις δέκα έτη. Οι καθαρές ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία μεσοσταθμικά, αλλά και παλαιότερα, φτάνουν μετά βίας το 1% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Κάθε επίκληση σε ξένες επενδύσεις ως μοχλό ανάπτυξης και οικονομικής μεγέθυνσης στερείται σοβαρότητας και στοιχειώδους γνώσης των αριθμών. Το μέγεθος των ξένων επενδύσεων παραμένει διαχρονικά χαμηλό, σχεδόν υποτριπλάσιο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας), παρά τις συνεχείς μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας με σκοπό τη μείωση του εργατικού κόστους ως κύριου παράγοντα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
Η συνεισφορά του εγχώριου ιδιωτικού τομέα στις εθνικές επενδύσεις έχει επίσης μειωθεί, απόρροια της πτωχευμένης οικονομίας. Οι ιθύνοντες της χάραξης και άσκησης οικονομικής πολιτικής καλούνται να κάνουν αρκετά ώστε να αυξηθεί η εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία. Ενδεικτικά, πρέπει να βρεθεί και πάλι τρόπος για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μέσα από το τραπεζικό σύστημα. Πριν από περίπου μια δεκαετία το ποσοστό των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούσαν τραπεζικά κεφάλαια είτε για επενδυτικά πρότζεκτ είτε για κεφάλαιο κίνησης ανερχόταν στο 25%, ενώ στα τέλη του 2018 το νούμερο αυτό είχε μειωθεί σχεδόν στο 8%. Αντιθέτως, οι δημόσιες επενδύσεις αποτέλεσαν σταθερό πυλώνα χρηματοδότησης –ως όφειλαν ασφαλώς– όλα τα χρόνια της μνημονιακής κρίσης, με συνεισφορά σταθερά στο 4% του ΑΕΠ.
Ποια πρέπει λοιπόν να ειναι τα ζητούμενα της ελληνικής οικονομίας το επόμενο διάστημα; Ουσιαστικά, το εξής ένα: η αύξηση της παραγωγικότητας. Η αύξηση της παραγωγικότητας θα έρθει μόνο μέσω στοχευμένων επενδύσεων σε τομείς όπως η ενέργεια, οι μεταφορές και η τεχνολογία. Τέτοιου είδους επενδύσεις, εκτός από το προφανές όφελος της μείωσης της ανεργίας, επιφέρουν αύξηση μισθών, μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και τόνωση της ζήτησης. Ο τρόπος χρηματοδότησης αυτών των επενδύσεων στην παρούσα φάση μπορεί να προκύψει μόνο με συνέργειες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Ο δημόσιος τομέας είναι ο μόνος που μπορεί και οφείλει να επωμιστεί κομμάτι του επενδυτικού κόστους σε αναπτυξιακά έργα μεγάλης πνοής που θα επιφέρουν πολλαπλά κέρδη στην οικονομία (διεύρυνση της γνώσης, διάχυση νέων τεχνολογιών σε παράπλευρους τομείς και βελτίωση συνθηκών εργασίας). Σε αυτήν τη βάση λοιπόν η παρούσα κυβέρνηση οφείλει να είναι πολύ προσεκτική στο πώς διαθέτει τους δημόσιους πόρους. Είναι θεμελιώδης λειτουργία κάθε κυβέρνησης να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην αναπτυξιακή διαδικασία της χώρας (με διαφάνεια και σύνεση πάντα). Ο ρόλος του κράτους σε μεταπτωχευμένες οικονομίες δεν μπορεί να είναι απλώς διεκπεραιωτικός, αλλά βαθιά στρατηγικός. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η οριοθέτηση προτεραιοτήτων και η υλοποίηση έργων με υψηλή προστιθέμενη αξία στην οικονομική δραστηριότητα.
Το ανησυχητικό βέβαια στην τρέχουσα συγκυρία είναι ότι η κυβέρνηση έχει μάλλον απαξιωτική αντίληψη για τον στρατηγικό ρόλο του δημόσιου τομέα στο αναπτυξιακό πλάνο της χώρας. Βέβαια μια τέτοια ιδεολογική απαξίωση δεν την εμποδίζει σε κατά το δοκούν διάθεση χρηματικών πόρων σε δραστηριότητες αμφιλεγόμενης χρησιμότητας και αξίας (π.χ. η διαφημιστική δαπάνη για προστασία από την πανδημία).
Ο Γιάννης Θ. Μπουρνάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Middlesex University London