Επανέρχονται επιδόματα και πολυετίες στους μισθούς

Επανέρχονται επιδόματα και πολυετίες στους μισθούς

Πυκνή δέσμη εργασιακών μέτρων για επαναφορά στην προμνημονιακή κανονικότητα

Ήταν 2012 όταν με την πράξη υπουργικού συμβουλίου (ΠΥΣ) Νο 6 η κυβέρνηση Σαμαρά προχωρούσε στην κατάργηση των βασικών εργασιακών νόμων στο πλαίσιο του δεύτερου μνημονίου. Με την πράξη αυτή καταργούνταν η υποχρεωτικότητα της καταβολής των επιδομάτων γάμου, των πολυετιών τόσο στον κλάδο όσο και στον ίδιο εργοδότη, καθώς και μια σειρά ειδικών επιδομάτων (όπως π.χ. του επιδόματος ισολογισμού) και αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια του κάθε εργοδότη αν θα τα χορηγούσε. Με την ίδια πράξη διατηρούνταν η υποχρέωση των εργοδοτών να καταβάλλουν τα επιδόματα τέκνων, σπουδών και βαρέων επαγγελμάτων.

Εξι χρόνια μετά και με την έξοδο της χώρας από την επιτροπεία τίθεται σε ισχύ ο νόμος που ψηφίστηκε για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Με τις νέες συμβάσεις αναμένεται ότι σε κλαδικό τουλάχιστον επίπεδο θα τεθούν (και όλα δείχνουν ότι θα γίνουν αποδεκτά) άμεσα αιτήματα για την επαναφορά σε υποχρεωτική βάση:

1. Του επιδόματος γάμου

2. Των πολυετιών ανά κλάδο και ανά εργοδότη

3. Σειρά σημαντικών κλαδικών επιδομάτων

Σύμφωνα με πληροφορίες υπάρχουν πυρετώδεις προκαταρκτικές διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγεσιών των μεγάλων ομοσπονδιών εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα όσο και των εργοδοτικών οργανώσεων. Θεωρείται δεδομένο ότι με την έναρξη εφαρμογής της νέας νομοθεσίας θα ξεκινήσουν συστηματικές διαβουλεύσεις για την κατάρτιση των κλαδικών αλλά και της νέας γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας ώστε να τεθούν σε ισχύ από την 1/1/19.

Παλαιότερα οι πλέον συνηθισμένες μορφές πολυετιών ήταν οι τριετίες και οι πενταετίες που διαμόρφωναν και τη μισθολογική κλίμακα ανά κλάδο. Βεβαίως μια τέτοια δυνατότητα που δημιουργείται από το νέο θεσμικό πλαίσιο που ήδη δημιούργησε το υπουργείο Εργασίας πόρρω απέχει από την επαναφορά κάποιων εξωφρενικών επιδομάτων που δίδονταν κυρίως σε διάφορές ΔΕΚΟ και καταργήθηκαν σταδιακά από τις αρχές του 2000 και όχι μόνο για μνημονιακούς λόγους.

Η αύξηση του κατώτατου

Βεβαίως το μείζον θέμα που απασχολεί εργοδότες και εργαζομένους είναι αυτό της αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού. Εξαιτίας της βαρύνουσας οικονομικής αλλά και πολιτικής σημασίας που έχει αυτή η εξέλιξη αλλά και δεδομένου του πολιτικού σκηνικού που διαμορφώνεται επικρατούν σκέψεις στην κυβερνητική ηγεσία για πλέον εμπροσθοβαρή επαναφορά του βασικού στα 751 ευρώ.

Σύμφωνα και με παλαιότερα ρεπορτάζ του Documento εξετάστηκαν σενάρια βάσει του πορτογαλικού μοντέλου για την επαναφορά στα επιθυμητά επίπεδα του κατώτατου μισθού σε τρεις δόσεις. Η αρχική σκέψη ήταν για μια ομαλή, σταδιακή σε τέσσερις ετήσιες δόσεις αύξηση του υπάρχοντος βασικού μισθού των 581 ευρώ. Σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες εξετάζεται σοβαρά το ενδεχόμενο οι τέσσερις ετήσιες δόσεις αυξήσεων να γίνουν εξαμηνιαίες, ώστε μέχρι το τέλος του 2020 να έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος της αναπροσαρμογής.

Πρακτικά για να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ 581 και 751 ευρώ (170 ευρώ) σε τέσσερις δόσεις σημαίνει περίπου 6,5-6,7% αυξήσεις ανά εξάμηνο επί του τρέχοντος κάθε φορά μισθού ή συνολικά αύξηση της τάξης του 29,5%. Ενστάσεις ως προς τις συνέπειες που θα έχει μια τέτοια απόφαση στην απασχόληση διατυπώνονται από ορισμένες εργοδοτικές οργανώσεις σε κλάδους εντάσεως εργασίας, χωρίς όμως να υπάρχει κάθετα απορριπτικό κλίμα.

Δέσμη εργασιακών αλλαγών

Με την ψήφιση του νόμου για τις συλλογικές συμβάσεις, μια σειρά άλλες αλλαγές θεσμικού χαρακτήρα αλλά και την εισαγωγή κινήτρων διάφορων κατηγοριών δημιουργείται μια δέσμη εργασιακών μέτρων που αλλάζει σημαντικά το τοπίο και επαναφέρει ουσιαστικές πλευρές της εργασιακής κανονικότητας.

Οι βασικές αλλαγές που μέχρι στιγμής έχουν κατοχυρωθεί ή έχουν εξαγγελθεί με δεσμευτικό τρόπο από την κυβέρνηση είναι οι εξής:

· Επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων.

· Επαναφορά της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εφόσον τις υπογράφουν κλαδικές εργοδοτικές ενώσεις που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 51% του κλάδου.

· H συλλογική σύμβαση εργασίας θα καθίσταται υποχρεωτική με απόφαση υπουργού για το σύνολο των εργαζομένων του κλάδου εφόσον οι εργοδοτικές ενώσεις αντιπροσωπεύουν το 51% των εργοδοτών του κλάδου.

· Αύξηση κατώτατου μισθού.

· Οι εργοδοτικές εισφορές, προσαυξημένες κατά 50%, εκπίπτουν από τη φορολογία για κάθε νέα πρόσληψη ή για κάθε μετατροπή μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης σε πλήρη απασχόληση.

· Επανέρχεται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία – ΟΜΕΔ (π.χ. οι εργαζόμενοι χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εργοδότη).

· Ενισχύεται το στάδιο της διαμεσολάβησης για συλλογικές εργατικές διαφορές.

· Ξεπαγώνουν μέσω των συλλογικών συμβάσεων επιδόματα και πολυετίες, ύστερα βέβαια από συμφωνία εργαζομένων – εργοδοτών.

Από τα παραπάνω, τόσο το κίνητρο της ενισχυμένης φορολογικής απαλλαγής με 50% επιπλέον της εργοδοτικής δαπάνης των νέων θέσεων εργασίας όσο και η προωθούμενη ρύθμιση απαλλαγής από τα πρόστιμα για τους εργοδότες που προσλαμβάνουν με σχέση αορίστου χρόνου εργαζόμενο για τον οποίο το ΣΕΠΕ έχει πιστοποιήσει ότι εργαζόταν αδήλωτος αποτελούν μοχλούς ενίσχυσης της απασχόλησης και ανάταξης των εργασιακών σχέσεων στην προμνημονιακή περίοδο, όπως εξάλλου και η συμπεφωνημένη πλέον αναλογία προσλήψεων στο δημόσιο «μία πρόσληψη για κάθε αποχώρηση».

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter