Το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» του Ζορζ Σιμενόν κυκλοφορεί σε μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ από τις εκδόσεις Άγρα.
Σε ό,τι αφορά προσωπικά τον Kέες Πόπινγκα, πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι στις οκτώ η ώρα το βράδυ υπήρχε ακόμη χρόνος, καθώς το πεπρωμένο του δεν είχε ακόμη καθοριστεί. Όμως χρόνος για τί; Μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που επρόκειτο να κάνει, έχοντας εξάλλου την απόλυτη πεποίθηση ότι οι κινήσεις του δεν θα είχαν μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια των χιλιάδων, των μυριάδων ημερών που προηγήθηκαν; […] Θα σήκωνε τους ώμους του με αδιαφορία αν του έλεγαν ότι η ζωή του θα άλλαζε απότομα και ότι αυτή η φωτογραφία, που βρισκόταν πάνω
στο τραπεζάκι του σαλονιού και τον έδειχνε όρθιο στο κέντρο της οικογένειάς του, με το χέρι του νωχελικά ακουμπισμένο στη ράχη μιας καρέκλας, θα δημοσιευόταν σε όλες τις εφημερίδες της Eυρώπης. […]
Το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» (1938) εγκαινιάζει μια θεματική που συναντούμε συχνά στο έργο του Σιμενόν, εκείνη της « αποκλίνουσας συμπεριφοράς »: μια κρίση προκαλεί την κατάρρευση του κοινωνικού περίγυρου του πρωταγωνιστή, ο οποίος ξεκόβει από το περιβάλλον του, περιπλανιέται αναζητώντας τη χαμένη ελευθερία και ταυτότητά του, και ξεκινώντας από ένα έγκλημα καταλήγει στην τρέλα. Το τακτικό και καλοβολεμένο περιβάλλον του Κέες Πόπινγκα καταρρέει όταν το αφεντικό του τού ανοίγει τα μάτια και τον κάνει να δει τις απάτες που
κρύβονται πίσω από τη φαινομενικά ήρεμη και καθωσπρέπει αστική ζωή, από τη φαινομενικά εύρωστη εμπορική επιχείρηση.
Ο Πόπινγκα στην αρχή υπερηφανεύεται που προκαλεί το κοινωνικό σύνολο και, μεγαλομανής μέσα στην παράνοιά του, υποφέρει που δεν είναι δημοφιλής σαν άλλους δολοφόνους, όπως ο Λαντρύ· κατόπιν παρουσιάζεται σιγά σιγά ως το θύμα μιας πλεκτάνης στην οποία συμμετέχει όλο το κοινωνικό σύνολο.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στην κινηματογραφική οθόνη το 1953 από τον Βρετανό Harold French με τίτλο The Man Who Watched Trains Go By (στις ΗΠΑ: The Paris Express) και τον Claude Rains στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Ζωρζ Σιμενόν, Βέλγος γαλλόφωνος συγγραφέας, γεννήθηκε στη Λιέγη το 1903. Αποφάσισε από νωρίς να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη La Gazette de Liège. Το πρώτο μυθιστόρημά του, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο Georges Sim, εκδόθηκε το 1921: Au pont des Arches, petite histoire liégeoise. Το 1922 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του, τη ζωγράφο Ρεζ ιν Ρανσόν, στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Μεταξύ του 1923 και του 1933 δημοσιεύτηκαν σχεδόν διακόσια μυθιστορήματά του, πάνω από χίλιες ιστορίες και απειράριθμα άρθρα
του. Το 1929 ο Σιμενόν σχεδιάζει τον πρώτο Μαιγκρέ : Πιέτρ ο Λετονός. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Fayard το 1931 και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ έγινε σύντομα εξαιρετικά δημοφιλής.
Ο Σιμενόν έγραψε συνολικά εβδομηνταδύο περιπέτειες με τον Μαιγκρέ ( καθώς και πολλές συλλογές διηγημάτων – μέχρι τον τελευταίο Μαιγκρέ το 1972, Ο Μαιγκρέ και ο κύριος Σαρλ).
Λίγο αργότερα, ο Σιμενόν άρχισε να γράφει αυτά που ονόμαζε « μυθιστορήματα – μυθιστορήματα » η « σκληρά μυθιστορήματα »: πάνω από εκατόν δέκα τίτλους, από το Ξενοδοχείο της Αλσατίας (1931) μέχρι τους Αθώους (1972), με πιο γνωστά τα έργα Το σπίτι στο κανάλι (1933), Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (1938 − Άγρα, 2004), Ο δήμαρχος της Φυρν (1939), Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι (1940 − Άγρα, 2011), Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν (1946 − Άγρα, 2007 ), Γράμμα στον δικαστή μου (1947), Το χιόνι ήταν βρόμικο (1948 − Άγρα, 2011), Ο ανθρωπάκος από το Αρχάγγελσκ (1956− Άγρα, 2009), Η φυγή του κυρίου Μοντ (1945−
Άγρα, 2012), Ο θάνατος της Μπελλ (1952 − Άγρα, 2012), Ο Γάτος (1967 − Άγρα, 2010), Σεληνιασμός (1933 − Άγρα, 2013), Στριπτήζ (1958 − Άγρα, 2015), Ο άνθρωπος από το Λονδίνο (1933 − Άγρα, 2014), Μπέττυ (1961 − Άγρα, 2016) κ.α.
Παράλληλα με αυτή την εντατική λογοτεχνική δραστηριότητα, ταξιδεύει συνεχώς· εγκαταλείπει το Παρίσι και εγκαθίσταται στη Σαρέντ και κατόπιν, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, στη Βαντέ. Το 1945 αφήνει την Ευρώπη για την Αμερική, όπου θα διαμείνει δέκα χρόνια. Επιστρέφει έπειτα στη Γαλλία και εγκαθίσταται οριστικά στην Ελβετία. Από το 1972 αποφασίζει να σταματήσει το γράψιμο. Με τη χρήση ενός μαγνητοφώνου αφοσιώθηκε έκτοτε στις εικοσιδύο Υπαγορεύσεις του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματά του Memoires intimes (1981). Πέθανε στη Λωζάννη το 1989.
Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.