Εντυπωσιακές αλλαγές στη ζωή των πολιτών, στη λειτουργία των επιχειρήσεων και στο έργο των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων της Ελλάδας θα φέρει η αναβάθμιση του δικτύου των τηλεπικοινωνιών και το πέρασμα του συνόλου του δικτύου στην εποχή των οπτικών ινών.
Οι πολίτες θα έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν πολλαπλάσιες ταχύτητες σύνδεσης και θα δημιουργηθούν νέα κίνητρα για τους διεθνείς επενδυτές, επισημαίνει ο γενικός γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Βασίλης Μαγκλάρας. Παράλληλα, οι Νεκτάριος Ταβερναράκης, Περικλής Αβραμόπουλος και Εμμανουήλ Βαρβαρίγος, καθηγητές στα ΑΕΙ της Ελλάδας, που μιλούν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ υπογραμμίζουν ότι «η αναβάθμιση των υποδομών δικτύωσης της χώρας, εκτός από τις πρακτικές επιπτώσεις που θα έχει για την καθημερινότητα των πολιτών και την επιχειρηματική δραστηριότητα, είναι και εξαιρετικά σημαντική για το σύνολο του ερευνητικού ιστού της Ελλάδας».
Ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, Νίκος Παππάς, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να επενδύσει τουλάχιστον 2 δισεκατομμύρια ευρώ για τη μετάβαση του δικτύου επικοινωνιών στις οπτικές ίνες, με στόχο -όπως επισημαίνει στο Πρακτορείο ο γγ Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Βασίλης Μαγκλάρας- την ανάπτυξη ενός δικτύου κατάλληλου, που θα δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε η χρήση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών να ωφελήσουν την οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
«Η ανάπτυξη σύγχρονων τηλεπικοινωνιακών υποδομών αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα αλλά και μια μεγάλη πρόκληση για το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης και ειδικότερα για τη ΓΓΤΤ, που είναι η αρμόδια Γραμματεία. Και αυτό, γιατί πιστεύουμε ότι τα δίκτυα νέας γενιάς και η επακόλουθη ανάπτυξη της χρήσης των Τεχνολογιών Πληροφορικής κι Επικοινωνιών, αποτελούν έναν αναπτυξιακό μοχλό, έναν καταλύτη που θα ωφελήσει οριζόντια όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας και θα μας επιτρέψει να κάνουμε το άλμα προς τα εμπρός», αναφέρει ο κ. Μαγκλάρας.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι στόχος της Γενικής Γραμματείας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων είναι η υλοποίηση του επικαιροποιημένου Εθνικού Ευρυζωνικού Σχεδίου, το οποίο προβλέπει στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου δικτύου οπτικών ινών, ικανό να καλύψει τις ανάγκες τόσο των πολιτών όσο και των επιχειρήσεων, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Όπως εξηγεί «οι δράσεις είναι σχεδιασμένες με τρόπο απόλυτα συμπληρωματικό στα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια, ώστε να μη στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, να μην αναστέλλουν τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις, αλλά αντίθετα να τονώνουν τον ανταγωνισμό και να προσελκύουν περαιτέρω επενδύσεις σε σύγχρονες υποδομές. Στόχος μας είναι η ανάπτυξη του απαραίτητου υποβάθρου σταθερών τηλεπικοινωνιακών υποδομών για την υποστήριξη των δικτύων 5G, του Internet of Things, των έξυπνων πόλεων και όλης της οικονομικής/επιχειρηματικής δραστηριότητας που συνδέεται με τις νέες αυτές τεχνολογίες. Πρόκειται για δράσεις με υψηλό προϋπολογισμό (άνω των 500 εκατ. ευρώ), ενώ είναι από τις λίγες δράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που η δημόσια παρέμβαση δεν περιορίζεται στην περιφέρεια, αλλά αφορά και τα αστικά κέντρα».
«Πρόσφατη έρευνα κατέληξε στην εκτίμηση ότι αύξηση 1% των συνδέσεων οπτικών ινών επιφέρει αύξηση της τάξης 0.02-0.04% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Προφανώς η σχέση της διείσδυσης των οπτικών ινών με την αύξηση του ΑΕΠ δεν είναι γραμμική, ωστόσο για τη χώρα μας όπου συζητάμε για άλλη τάξη μεγέθους στην αύξηση των συνδέσεων, μπορεί εύκολα να αναλογιστεί κανείς τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη», δήλωσε ο κ. Μαγκλάρας.
Τέλος, ο γγ Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων πρόσθεσε ότι παράλληλα υλοποιείται, σε συνεργασία με το Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΔΕΤ) και η δράση αναβάθμισης των δικτυακών υποδομών των ακαδημαϊκών φορέων της χώρας, ένα έργο προϋπολογισμού 18.7 εκατομμυρίων ευρώ.
«Η αναβάθμιση των δικτυακών υποδομών αποτελεί προϋπόθεση για την εκτέλεση όλων των προηγμένων εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων τους. Σημαντικό μέρος των υποδομών των ιδρυμάτων αυτών είναι πεπαλαιωμένης τεχνολογίας και αδυνατούν να υποστηρίξουν το τρέχον απαιτητικό εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο των μελών τους» λέει ο κ. Μαγκλάρας για να συμπληρώσει ότι οι επενδύσεις αυτές συμβάλλουν στην επίτευξη των κοινοτικών στόχων της ευρυζωνικότητας (ΝGΑ), καθώς οδηγούν σε υπερυψηλές ταχύτητες πρόσβασης στο Διαδίκτυο, για αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες νέους χρήστες, από όλες τις γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας». «Η Πράξη συμβάλλει ουσιαστικά στην ηλεκτρονική ενσω?άτωση καθώς και στην αξιοποίηση των ΤΠΕ για την αναβάθμιση του επιπέδου της εκπαίδευσης, ενώ αποτελεί και σημαντικό πόλο ανάπτυξης ευρυζωνικών υποδο?ών νέας γενιάς εντός των ιδρυμάτων», κατέληξε.
Η αναβάθμιση των υποδομών δικτύωσης είναι εξαιρετικά σημαντική για το σύνολο του ερευνητικού ιστού της Ελλάδας
O καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας Νεκτάριος Ταβερναράκης, δήλωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι μια τέτοιου είδους αναβάθμιση θα έχει θετικές επιπτώσεις τόσο για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, όσο και για τα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.
«Η αναβάθμιση των υποδομών δικτύωσης της χώρας, εκτός από τις πρακτικές επιπτώσεις που θα έχει για την καθημερινότητα των πολιτών και την επιχειρηματική δραστηριότητα, είναι και εξαιρετικά σημαντική για το σύνολο του ερευνητικού ιστού της χώρας. Ο λόγος είναι ότι η έρευνα από τη φύση της απαιτεί τη στενή επικοινωνία και ανταλλαγή δεδομένων ανάμεσα σε ερευνητικές ομάδες και εργαστήρια Πανεπιστημίων και Ερευνητικών Κέντρων. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, ο όγκος των δεδομένων που πρέπει να διακινηθεί είναι τεράστιος. Οι ευρυζωνικές διασυνδέσεις επομένως, είναι απολύτως απαραίτητες για την απρόσκοπτη διεξαγωγή ερευνητικών δραστηριοτήτων. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι το ίδιο το διαδίκτυο (World Wide Web) ξεπήδησε και δημιουργήθηκε μέσα ακριβώς από μια τέτοια ανάγκη διασύνδεσης ερευνητικών ομάδων στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Έρευνας Πυρηνικής Φυσικής και Στοιχειωδών Σωματιδίων (CERN), πριν από σχεδόν 30 χρόνια. Αυτό το ιστορικό γεγονός καταδεικνύει την αναγκαιότητα της άμεσης διασύνδεσης των επιστημόνων για την ευόδωση των ερευνητικών προσπαθειών», δήλωσε ο κ. Ταβερναράκης.
«Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι η εξασφάλιση υψηλών ταχυτήτων πρόσβασης στο διαδίκτυο είναι ιδιαίτερης σημασίας για μια περιφερειακή χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία βρίσκεται μακριά από Ευρωπαϊκά και Διεθνή Κέντρα Ερευνητικής Δραστηριότητας. Η γρήγορη και αξιόπιστη επικοινωνία με αυτά τα κέντρα είναι απαραίτητη για τη διεξαγωγή υψηλής στάθμης έρευνας και στη χώρα μας», πρόσθεσε ο ίδιος.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Περικλής Αβραμόπουλος του Τομέα Συστημάτων Μετάδοσης Πληροφορίας και Τεχνολογίας Υλικών της Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η μετάβαση του δικτύου επικοινωνιών στις οπτικές ίνες είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα ΑΕΙ/ΤΕΙ της Ελλάδας.
«Οποιαδήποτε βελτίωση των υποδομών ΑΕΙ/ΤΕΙ είναι εξαιρετικά ευπρόσδεκτη, ειδικά σε μια τόση δύσκολη περίοδο για τη χώρα. Επίσης, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι κατάλληλη η επένδυση της Πολιτείας στα ΑΕΙ/ΤΕΙ, τα οποία έχουν στόχο την εκπαίδευση των νέων ανθρώπων που αποτελούν ελπίδα για το μέλλον», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Αβραμόπουλος.
Σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ αναφορικά με την επένδυση αυτή που σκοπεύει να κάνει η κυβέρνηση, ο Εμμανουήλ Βαρβαρίγος, καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου του Τομέα Συστημάτων Μετάδοσης Πληροφορίας και Τεχνολογίας Υλικών, είπε ότι τα δίκτυα αποτελούν τους αυτοκινητόδρομους για τη μεταφορά των ψηφιακών αγαθών, σημειώνοντας ότι η εξέλιξη αυτή είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
«Οι ρυθμοί μετάδοσης στα δίκτυα εξαρτώνται ως γνωστόν από το μέσο του καναλιού και την απόσταση της μετάδοσης. Όταν το οπτικό κομμάτι επεκτείνεται (φτάνοντας στο ΚΑΦΑΟ, το κτίριο ή και τελικά μέσα στο ίδιο το σπίτι) μειώνοντας ισόποσα το χάλκινο μήκος, οι ρυθμοί μετάδοσης που είναι διαθέσιμοι στον τελικό χρήστη αυξάνουν σημαντικά. Τα πιο πολλά αγαθά που καταναλώνονται είναι πλέον ψηφιακά (ταινίες, μουσική, βιβλία, ειδήσεις, τηλεφωνία, παραγγελίες, κρατήσεις, κ.λπ). Μέσω των κοινωνικών δικτύων αλλά και των έξυπνων συσκευών ο χρήστης πλέον δεν καταναλώνει μόνο παθητικά αλλά γεννάει και ο ίδιος πληροφορία προς μετάδοση και χρήση από άλλους», δήλωσε ο κ. Βαρβαρίγος.
Σύμφωνα με τον κ. Βαρβαρίγο τα οφέλη που θα προκύψουν από την οπτικοποίηση των δικτύων έως τον τελικό χρήστη μπορεί να είναι πολύ σημαντικά σε βάθος χρόνου και μπορεί να αντισταθμίσουν άλλα μειονεκτήματα της οικονομίας της χώρας. «Βέβαια δεν μπορεί, επ’ ουδενί, να θεωρηθεί ότι η Ελλάδα πλεονεκτεί σε σχέση με άλλα κράτη στο θέμα των δικτύων, μιας και έχει χάσει πολύτιμο χρόνο (θυμίζω τα μητροπολιτικά οπτικά δίκτυα που αναπτύχθηκαν με μεγάλο κόστος σε δεκάδες δήμους στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και που στην συνέχεια δεν αξιοποιήθηκαν όπως έπρεπε λόγω της εγκληματικής κρατικής γραφειοκρατίας)», ανέφερε ο κ. Βαρβαρίγος για να προσθέσει ότι «η τωρινή ανακοίνωση είναι ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση που θα πρέπει στην συνέχεια να ακολουθηθεί από πολλά άλλα».
Οι οπτικές ίνες είναι πολύ λεπτά νήματα κατασκευασμένα είτε από πλαστικό είτε από γυαλί, μέσω των οποίων μεταδίδονται ψηφιακά δεδομένα υπό τη μορφή φωτός. Οι πρώτες οπτικές ίνες έκαναν την εμφάνισή τους πρώτη φορά τη δεκαετία του 1970 και σε περίπου διάστημα 10 ετών υιοθετήθηκαν από τηλεπικοινωνιακά δίκτυα σε πολλές περιοχές του κόσμου.
Ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τις οπτικές ίνες από τα συμβατικά καλώδια χαλκού είναι ότι περιέχουν απίστευτα υψηλή χωρητικότητα μεταδόσεως, κάτι που σημαίνει ότι μπορούν να μεταβιβάσουν μεγάλο αριθμό πληροφοριών ταυτόχρονα σε μεγάλες αποστάσεις, χωρίς την παρεμβολή ενισχυτών. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνουν υψηλές ταχύτητες που στο παρελθόν δεν ήταν εφικτές, ανοίγοντας νέους δρόμους για την παροχή νέων και σημαντικών υπηρεσιών.