Ένοχοι για τον βασανισμό του Χρήστου Χρονόπουλου μέσα στο Α.Τ. Καλλιθέας το 2007 κρίθηκαν και σε δεύτερο βαθμό, από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας μετά από μία μαραθώνια ακροαματική διαδικασία 7 και πλέον μηνών οι δύο κατηγορούμενοι αστυνομικοί, Αριστείδης Κόκκινος και Νίκος Σουτόγλου.
«Πρόκειται για μία ακριβοδίκαιη κρίση του Δικαστηρίου, πλήρως εναρμονισμένη με το κράτος Δικαίου», αναφέρει σε δελτίο Τύπου που εξέδωσε ο συνήγορος υποστήριξης της κατηγορίας Θεόδωρος Μαντάς.
Οι δύο αστυνομικοί καταδικάστηκαν τελεσίδικα σε τρία χρόνια με αναστολή, για τη βαριά σωματική βλάβη που προκάλεσαν στον 48χρονο σήμερα, Χρήστο Χρονόπουλο, 15 ολόκληρα χρόνια μετά τον άγριο βασανισμό του.
Αξίζει να σημειωθεί πως η υπόθεση έχει μεγάλο νομικό ενδιαφέρον, καθώς για πρώτη φορά έγινε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 137Α του Ποινικού Κώδικα που κάνει λόγο για βασανιστήριο κρατουμένου.
Διαβάστε επίσης: Χρήστος Χρονόπουλος: «Δεν έκανα τίποτα εγώ. Αυτοί με πείραξαν»
Το χρονικό του βασανισμού
Ο Χρ. Χρονόπουλος, 48 χρονών σήμερα, με διαγνωσμένη ψυχική νόσο, δεκαπέντε χρόνια πριν δεν είχε καμία σωματική βλάβη. Σήμερα είναι ανάπηρος σε ποσοστό άνω του 67%. Οι βασανιστές του τον παρέλαβαν στις 22 Μαΐου 2007 όρθιο και μέσα σε τέσσερις ώρες τον παρέδωσαν σε κωματώδη κατάσταση στο Θριάσιο νοσοκομείο. Έφερε σοβαρότατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, αφού τον είχαν σακατέψει στο ξύλο έπειτα από προσαγωγή του στο τμήμα για «παρενόχληση» θαμώνων σε καφετέρια, ο ιδιοκτήτης της οποίας –ήταν αυτός που κάλεσε το 100– τους είχε επισημάνει ότι επρόκειτο για άτομο με ψυχολογικά προβλήματα.
Δύο ώρες μετά την προσαγωγή του στο Α.Τ. Καλλιθέας, κλήθηκε το ΕΚΑΒ, το οποίο παρέλαβε τον Χρήστο Χρονόπουλο – τον οποίο οι αστυνομικοί δήλωσαν με άλλο όνομα – σε κωματώδη κατάσταση και διακομίστηκε στο Θριάσιο Νοσοκομείο όπου και διαπιστώθηκε βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Επιπλέον έφερε παντού μώλωπες και σημάδια κακοποίησης σε όλο του το σώμα.
Εισήχθη στο χειρουργείο όπου και υπεβλήθη σε νευροχειρουργική επέμβαση, νοσηλεύτηκε τρεις μήνες σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και έξι μήνες συνολικά και τελικά η κακοποίηση προκάλεσε μόνιμη ολική κινητική αναπηρία η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα.
Επτά χρόνια μετά την πρωτόδικη καταδίκη των δύο αστυνομικών, οι οποίοι δεν έχουν περάσει ούτε μία ημέρα μες στη φυλακή, το μαρτύριο του Χρήστου στις δικαστικές αίθουσες τελείωσε.
Ανήμπορος να αυτοεξυπηρετηθεί, με συμπαραστάτη που του έχει ορίσει η Δικαιοσύνη, ζει στην Πάτρα με τη θεία του η οποία έχει αναλάβει τη φροντίδα του. Δεν μπορεί να σηκωθεί, έχει ακράτεια, δεν μπορεί να μείνει μόνος του ούτε λεπτό και η μνήμη του είναι αδύναμη.
Η ζωή του Χρήστου άλλαξε σε ένα απόγευμα, επειδή κάποιοι εκμεταλλευόμενοι τη στολή και την εξουσία που τους παρέχει το κράτος, πιστεύοντας πως η πολιτεία θα τους καλύψει, ξέσπασαν πάνω σε έναν ψυχικά νοσούντα, ο οποίος είχε χάσει τον πατέρα του λίγες ημέρες πριν, και μετέτρεψαν έναν αυτοεξυπηρετούμενο και αρτιμελή άνθρωπο σε σάκο του μποξ.
Το δικαστικό χρονικό
Σύμφωνα με το αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα που είχε εκδώσει το Συμβούλιο Εφετών, οι αστυνομικοί «χτύπησαν με πρόθεση επανειλημμένως τον προσαχθέντα σε πολλά σημεία του σώματός του με θλώντα αμβλέα όργανα (πιθανόν με σφιγμένες τις γροθιές τους)», με αποτέλεσμα να επέλθει μεταξύ άλλων «βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση που προκάλεσε μεγάλη έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών, βραδυψυχισμό, μετατραυματική αμνησία και επιληπτικές κρίσεις».
Δύο δικαστικά συμβούλια, παρά τις αντίθετες γνωμοδοτήσεις των εισαγγελέων, είχαν εκδώσει απαλλακτικά βουλεύματα για τους κατηγορούμενους, με τη λογική ότι «δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής», καθώς επίσης ότι το θύμα αυτοτραυματίστηκε. Το ίδιο φυσικά είχαν υποστηρίξει και οι αστυνομικοί οι οποίοι είχαν αναφέρει ότι ο Χρ. Χρονόπουλος τραυμάτισε το κεφάλι του χτυπώντας το πάνω στον πάγκο του μπαρ της καφετέριας, αντιστεκόμενος την ώρα που προσπαθούσαν να τον προσαγάγουν.
Φυσικά, όλες αυτές οι αντιφάσεις και οι ασάφειες, οι εισαγγελικές προτάσεις αλλά και οι πιέσεις του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Θεόδωρου Μαντά οδήγησαν στην αναίρεση του απαλλακτικού βουλεύματος και στην απόφαση του Αρείου Πάγου να παραπέμψει τη δικογραφία στο Συμβούλιο Εφετών.
Τα περί… αυτοτραυματισμού του θύματος προσέκρουσαν στην αντίφαση ότι στο βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων στις 23 Μαΐου δεν έχει γίνει καμία απολύτως αναφορά σχετικά με αντίσταση ή κάποιο χτύπημα, αλλά το μόνο που καταγράφεται είναι πως ο Χρ. Χρονόπουλος βρισκόταν υπό την επήρεια «ουσιών και μέθης», πράγμα που καταρρίπτεται από τις εξετάσεις που έκανε ο τραυματιοφορέας του ΕΚΑΒ όταν τον παρέλαβε από το ΑΤ Καλλιθέας.
Η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για χτύπημα είναι με συμπληρωματική εγγραφή έξι ολόκληρες ημέρες μετά το συμβάν, στις 29 Μαΐου 2007, όταν ήδη η υπόθεση βρισκόταν στην επικαιρότητα.
Η πρωτόδικη καταδίκη
Οκτώ χρόνια μετά το περιστατικό του βασανισμού, το 2015, το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο καταδίκασε σε οκτώ χρόνια κάθειρξη με αναστολή, χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικών, τους αστυνομικούς Αριστείδη Κόκκινο και Νίκο Σουτόγλου για τον άγριο βασανισμό του Χρ. Χρονόπουλου.
Στην ίδια δίκη δικάστηκαν και οι αστυνομικοί οι οποίοι αποτελούσαν το πλήρωμα του περιπολικού που τον μετέφερε, για τους οποίους όμως το δικαστήριο έκρινε ότι υπέπεσαν σε πλημμελήματα που στο μεταξύ είχαν παραγραφεί.
Καθυστέρησε η αποζημίωση
Το 2019, δώδεκα χρόνια μετά τον άγριο βασανισμό του, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά με ένα σκεπτικό-κόλαφο για τις ευθύνες των αστυνομικών-βασανιστών, που υπερέβησαν όπως τονίζεται ακόμη και «τα ακραία όρια» παρέμβασης, επιδίκασε σε βάρος του ελληνικού δημοσίου χρηματική αποζημίωση για το σωματικό μαρτύριο και την ψυχική δοκιμασία που υπέστη ο Χρήστος.
Συγκεκριμένα το δικαστήριο με απόφασή του, που καταδεικνύει και τη βαριά ποινική ευθύνη των αστυνομικών, υποχρέωσε το ελληνικό δημόσιο να καταβάλει αποζημίωση ύψους 200.000 ευρώ καθώς και μηνιαίο ποσό 600 ευρώ, εν είδει επιδόματος, για πέντε χρόνια.
Από την πλευρά του, το ελληνικό δημόσιο προκλητικά αλλά ευτυχώς ανώφελα, καθώς άσκησε έφεση κατά της απόφασης η οποία απορρίφθηκε, ισχυρίστηκε ότι το θύμα ήταν… συνυπαίτιο κατά 95% γι’ αυτό που του συνέβη, αφού τραυματίστηκε από δικές του επικίνδυνες κινήσεις.
Το σκεπτικό της απόφασης που πλέον έχει τελεσιδικήσει αναφέρει συγκεκριμένα: «…προκύπτει ότι ο Χρήστος Χρονόπουλος υπέστη σοβαρή βλάβη της υγείας του από πράξεις των οργάνων του Δημοσίου στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων τους. Οι σωματικές βλάβες που υπέστη προήλθαν συνεπεία βίαιης συμπεριφοράς που επέδειξαν οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια της σύλληψης και κράτησής του στο ΑΤ Καλλιθέας, όπου ως αστυνομικοί στα καθήκοντα των οποίων αναγόταν η φύλαξη και επιμέλεια του κρατουμένου, ενεργώντας από κοινού κατάφεραν με πρόθεση και επανειλημμένα χτυπήματα στο κεφάλι του, αλλά και σε πολλά σημεία του σώματός του, με θλώντα αμβλέα όργανα, προκαλώντας του πολλαπλές σωματικές κακώσεις και βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, εξαιτίας της οποίας υπέστη μεγάλη έκπτωση νοητικών λειτουργιών, βραδυψυχισμό, μετατραυματική αμνησία, επιληπτικές κρίσεις, και πλήρη αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του […] τον αντιμετώπισαν με σκληρότητα δυσανάλογη προς τον σκοπό που επιδίωκαν, δεδομένου ότι ήταν άτομο που χρειαζόταν λόγω της ψυχικής του πάθησης, η οποία έγινε αμέσως αντιληπτή, ιδιαίτερη ψυχιατρική αντιμετώπιση με τη συνδρομή κατάλληλων νοσηλευτών…».
Και συνεχίζει: «…η επιλογή της προσφυγής στη βία υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες από τα αστυνομικά όργανα δεν τελεί σε εύλογη σχέση με το συνταγματικό δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του Χρήστου Χρονόπουλου που επλήγη, αλλά υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα αστυνομικά όργανα να επιλέγουν τον τρόπο παρέμβασής τους και συνιστά παράνομη συμπεριφορά…».
Το δικαστήριο αναφερόμενο στην πραγματική αποστολή των αστυνομικών τονίζει ότι «ως εγγυητές του εννόμου αγαθού της προσωπικής ασφάλειας θα έπρεπε να διαφυλάττουν τα υπέρτερης αξίας συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας των πολιτών και να παρεμποδίσουν – εν προκειμένω– την επέλευση του βλαπτικού αποτελέσματος».
Διαβάστε επίσης: