Άτεγκτα τα κριτήρια βιωσιμότητας που θέτουν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών
Το κλείσιμο της ένατης αξιολόγησης δείχνει τον δρόμο της ελληνικής οικονομίας στη μετά Covid εποχή. Είναι μια πορεία που περιέχει απότομους γκρεμούς για τους μικρομεσαίους στην Ελλάδα. Η παγίδα που έχει στηθεί και δεν έχει αφήσει περιθώρια ελιγμών, οπότε μοιάζει με χορό του Ζαλόγγου, είναι τα κριτήρια βιωσιμότητας για την ένταξη σε προγράμματα στήριξης.
Οι αξιολογητές σε όλες τις συζητήσεις με τους επιτελείς της ελληνικής πλευράς ήταν σαφείς. Από Απρίλιο το πιθανότερο είναι η χώρα να εισέλθει πάλι στο καθεστώς της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής και της αυξημένης εποπτείας. Πρόκειται για την άρση, από πλευράς της Κομισιόν, της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής που υπήρχε το 2020 στο σύνολο της ευρωζώνης εξαιτίας της πανδημίας.
Οπως λοιπόν προκύπτει από τις συζητήσεις με τους απεσταλμένους των δανειστών μας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα στις επόμενες ημέρες θα αποφασίσει για τα μέτρα στήριξης. Εκεί βέβαια αναμένεται να κυριαρχήσει η γερμανική άποψη που επιτάσσει να μη θεσμοθετηθεί ανεξέλεγκτη στήριξη των επιχειρήσεων, αλλά οι ενισχύσεις να κατευθύνονται μόνο σε επιχειρήσεις οι οποίες θα θεωρούνται βιώσιμες βάσει κριτηρίων. Αυτός είναι ο λόγος που πλέον τα κυβερνητικά στελέχη κάνουν λόγο για στήριξη της πραγματικής οικονομίας εντός των δημοσιονομικών αντοχών.
Δεν σώζεται η κατάσταση σε λιανεμπόριο – εστίαση
Το θέμα είναι βέβαια τι θα γίνει με τις επιχειρήσεις. Είναι σαφές ότι μετά τη δεκαετή κρίση της χρεοκοπίας της χώρας που επέφεραν στα χρόνια της μεταπολίτευσης οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και από την οποία εξήλθε δειλά δειλά η πραγματική οικονομία κατά τη δεύτερη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ τα ταμειακά διαθέσιμα των επιχειρήσεων ήταν πολύ μικρά. Αν αναλογιστούμε δε ότι η χώρα εξήλθε από τα μνημόνια στα μέσα του 2018 και εισήλθε στην κάθετη πτώση του τζίρου από τα lockdowns από τις αρχές του 2020, τότε εύκολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις στην πραγματικότητα έχουν εξελιχτεί σε «ζόμπι». Αυτή μάλιστα είναι η κατάσταση που αποτυπώνει και σχετική έρευνα της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ). Σύμφωνα λοιπόν με το Ινστιτούτο της ΓΣΕΒΕΕ, «4 στις 10 επιχειρήσεις έχουν μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα και βρίσκονται μπροστά στο φάσμα του λουκέτου». Μάλιστα δύο στις δέκα επιχειρήσεις έχουν ταμειακά διαθέσιμα για έναν μήνα, ενώ μόλις το 16% των επιχειρήσεων έχει ταμειακή δυνατότητα για πάνω από έναν μήνα.
Μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον η χώρα βρίσκεται ήδη στη δαγκάνα του τρίτου lockdown εξαιτίας της ανικανότητας του Μητσοτάκη να διαχειριστεί την πανδημική κρίση ανοιγοκλείνοντας την ελληνική οικονομία. Την ίδια ώρα η Γερμανία εμφανίζεται αποφασισμένη να επαναφέρει από τον Απρίλιο τη σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία και η κυβέρνηση σχεδιάζει μέτρα στήριξης στη μετά Covid εποχή, τα οποία δεν θα μπορεί να αξιοποιήσει τουλάχιστον το 80% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας (είναι σαφές ότι αν δεν έχεις κεφαλαιακή επάρκεια για να βγάλεις έστω έναν μήνα, δεν μπορείς να θεωρηθείς βιώσιμος).
Για να καταλάβουμε τι μαγειρεύεται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης αρκεί να πούμε ότι η Deutsche Bank στην ουσία συμβουλεύει το… σκότωμα όσων δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν. Για την Deutsche Bank οι πληττόμενες από την κρίση μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν απειλή για την οικονομική ανάκαμψη της ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, σε έκθεσή της αναφέρει ότι «ο μεγάλος φόβος είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ειδικά στους κλάδους που έχουν επηρεαστεί περισσότερο από την πανδημία». Μάλιστα οι αναλυτές της θεωρούν ότι οι επιχειρήσεις αυτές «τείνουν να έχουν λιγότερο διαφοροποιημένες δραστηριότητες και είναι πιο επιρρεπείς στα παρατεταμένα οικονομικά σοκ». Εξειδικεύοντας η έκθεση αναφέρει ότι οι μικρομεσαίες έχουν υψηλό ειδικό βάρος στην αγορά εργασίας, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία (πράγματι στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις κάτω των 20 εργαζομένων συγκεντρώνουν περίπου το 50% του κόσμου της μισθωτής εργασίας). Ετσι, αυτές οι εταιρείες, καταλήγει ή έκθεση, θα μπορούσαν να βρεθούν με δυσανάλογα μεγάλο χρέος και να αποτελέσουν απειλή για την οικονομική ανάκαμψη.
Η τραγική επιλογή της αύξησης του χρέους
Ολα αυτά επιτείνονται από τον αλόγιστο δανεισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη εντός του 2020, ο οποίος δεν πέρασε στην πραγματική οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ένατη αξιολόγηση της πορείας της ελληνικής οικονομίας που δόθηκε την προηγούμενη Τετάρτη στη δημοσιότητα γίνεται λόγος για «χρέος της γενικής κυβέρνησης» που «θα φτάσει το 209% το 2020»! Αυτό κάνει τα πράγματα ακόμη πιο ασφυκτικά για τις ελληνικές επιχειρήσεις καθότι η έτσι και αλλιώς αδύναμη και μη έχουσα διαπραγματευτικά ατού κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει να λάβει ευρωπαϊκή έγκριση για τα κριτήρια βιωσιμότητας που θα εισαγάγει για τη στήριξη επιχειρήσεων στη μετά Covid εποχή.
Μάλιστα αυτή η στήριξη θα πρέπει να γίνει με περιορισμένα κονδύλια λόγω της γιγάντωσης του δημόσιου χρέους. Αυτό στην πράξη σημαίνει κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων και ραγδαία εξακόντιση του δείκτη ανεργίας (η συντριπτική πλειονότητα του 1 εκατ. μισθωτών που βρίσκεται σε καθεστώς αναστολής χαρακτηρίζεται «παγωμένοι άνεργοι» στα γραφεία των παραγωγικών υπουργείων). Βέβαια εκεί εισέρχεται η λαίλαπα που φέρνουν οι Τσακλόγλου – Χατζηδάκης, οι οποίοι θέλουν να περιορίσουν την ανεργία με τις χρυσοφόρες πολιτικές της κατάρτισης που τόσο θαυμάσαμε στις αρχές του 2020 με το «σκόιλ ελικικού».