Με αυξήσεις της τάξης του 30% στο ρεύμα κάνει ποδαρικό το 2023 καθώς οι εταιρείες προμήθειας, ενάντια στις θριαμβολογίες της κυβέρνησης για το πλαφόν στο φυσικό αέριο που «δίνει λύση στην ενεργειακή κρίση», ανακοίνωσαν για το ρεύμα του μηνός Ιανουαρίου τιμές αυξημένες κατά 18-41%. Η αύξηση των τιμολογίων στη ΔΕΗ, που δίνει ρεύμα στο 65% των καταναλωτών, έφτασε συγκεκριμένα στο 29%.
Δείτε επίσης: Ηλεκτρικό ρεύμα: 18 φορές ακριβότερη από τη Γερμανία η Ελλάδα του Μητσοτάκη
Ετσι οι τιμές του ρεύματος, που τον Δεκέμβριο είχαν πέσει στα χαμηλότερα επίπεδά τους από τον Αύγουστο (κατά τον οποίο άρχισε η εφαρμογή του νέου ενεργειακού μοντέλου της ΝΔ) και κινούνταν στη ζώνη των 36-40 λεπτών η κιλοβατώρα, με τη νέα χρονιά θα πάρουν αύξηση 10-11 λεπτών και θα φτάσουν στη ζώνη των 48-52 λεπτών η κιλοβατώρα.
Δεν πήραν το ρίσκο χαμηλότερης τιμής
Κατά την κυβερνητική εξήγηση οι τιμές του ρεύματος θα αυξηθούν τον Ιανουάριο ακολουθώντας την αύξηση των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς του ρεύματος που σημειώθηκε στις πρώτες 20 μέρες του Δεκεμβρίου. Δηλαδή ενώ η μέση τιμή της χονδρεμπορικής τον Νοέμβριο έκλεισε στα 227 ευρώ η μεγαβατώρα, τις πρώτες 20 μέρες του Δεκεμβρίου έφτασε στα 288 ευρώ, με αύξηση 25% έναντι του Νοεμβρίου, η οποία θα περάσει στους τελικούς καταναλωτές. Βεβαίως εδώ και μια βδομάδα η χονδρεμπορική τιμή έχει πέσει ραγδαία κοντά στη ζώνη των 200 ευρώ, προμηνύοντας ότι ο Δεκέμβριος θα κλείσει με τιμή αρκετά χαμηλότερη των 288 ευρώ, αλλά οι εταιρείες που πρέπει να δίνουν τιμή έως τις 20 κάθε μήνα για τον επόμενο δεν θέλησαν να πάρουν το ρίσκο της ανακοίνωσης χαμηλότερης τιμής, διακινδυνεύοντας ίσως ζημιές.
Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική από ό,τι περιγράφει το υπουργείο Ενέργειας και μισοεξήγησαν στελέχη τους. Οι εταιρείες προμήθειας δεν θέλουν να συγκρατήσουν τις τιμές Ιανουαρίου για να καλύψουν τις ζημιές με τις οποίες θα κλείσουν τελικά τον Δεκέμβριο (επειδή σημειώθηκε μια ανεξήγητη αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής που καμιά εταιρεία δεν είχε προβλέψει όταν έδινε τις σχετικά χαμηλότερες τιμές του συγκεκριμένου μήνα) αλλά και για να φτιάξουν κάβα, να αυξήσουν δηλαδή το χρήμα στα ταμεία τους ενόψει της έκτακτης φορολόγησής τους από την κυβέρνηση.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι με βάση το νέο ενεργειακό μοντέλο που έθεσε σε εφαρμογή η ΝΔ το περασμένο καλοκαίρι, οι εταιρείες δίνουν προκαταβολικά βάσει εκτιμήσεων τις τιμές του επόμενου μήνα, ενσωματώνοντας υποχρεωτικά σ’ αυτές ένα ασφάλιστρο κινδύνου με κόστος αντιστάθμισης, χρησιμοποιώντας δηλαδή διάφορα εργαλεία της αγοράς. Οπως όμως όλος ο κόσμος έχει δει, η χρήση των εργαλείων αυτών έχει εκτοξεύσει σε ακόμη πιο υψηλά επίπεδα τις τιμές του ρεύματος και, σύμφωνα με τα νούμερα που έδωσε στη δημοσιότητα ο τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος, έχει οδηγήσει το τρίμηνο Σεπτεμβρίου – Νοεμβρίου σε τιμές ρεύματος με καπέ λο 86-156% σε σχέση με τις τιμές χονδρεμπορικής.
Για να αμυνθεί απέναντι στην κριτική του ΣΥΡΙΖΑ το υπουργείο Ενέργειας ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι θα επιβάλει φορολογία στα «υπερέσοδα» και των εταιρειών προμήθειας. Καθώς όμως, με βάση τις σχετικές ανακοινώσεις, η έκτακτη φορολογία θα επιβληθεί στο πεντάμηνο Αυγούστου – Δεκεμβρίου 2022 (άρα δεν θα συμπεριλάβει λογιστικά τον Ιανουάριο), οι εταιρείες αντί να χρηματοδοτήσουν τις αυξήσεις της χονδρεμπορικής τον Ιανουάριο με τμήμα της κάβας που μάζεψαν τους προηγούμενους μήνες πουλώντας με μεγάλο καπέλο το ρεύμα στους καταναλωτές και να απορροφήσουν μέρος τους (όπως κάνουν τον τελευταίο χρόνο πολλές βιομηχανίες τροφίμων), επέλεξαν να αυξήσουν την τιμή του ρεύματος μες στον χειμώνα, όταν η ζήτηση είναι παραδοσιακά αυξημένη, μεταφέροντας όλο το κόστος του χάους που έχει προκαλέσει το τρέχον ενεργειακό μοντέλο στην αγορά στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.
Θα καλυφθεί ξανά από τις επιδοτήσεις
Βεβαίως, μέρος της αύξησης αυτής –για να μείνει η τελική τιμή για τα νοικοκυριά στα 17-20 λεπτά την κιλοβατώρα και να μην υπάρξει πολιτικό κόστος για τη Νέα Δημοκρατία ενόψει εκλογών– θα καλυφθεί από την αύξηση των κρατικών επιδοτήσεων, οι οποίες τουλάχιστον για τον Ιανουάριο θα πρέπει, εκτός του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, να χρηματοδοτηθούν και από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Και κάπως έτσι οι κρατικές επιδοτήσεις, που είναι μεγαλύτερες αναλογικά για τα νοικοκυριά και μικρότερες αναλογικά για τις επιχειρήσεις, θα συνεχίσουν να σώζουν την κατάσταση στην αγορά. Στην είσοδο δε της νέας χρονιάς θα συγκρατήσουν έως ένα βαθμό την αύξηση των απλήρωτων λογαριασμών, που παραμένει ακόμη συγκρατημένη στο 20% με βάση τα τελευταία στοιχεία μεγάλων προμηθευτών για το δωδεκάμηνο Νοέμβριος 2021 – Νοέμβριος 2022, αλλά και την αύξηση των ποσών που βρίσκονται σε διακανονισμό, τα οποία κατά την ίδια περίοδο έχουν αυξηθεί κατά 100% για τα νοικοκυριά και κατά 700% για τις επιχειρήσεις.
Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι τι θα γίνει μετά τις εκλογές, όταν η όποια κυβέρνηση σχηματιστεί κληθεί να ανταποκριθεί στις εντολές του τελευταίου Eurogroup, που στο όνομα της μείωσης του δημοσιονομικού κόστους ζητά πλέον επιτακτικά από το 2023 και μετά οι επιδοτήσεις για το ρεύμα να δίνονται στοχευμένα και μόνο στις ευάλωτες ομάδες.
Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που σχεδίασε το συγκεκριμένο εκτρωματικό μοντέλο της αγοράς ενέργειας το οποίο αυξάνει τις τιμές του ρεύματος επανεκλεγεί, η κατάργηση των επιδοτήσεων θα οδηγήσει όλη την Ελλάδα στα βράχια.
Αν αλλάξει η κυβέρνηση, έχουμε την ελπίδα ότι η νέα θα προχωρήσει σε αλλαγές στις αγορές ηλεκτρικού ρεύματος ώστε να πέσουν επιτέλους οι τρελές σήμερα τιμές.