Η εποχή της πανδηµίας Covid-19, φαινόµενο για το οποίο κανείς δεν φαινόταν προετοιµασµένος, µας οδήγησε σε µια µακρά περίοδο υποχρεωτικού εγκλεισµού. Κοντεύουµε τα δύο χρόνια καραντίνας on-off, χωρίς η επιστηµονική κοινότητα να είναι σε θέση να αποφανθεί για το αν και πότε διαφαίνεται το οριστικό τέλος της.
Κατά την περίοδο αυτή οι καταγγελίες για φαινόµενα ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης σε τηλεφωνικές γραµµές βοήθειας και συµβουλευτικά κέντρα εκτινάχτηκαν, µε ανθρώπους να ζητάνε ψυχολογική ή και νοµική υποστήριξη. Λέγοντας ενδοοικογενειακή βία εννοούµε κάθε κακοποιητική συµπεριφορά ενός ατόµου προς ένα άλλο µες στο περιβάλλον µιας οικογένειας και αυτή µπορεί να πάρει τη µορφή σωµατικής, λεκτικής, συναισθηµατικής και σεξουαλικής βίας.
Τα στοιχεία είναι συνταρακτικά: κατά την περίοδο της πανδηµίας τα περιστατικά βίας που έχουν καταγραφεί επίσηµα έχουν τετραπλασιαστεί και τα επτά στα δέκα θύµατα είναι γυναίκες. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί µόνο τοπικό φαινόµενο αλλά παγκόσµιο, µε τον ΠΟΥ να καταγράφει σε όλο τον κόσµο αύξηση των περιστατικών βίας κατά 60%. Η ηλικιακή οµάδα που απευθύνθηκε στους ειδικούς της ψυχικής υγείας και στις γραµµές SOS ανήκε στο µεγαλύτερο ποσοστό στο φάσµα των 40-54 ετών.
Μόνο κατά την περσινή χρονιά (2020) οι συλληφθέντες για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, σύµφωνα µε επίσηµο έγγραφο του Λευτέρη Οικονόµου, υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη, το οποίο και διαβιβάστηκε στη Βουλή, έφτασαν τις 2.214. Την ανάγκη έγκαιρης παρέµβασης για την εξάλειψη της βίας στην οικογένεια µε την προτροπή να µη µείνουν σιωπηλά τα θύµατα τόνισαν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου µε αναρτήσεις και αναδηµοσίευση βίντεο στα οποία γίνεται γνωστή η τηλεφωνική γραµµή SOS 15900: «Μένουµε σπίτι δεν σηµαίνει υποµένουµε τη βία».
Κατά την περίοδο της καραντίνας είδαµε ότι η παλαιά «εστία», ο ιδιωτικός χώρος του καθενός από µας, δεν αποτέλεσε για όλο τον κόσµο ασφαλές καταφύγιο. Το lockdown κατήργησε την έννοια της ιδιωτικότητας όπως τη γνωρίζαµε, ιδιαίτερα όταν ο χώρος του σπιτιού µιας µέσης οικογένειας τεσσάρων ατόµων περιορίζεται σε λίγα τετραγωνικά. ∆εν υπήρξαν χώρος και χρόνος για εκτόνωση εκτός σπιτιού είτε µέσω της άθλησης είτε της διασκέδασης.
Ο εγκλεισµός πυροδότησε τα περιστατικά βίας και τα πολλαπλασίασε. Ετσι, πολλές γυναίκες κυρίως –χωρίς να λείπουν περιστατικά φυσικής ή λεκτικής βίας κατά των αντρών– υφίστανται για πολύ διάστηµα κακοµεταχείριση από πλευράς των συντρόφων/συζύγων τους έχοντας την ελπίδα να καταλαγιάσει κάποια στιγµή αυτή η «έκρηξη», ενώ στην πραγµατικότητα παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο.
Οι γυναίκες δεν µιλάνε ούτε σηκώνουν εύκολα το ακουστικό να καταγγείλουν το περιστατικό είτε επειδή συχνά εξαρτώνται οικονοµικά από τον θύτη και αναρωτιούνται «πού να πάω; Τι να κάνω; Πώς θα ζήσω;» είτε γιατί υπάρχει ακόµη το ταµπού πώς είναι δυνατόν να φτάσουν να καταγγείλουν τον πατέρα των παιδιών τους και µε τι τρόπο θα µεγαλώσουν αυτά τα παιδιά ψυχολογικά υγιή χωρίς την παρουσία του µες στο σπίτι.
Από την άλλη, οι άντρες-θύµατα βίας δεν τολµούν να αναφέρουν τέτοιο περιστατικό ούτε καν σε έναν πολύ δικό τους άνθρωπο λόγω κοινωνικού στιγµατισµού και από τον φόβο µήπως η άλλη πλευρά δεν τους πιστέψει ή δεν τους πάρει στα σοβαρά λόγω της δεδοµένης µεγαλύτερης µυϊκής δύναµης έναντι των γυναικών.
Οσον αφορά τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, κι εκεί υπήρξαν αυξηµένα περιστατικά βίας κατά την περίοδο της καραντίνας καθώς, µε τους πανεπιστηµιακούς χώρους κλειστούς σε όλη τη χώρα, πολλοί φοιτητές αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο πατρικό τους σπίτι και να υποστούν βία από οµοφοβικούς γονείς ή άλλα µέλη της οικογένειας. Τα ΛΟΑΤΚΙ άτοµα φοβούνται να µιλήσουν από φόβο ότι θα παρεξηγηθούν ή θα κατηγορηθούν ως προκλητικά, ακόµη και από το φιλικό τους περιβάλλον.
Το φαινόµενο της βίας δεν εφευρέθηκε βεβαίως αυτή την περίοδο του εγκλεισµού. Τώρα απλώς φάνηκε έντονα. Καλό θα ήταν να µάθουµε στα παιδιά µας ήδη από την πολύ µικρή ηλικία στο σπίτι και στον χώρο του σχολείου ότι η βία είναι σοβαρό ποινικό αδίκηµα. Οτι το να σηκώσεις το χέρι σε έναν πιο αδύναµο από σένα δεν σε κάνει µάγκα. Να τα εκπαιδεύσουµε στο σχολείο και το σπίτι να εκφράζουν τη γνώµη τους και τα συναισθήµατά τους χωρίς προσφυγή στη βία. Οτι κανείς δεν ανήκει σε κανέναν και κανείς δεν έχει για κτήµα του τον άλλο, ότι υπάρχουν και άλλες διέξοδοι σε ένα ενδοοικογενειακό αδιέξοδο, ότι κανένας δεν πρέπει να υποµένει συµπεριφορές που τον ταπεινώνουν και τον προσβάλλουν, από όποιο πρόσωπο κι αν προέρχονται. Χρειάζεται να εξαλειφθούν η µοιρολατρική στάση και η πεποίθηση των θυµάτων ότι «τώρα πια δεν αλλάζει τίποτε», ότι «όλα θα είναι πάντα τα ίδια», άρα η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης είναι αναγκαία ήδη από µικρή ηλικία για να µη φτάσουµε στην εύκολη θυµατοποίηση αργότερα. Επίσης η πολιτεία σε συνεργασία µε την αστυνοµία χρειάζεται να επιδεικνύει γρήγορα αντανακλαστικά στην παραµικρή καταγγελία περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας. Η σιωπή µας βαρύνεται µε ευθύνη.