Ενας οδικός χάρτης για την «Ορέστεια»

Ενας οδικός χάρτης για την «Ορέστεια»

Το ακροκόρυφο της δραματουργίας του Αισχύλου «Ορέστεια» έρχεται στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Τερζόπουλου.

Η τραγωδία είναι ο καθεδρικός ναός του παγκόσμιου θεάτρου και ο Αισχύλος υπήρξε πρωτομάστορας στην ανέγερσή του. Τα θεμέλιά του, ανιχνεύονται φυσικά πολύ βαθιά στον χρόνο και ο Αισχύλος παρέλαβε τους ακρογωνιαίους λίθους του από τον Αρίωνα και τον Θέσπη, τον Χοιρίλο, τον Φρύνιχο και τον Πρατίνα. Πρώτος εκείνος όμως έδεσε τόσο αρμονικά τον διονυσιακό διθύραμβο και το σατυρικό δράμα και συνέπτυξε τη μυστηριακή παράδοση με τον κοσμικό λόγο. Μαραθωνομάχος ο ίδιος, συνέβαλε στην ακμή που ακολούθησε τους νικηφόρους Περσικούς Πολέμους με μια επαναστατική καινοτομία. Μέχρι τότε στη σκηνή της τραγωδίας υπήρχε ένας υποκριτής βγαλμένος από τα σπλάχνα του χορού. Με την εισαγωγή του δεύτερου υποκριτή ο Αισχύλος εξήρε την πρωτεύουσα σημασία του διαλόγου, που έκτοτε αποτελεί κοινή θεσμική αρχή του θεάτρου και της δημοκρατίας. Περιόρισε τον ρόλο του χορού για ν’ ακουστούν καλύτερα τα επιχειρήματα των δρώντων ηρώων, ισορρόπησε το προσωπικό λυρικό αίσθημα με τον συλλογικό του αντίλαλο και ανέβασε τον δραματικό τόνο στη σύγκρουση ορμέμφυτων δυνάμεων και πολιτικών στοχεύσεων. Ετσι έδωσε στην τραγωδία τη μορφή με την οποία επιβλήθηκε οικουμενικά, με ακροκόρυφο της δραματουργίας του την «Ορέστεια».

Επος και τραγική ποίηση

Εργο της ωριμότητας του ποιητή, η «Ορέστεια» συντίθεται από τρία μέρη: τον «Αγαμέμνονα», τις «Χοηφόρες» και τις «Ευμενίδες». Είναι η μόνη σωζόμενη τριλογία της τραγικής μας παράδοσης. Ο Αισχύλος πίστευε ότι η τραγωδία τρέφεται με τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του Ομήρου και η «Ορέστεια» αποτελεί έμπρακτη απόδειξη. Το νήμα που συνδέει το έπος και την τραγική ποίηση πουθενά δεν διακρίνεται καλύτερα από την εισαγωγική σκηνή του «Αγαμέμνονα», όπου ο φύλακας αναγγέλλει την επιστροφή του βασιλιά από τον Τρωικό Πόλεμο. Οι ελπίδες όμως που γεννά η θριαμβευτική άφιξη του επισκιάζονται από υφέρπουσα ανησυχία. Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο των Μυκηνών, μοιάζει να λέει ο φύλακας, προλαβαίνοντας το σαιξπηρικό ανάλογο της Δανιμαρκίας – και οι φόβοι του, επαληθεύονται. Το κόκκινο χαλί που στρώνει η Κλυταιμνήστρα για την υποδοχή του άντρα της είναι προάγγελος του αίματος που θα χυθεί με τη δολοφονία του. Μαζί με τον Αγαμέμνονα η έκνομη βασίλισσα με συνεργό τον Αίγισθο σφαγιάζει και την άμοιρη Κασσάνδρα που με τη μαντική της ικανότητα έχει προβλέψει το φρικτό τέλος. Κορυφαία στιγμή της τραγωδίας είναι η σκηνή όπου η Κλυταιμνήστρα ξεκινά να απολογείται υπενθυμίζοντας τα ανομήματα του Αγαμέμνονα αλλά παρασυρόμενη από το πάθος καταλήγει να επαίρεται για την πράξη της.

Στις «Χοηφόρες» η αγωνία που συνέχει τον χορό μπροστά στις επικείμενες εξελίξεις προβάλλει πλέον καθαρά με φόντο το όνειδος του εγκλήματος που μολύνει τον οίκο των Ατρειδών. Η δράση επιταχύνεται με την εμφάνιση του Ορέστη που αποκαλύπτει στην Ηλέκτρα ότι σκοπός του ερχομού του, έπειτα από δελφική επιταγή, είναι η εκδίκηση για τον φόνο του πατέρα τους. Τα δύο αδέρφια ενώνονται με τον χορό στον θρήνο και στην απόφαση της πληρωμής του χρέους. Ο Ορέστης καμώνεται τον αγγελιοφόρο και φέρνει στη μητέρα του, που δεν τον αναγνωρίζει, την είδηση πως ο Ορέστης είναι νεκρός! Με το ίδιο τέχνασμα εξαπατά και σκοτώνει λίγο αργότερα τον σφετεριστή του θρόνου Αίγισθο. Επεται η κορυφαία σκηνή όπου η Κλυταιμνήστρα εκλιπαρεί για τη σωτηρία της με γυμνό το μητρικό της στήθος. Μάταια όμως, γιατί ο ήρωας παρά τους δισταγμούς του προχωρεί στη μητροκτονία.

Επιτάχυνση της δράσης

Ενώ οι «Χοηφόρες» κλείνουν με την απολογία του Ορέστη για το μιαρό φονικό, οι «Ευμενίδες» ανοίγουν με την πανικόβλητη φυγή του μητροκτόνου και τη συμβουλή του Απόλλωνα να προσπέσει ικέτης στον βωμό της Παλλάδας. Στη δίκη που ακολουθεί στον Αρειο Πάγο εμφανίζεται η Αθηνά ως πρόεδρος του δικαστικού σώματος των πολιτών. Ως μάρτυρες κατηγορίας παρίστανται οι Ερινύες που έχει ξυπνήσει το είδωλο της Κλυταιμνήστρας και ως συνήγορος υπεράσπισης ο Απόλλων που παίρνει την ευθύνη για την εντολή της εκδίκησης. Η δίκη έπειτα από πολλές διακυμάνσεις καταλήγει σε ισοψηφία μεταξύ αθωότητας και ενοχής και η Αθηνά προσμετρώντας την κρίσιμη ψήφο της υπέρ του Ορέστη τού χαρίζει τη λύτρωση, ενώ οι άγριες Ερινύες εξημερώνονται και μετατρέπονται σε καλόγνωμες Ευμενίδες. Στην «Ορέστεια» θεοδικία και ανθρωποδικία έχουν ίσα δικαιώματα και η ζυγαριά μετατοπίζει το βάρος της από τον ένα δίσκο στον άλλο. Οι ήρωες πιάνονται στο δίχτυ της θείας βούλησης, που συχνά είναι ανεξιχνίαστη, αλλά δεν είναι άμοιροι ευθυνών για όσες πράξεις υπαγορεύονται από τα άσβεστα πάθη τους. Φέρουν πατρογονικές ενοχές και είναι υπόλογοι για παλαιά ημαρτημένα αλλά διαθέτουν προσωπική κρίση. Ετσι η δραματουργία του Αισχύλου κυριαρχείται από μια κατεξοχήν τραγική αντινομία. Ενώ οι ήρωές του δεν έχουν σμιλέψει πλήρως ατομικό χαρακτήρα, ο χορός στον «Αγαμέμνονα» εκτοξεύει το περίφημο εκείνο «δίχα δ’ άλλων μονόφρων ειμί (χώρια απ’ τους άλλους στοχάζομαι μοναχικά)» – μια δήλωση που αποτελεί το συντομότερο βιογραφικό του Αισχύλου.

H ταυτότητα της παράστασης

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου Μετάφραση Ελένη Βαροπούλου, σκηνοθεσία – δραματουργική επεξεργασία Θεόδωρος Τερζόπουλος, συνεργάτης σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος, σκηνικά – κοστούμια – φωτισμοί Θεόδωρος Τερζόπουλος, πρωτότυπη μουσική σύνθεση Παναγιώτης Βελιανίτης Παίζουν: Εβελυν Ασουάντ (Κασσάνδρα), Τάσος Δήμας (φύλακας/προπομπός), Κωνσταντίνος Ζωγράφος (Πυλάδης), Ελλη Ιγγλίζ (τροφός), Κώστας Κοντογεωργόπουλος (Ορέστης), Δαυίδ Μαλτέζε (Αίγισθος), Αννα ΜαρκάΜπονισέλ (προφήτης), Νίκος Ντάσης (Απόλλων), Ντίνος Παπαγεωργίου (κήρυκας), Αγλαΐα Παππά (Αθηνά), Σάββας Στρούμπος (Αγαμέμνων), Αλέξανδρος Τούντας (οικέτης), Νιόβη Χαραλάμπους (Ηλέκτρα), Σοφία Χιλλ (Κλυταιμνήστρα/το είδωλο της Κλυταιμνήστρας).

Documento Newsletter