Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Τρούμαν Καπότε ανατρέχουμε στο εμβληματικό «Εν ψυχρώ».
Τον Νοέμβριο του 1959 στα πρωτοσέλιδα των αμερικανικών εφημερίδων κυριαρχούσε η είδηση της άγριας δολοφονίας τεσσάρων εκ των έξι μελών της οικογένειας Κλάτερ στο Κάνσας. Η υπόθεση ήταν σοκαριστική για πολλούς λόγους, καταρχάς γιατί στο σημείο που συνέβη το έγκλημα επικρατούσαν φαινομενικά ευτυχία και μακαριότητα. Τις εξελίξεις παρακολουθούσε μέσω του Τύπου και ο Τρούμαν Καπότε, ο οποίος σύμφωνα με τον βιογράφο του Τζέραλντ Κλαρκ συνειδητοποίησε πως ένα έγκλημα με τόσο τρομακτικές διαστάσεις ήταν ένα θέμα που πραγματικά τον ξεπερνούσε, μια αλήθεια που δεν μπορούσε να αλλάξει. Ο Αμερικανός συγγραφέας (ο οποίος γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1924 και πέθανε στις 25 Αυγούστου 1984) θέλησε να ταξιδέψει στον τόπο του εγκλήματος για να γράψει ένα άρθρο για το περιοδικό «New Yorker». Αυτό που τον ενδιέφερε τότε δεν ήταν τόσο η ταυτότητα των δολοφόνων όσο ο αντίκτυπος των φόνων στη μικρή πόλη με τον ανέφελο ουρανό, τον καθαρό αέρα και τους απέραντους σιτοβολώνες. Στο Κάνσας τον συνόδευσε η στενή του φίλη Νελ Χάρπερ Λι, η οποία μόλις είχε ολοκληρώσει τη συγγραφή του βιβλίου της «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια». Για τη δικτύωσή του στην περιοχή φρόντισε ο Μπένετ Σερφ, εκδότης του οίκου Random House.
Με τη συνδρομή της Λι ο Καπότε μίλησε με πολλούς ανθρώπους από την περιοχή, χωρίς όμως να κρατά τις συνομιλίες αυτές σε σημειωματάριο ή κασετόφωνο, καθώς, όπως ισχυριζόταν, ο κόσμος αποκαλύπτεται μόνο σε φαινομενικά επιφανειακές συζητήσεις και η συμπεριφορά τους άλλαζε όταν ένιωθαν ότι καταγράφονταν (η καταγραφή του υλικού γινόταν στη συνέχεια, όταν οι δυο τους επέστρεφαν στο ξενοδοχείο).
Σύντομα συνελήφθησαν οι δύο δολοφόνοι (ήταν πρώην φυλακισμένοι), οι οποίοι ισχυρίστηκαν πως σκότωσαν την οικογένεια με κίνητρο τη ληστεία. Η εξέλιξη αυτή έκανε τον Καπότε να βυθιστεί στην υπόθεση, με αποτέλεσμα το βιβλίο «Εν ψυχρώ», η έκδοση του οποίου το 1966 προκάλεσε σεισμό. Παρότι κάποιοι επέμεναν πως στην έρευνα του Καπότε τα στοιχεία είχαν αλλοιωθεί για να ταιριάζουν με το αφήγημα που θέλησε να προβάλει, το βιβλίο εγκαινίασε ένα νέο είδος χρονικού που αποτελεί συνδυασμό fiction και σύγχρονης δημοσιογραφίας. Το «μυθιστόρημα χωρίς μυθοπλασία», όπως το αποκαλούσε ο Αμερικανός συγγραφέας, στάθηκε τομή και στη δική του ζωή. Η φήμη του εκτοξεύτηκε, όμως κανένα μετέπειτα έργο του δεν κατάφερε να το ξεπεράσει.