Οι ημερομηνίες είναι εύγλωττες, μπορούμε ενδεχομένως να κάνουμε λόγο για μια ποίηση των ημερομηνιών. Ακριβώς έναν αιώνα πριν, στις 9 Μαρτίου 1925, βλέπει το πρώτο φως ένας ποιητής που τα παιχνιδίσματα και οι διακυμάνσεις του φωτός διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στο έργο του, όχι φωναχτά, όχι με λυρικές εξάρσεις, μήτε με διακηρύξεις, αλλά χαμηλόφωνα, με ένα είδος στιβαρών συλλαβισμών και ψιθύρων.
Ιατρός, γόνος ιατρού, καταβυθισμένος από την εφηβεία του στη λογοτεχνία, την πολιτική, στον έρωτα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης ζει με έναν τρόπο που συνοψίζεται στον στίχο του «Ζήτησα μια καινούρια βλάστηση σ’ ανεξερεύνητες περιοχές» («Τα ποιήματα – 1941-1971», εκδ. Νεφέλη, σ. 89). Το αισθητικό και το κοινωνικό συμπλέκονται στο έργο του αντάμα με διερωτήσεις για το νόημα της ύπαρξης και με τον φιλοσοφικό στοχασμό για την παρέλευση του χρόνου.
Για τούτο και είναι λειψή η εμμονή στον πολιτικό Αναγνωστάκη, η κουραστική επανάληψη (σίγουρα εμβληματικών αλλά ξεκομμένων από το συγκείμενό τους) στίχων, όπως οι περιλάλητοι: «Το θέμα είναι τώρα τι λες» και «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / Να μην τις παίρνει ο άνεμος». Αλλωστε, προικισμένος με έξοχο χιούμορ και καβαφικά είρων (καίτοι πρόκρινε τον Κάλβο έναντι του Αλεξανδρινού), ο ποιητής αποστρεφόταν τη συνθηματολογία και τη χρήση της ποίησης ως εργαλειοθήκης τσιτάτων.
Εναν αιώνα από τη γέννησή του, λοιπόν, και μια εικοσαετία από την εκδημία του, στις 23 Ιουνίου 2005, δεν μπορεί παρά να είναι απολαυστικά εποικοδομητική η εκ νέου ανάγνωση των ποιημάτων, των σκαριφημάτων, των δοκιμίων και των κειμένων του, με μια παράλληλη ακρόαση του έργου «Μπαλάντες», όπου η ιδιοφυΐα και η διαίσθηση του Μίκη Θεοδωράκη, ήδη μισόν αιώνα πριν, το 1975, αναδεικνύουν την ερωτική, ειρωνική και υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Αναγνωστάκη.
Ξαναδιαβάζοντάς τον επισημαίνουμε την εμμονή του με τα καφενεία, την καθημερινότητα που εξετάζεται με μια λοξή, άλλοτε μελαγχολική και άλλοτε πεισματικά αισιόδοξη ματιά, ενώ θαυμάζουμε την αιχμηρή αλλά και ευγενική κριτική του στάση απέναντι σε αντιπάλους και συνοδοιπόρους – κάτι που συναντάμε και στην ποιητική πεζογραφία του Μάριου Χάκκα.
Διόλου τυχαίο το ότι σε ένα από τα πιο πικρά άσματά του, στο «Αγγελος εξάγγελος», τη διασκευή του «The wicked messenger» του Μπομπ Ντίλαν, ο δαιμόνιος Διονύσης Σαββόπουλος οικειοποιείται στίχους του Αναγνωστάκη από το ποίημα «Οταν αποχαιρέτησα…» («Τα ποιήματα – 1941-1971», σ. 128): «Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα/ Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες» γράφει το 1955 ο Αναγνωστάκης· «Τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτή την ερημιά/ κι η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα» τραγουδάει ο Νιόνιος το 1972!
Οταν ο Αναγνωστάκης γράφει, στην κατακλείδα του ίδιου ποιήματος, «Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο» συνοψίζει την έως τότε στάση του στον πολιτικό και ποιητικό στίβο αλλά και προαναγγέλλει όσα έμελλε να κάνει και να υποστηρίξει έως το γέρμα του βίου του.
Ξέρουμε ότι εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ μόλις στα δεκαοχτώ του, ότι διαγράφτηκε και στηλιτεύτηκε από το ΚΚΕ ως τροτσκιστής, ηττοπαθής, οπορτουνιστής (κάτι που τον οδήγησε στα πρόθυρα της αυτοχειρίας)· ότι συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο το 1949· ότι δεν σταμάτησε να παρεμβαίνει, πάντα με κριτική διαύγεια και αιχμηρή αξιοπρέπεια, στα κοινωνικοπολιτκά δρώμενα (δες τον τόμο «Αντιδογματικά – Αρθρα και σημειώματα 1946-1977», εκδ. Στιγμή)· ότι ναι μεν θεωρείται πως πέρασε σε μια σημαίνουσα σιωπή, αλλά συνέχισε να παρεμβαίνει με άλλους τρόπους, όπως λόγου χάρη όταν εμπνεύστηκε, το 1987, την πολύτιμη σειρά «Η πεζογραφική μας παράδοση» που υλοποίησε ο αείμνηστος Γιάννης Δουβίτσας των εκδόσεων Νεφέλη.
Δύο άλλες πολυσυζητημένες παρεμβάσεις του Αναγνωστάκη συντελούνται με την έκδοση των βιβλίων «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης» (εκδ. Στιγμή, 1996) και «Το περιθώριο ’68-’69» (εκδ. Νεφέλη, 2000). Αντιδιαμετρικά, μπορείς να πεις, έργα: το πρώτο είναι μια ξεκαρδιστική, τύπου Μπόρχες, φάρσα, όπου αναδεικνύεται το διαβρωτικό σπαρταριστό χιούμορ του Αναγνωστάκη, ενώ το δεύτερο είναι χρονικό και κηδειόχαρτο σπαρακτικό για τις περιπέτειές του λόγω της πολιτικής του δράσης και τον χαμό φίλων και συντρόφων του. Φρονώ ότι τούτο το δίπτυχο είναι η διαθήκη του ποιητή, ο τρόπος του να μας δηλώσει την επιθυμία του υπό το φως αυτού του δίπτυχου να αναγνώσουμε το έργο του και να κατανοήσουμε τον βίο του.
«Είχαμε ραντεβού με τον Βαμβακά» διαβάζουμε, «στις εννιά παρά είκοσι, στην οδό Κωνσταντίνου Μελενίκου – αυτός θ’ ανηφόριζε. Στις οχτώ και πέντε τον σκοτώσανε στη στάση Μισραχή, την ώρα που έτρεχε να προλάβει το τραμ. Την άλλη μέρα είδα τη φωτογραφία του στην εφημερίδα. Τότε τον είδα για πρώτη φορά και έμαθα πως αυτός που περίμενα και δεν ήρθε ήταν ο Βαμβακάς» («Το περιθώριο ’68-’69», σ. 37). Πόσα και πόσα δεν συμπυκνώνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης εδώ, όπως και σε όλο του το έργο!
Face Control
Η ιατρική και η τέχνη συνομιλούν αγαστά, κορυφαίοι ιατροί είναι και σπουδαίοι λογοτέχνες (Αναγνωστάκης, Χειμωνάς, Παπαδημητρακόπουλος, Παπαδίτσας, Σινόπουλος και τόσοι άλλοι) αλλά και μουσικοί, όπως ο φίλος Θανάσης Δρίτσας, που, παράλληλα με τη θητεία στην καρδιολογία, διακονεί ρηξικέλευθα τη χρήση της μουσικής ως ίασης, έχει αναγνωριστεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην επιστήμη του Ιπποκράτη και την τέχνη του Απόλλωνα, έχει τιμηθεί με το διεθνές βραβείο Fontane Di Roma (2013), υπήρξε παραγωγός της ιστορικής εκπομπής «Μαγικός αυλός» του Τρίτου Προγράμματος (19992001), κυκλοφορεί σε CD έξοχα μουσικά του έργα, γράφει λογοτεχνικά βιβλία, προσηνής και ευπροσήγορος, πάντα τιμάει τόσο την επιστήμη όσο και την τέχνη.