Η μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια Καίτη Γκρέυ σε πρώτο πρόσωπο, με ανέκδοτες ιστορίες από την ιδιωτική και επαγγελματική της ζωή.
Τον Μάιο η τραγουδίστρια Καίτη Γκρέυ που έφυγε την Κυριακή 19 Ιανουαρίου θα γινόταν 101 ετών. Μια γυναίκα που σφράγισε με τη φωνή της το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και που έζησε τους πιο φλογερούς έρωτες φεύγει και παίρνει μαζί της μια ολόκληρη εποχή. Αυτό που θα διαβάσετε είναι ένα μικρό απόσπασμα μόνο από μια μαραθώνια, πεντάωρης διάρκειας συνομιλία που είχα μαζί της. Διότι η ηχογράφηση δεν περιορίστηκε σε εκείνο το βράδυ της 25ης Νοεμβρίου 2018, ανήμερα της ονομαστικής εορτής της, αλλά συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα, όταν ξαναπήγα σπίτι της το μεσημέρι και κάτσαμε και τα είπαμε οι δυο μας. Ισως κυκλοφορήσει κάποτε σε μια μονογραφία της μεγαλύτερης Ελληνίδας λαϊκής τραγουδίστριάς μας, που αξιωθήκαμε να ζήσουμε στην εποχή της. Εδώ, λοιπόν, θα την «ακούσετε» να μιλάει αλογόκριτα, όλο ένταση, πάθος και χιούμορ, αποτέλεσμα μιας απίστευτης εγκεφαλικής διαύγειας παρά τα χρόνια της.
Δύο μανάδες
«Ημουν πολύ μικρή όταν με ζήτησαν να τραγουδήσω στο Ισραήλ. Τ’ ακούει η μάνα μου και πέφτει χάμω! “Καλύτερα να πεθάνω! Αυτοί πάνε να σε πουλήσουν εκεί”! Εγώ την υπολόγιζα πολύ αυτή, που δεν ήταν η κανονική μου μάνα, γιατί μετά γνώρισα και την άλλη και συνέκρινα. Μάνα δεν είναι μόνο αυτή που γεννάει, αλλά αυτή που μεγαλώνει. Πέθανε το ’78 και όταν με είδε να τραγουδάω έπεσε κάτω και λιποθύμησε. Ηταν πολύ καλός άνθρωπος. Της έλεγε η κανονική μου μάνα: “Θα σου δώσω τον βαφτιστικό σταυρό της μόνο αν μ’ αφήνεις να τη βλέπω κάθε βδομάδα” κι αυτή της απαντούσε: “Οχι, δεν σ’ αφήνω να τη βλέπεις κάθε βδομάδα”. Ετσι δεν με πήραν και σε κανένα σχολείο, αφού χωρίς βαφτιστικό σταυρό δεν τα παίρνανε τα παιδιά στα σχολεία. Η αδερφή, όμως, της θετής μαμάς μου είχε ένα νηπιαγωγείο και σε πληροφορώ πώς ό,τι έμαθα εκεί το έμαθα. Ο άντρας της ήταν αστυνομικός κι εκεί μου κάνανε προξενιό τον άντρα μου. Αυτός ήταν 36 κι εγώ δεκατεσσάρων. Τέλος πάντων, τι τα θυμάμαι τώρα… Οταν πέθαινε η βιολογική μου μάνα στον Καναδά μου τηλεφωνεί η αδερφή μου: “Είναι μια φίλη εδώ και μου παραχωρεί έναν τάφο να τη θάψουμε”… “Να μπεις εσύ, μωρή, μες στον τάφο αυτό” της απάντησα: “Εγώ τη μαμά θα την πάω στην Ελλάδα”! Πήρα ένα αεροπλάνο την επόμενη μέρα και την έφερα στην Ελλάδα τη μάνα μου, δεν την έθαψα εκεί. Η άλλη η μάνα μου πέθανε το 1987, 78 ετών. Την έκλαψα πολύ, έλιωσα στον πόνο».
Το «Bουνό»
«Με πλησιάζει ο Λουκάς ο Νταράλας και μου προτείνει να πω τραγούδια του στο ραδιόφωνο. Δέχτηκα. Την ίδια στιγμή οι λαϊκοί στο μπαράκι ήταν στημένοι κι άκουγαν ραδιόφωνο. Πριν μπούμε στο δωματιάκι της εκπομπής μου κάνει ο Νταράλας: “Θα πεις κι ένα δικό μου τραγουδάκι που έγραψα τελευταία;”… “Γιατί όχι, κύριε Νταράλα;”… Και μου περνάει το “Βουνό”, το “Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω”. Εμένα όμως δεν μ’ άρεσε το δεύτερο σημείο, από ’κει που λέει: “Ν’ ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά” κ.λπ. Τον ρωτάω: “Κύριε Νταράλα, μου επιτρέπετε να τ’ αλλάξω λίγο; Να ανεβάσω τη φωνή μου στο κάθε φινάλε να μην είναι μονότονο”. Του άρεσε πολύ.
Καίτη Γκρέυ με βάφτισε, να πω, ο Βαφιόπουλος ο ιμπρεσάριος. Μου ’χε βγάλει δυο τρία ονόματα, αλλά εμένα το μάτι μου έπεσε στο “Καίτη Γκρέυ” κι αυτό κράτησα. Μετά την εκπομπή σπάσανε τα τηλέφωνα. Ο κόσμος ρωτούσε: “Ποια είν’ αυτή η Καίτη Γκρέυ που τραγουδάει;”»…
Χάραζαν φλέβες
«Ημουν μια φορά στην Αυστραλία με τον Γεράσιμο Κλουβάτο και τον μπουζουξή Στέλιο Ζαφειρίου. Με πιάνει ένας και μου λέει: “Αν μου πεις αυτό το τραγούδι του Μπακάλη, θα σου πετάξω χίλια δολάρια”. Του απαντάω: “Δεν το ’χω για πρώτη εμφάνιση αυτό, αλλά θα σου το πω στη δεύτερη”. Μπαίνω στο καμαρίνι και λέω: “Ρε παιδιά, αυτό το τραγούδι δεν το θυμάμαι καθόλου”. Με τα πολλά, το βγάζουμε το κομμάτι. Ο άλλος είχε χωρίσει σε μονά χιλιάρικα τα δολάρια και μου τα πετούσε. Οι σερβιτόροι βάζανε τσίχλες κάτω απ’ τα παπούτσια για να τσιμπάνε κάνα χιλιάρικο κι αυτοί. “Επ, σας τσάκωσα!” τους φώναζα, αλλά πάντα τους έβγαζα κάτι απ’ τη δική μου χαρτούρα, γιατί ήταν πολλά τα λεφτά. Ο Κλουβάτος δεν ήθελε να του λέγαμε το τραγούδι του τύπου. “Αφού του ’πα ότι το ξέρω, ρε Γεράσιμε, τώρα να κάνω ότι το ’χω ξεχάσει;”. Οταν όμως άρχισα να τραγουδάω τα λόγια “Δεν φτάνει που μου στέρησες το γέλιο απ’ το στόμα/έχεις το θράσος να μου λες πως μ’ αγαπάς ακόμα” εκείνος ο τύπος έπιασε να χαράζει τις φλέβες του. Είχε χωρίσει μόλις με τη δικιά του κι ήταν ένα ράκος. Πάθαμε σοκ με τον Κλουβάτο».
Για τον Κώστα Καρρά
«Τον Κώστα τον πρωτοείδα στο σινεμά, στην ταινία με τη Βουγιουκλάκη, το “Υπολοχαγός Νατάσσα”. Ημουν στη Νέα Υόρκη με φίλες μου και πήγαμε σ’ ένα σινεμά ελληνικό να δούμε το φιλμ. Λέγανε οι φίλες μου “Πω, πω, τι ωραίος άντρας” και μένα μου μπήκε ο διάολος. Οταν γύρισα από την Αμερική τον είχα ξεχάσει. Ενα βράδυ είμαι μέσα σ’ ένα κομμωτήριο και περνάει απέξω ο Αλέκος Λειβαδίτης. Κάνω του Βαγγέλη του κομμωτή – ήταν ο ίδιος που χτένιζε και την Αλίκη: “Ο Λειβαδίτης, ο Λειβαδίτης! Φώναξέ μου τον!”. Τον φωνάζει, μπαίνει μέσα ο Λειβαδίτης και μου λέει πως παίζει στο Παρκ της λεωφόρου Αλεξάνδρας, σ’ ένα έργο μαζί με τον Κώστα Καρρά και τη Σμαρούλα Γιούλη. Προθυμοποιήθηκε να μου κρατήσει θέση. “Αντε χέσε, ρε” του λέω, “δεν μπορώ εγώ να βγάλω ένα εισιτήριο;” και πήρα ένα φίλο μου και πήγαμε. Πάω στα καμαρίνια να χαιρετήσω. Ο Λειβαδίτης είχε απλώσει τα πόδια του σε μια λεκάνη με νερό. Με τα πολλά, βλέπω και τον Κώστα μες στο καμαρίνι. “Πώς είστε, κυρία Γκρέυ, πώς περάσατε στην Αμερική;” με ρωτάει, “πάντα περνάω καλά εγώ, όπου και να πάω” του απαντάω… Μου ζήτησε το τηλέφωνό μου για να βγούμε. Τότε ο Ντουνιάς εμφανιζόταν στο έργο με το τραγούδι “Του άντρα του πολλά βαρύ”. Δεν με πήρε τηλέφωνο την επόμενη κι εγώ θύμωσα, αλλά με πήρε την παρά άλλη. “Εχθές είπατε θα με πάρετε. Σήμερα είναι λίγο αργά” του κάνω. Αρχισε ν’ απολογείται: “Ζητώ συγγνώμη, έφυγε ο Ντουνιάς απ’ την παράσταση κι έπρεπε να μάθω εγώ το τραγούδι να το λέω” κ.λπ. Η αλήθεια αυτή ήταν, όμως. Τσακώθηκε ο Ντουνιάς και έφυγε. “Μόλις τελειώσω» μου κάνει, «θα ’ρθω να σε πάρω να πάμε σ’ ένα σκυλάδικο”. Μ’ ένα φίλο του αυτός, με μια φίλη μου εγώ, μόλις μπαίνουμε μέσα αρχίζει ο κόσμος να μου ζητάει να τραγουδήσω. “Σιγά, βρε παιδιά, ακόμη δεν έχουμε κάτσει” πετάγεται ο Κώστας. Κι αφού κάτσαμε, μου κάνει: “Αντε σήκω να πεις ένα τραγούδι”. “Αμα υποσχεθείς ότι θα το χορέψεις”… Συμφώνησε. Του τραγουδώ το “Πήρα τη στράτα κι έρχομαι” και την ώρα που χόρευε ο Καρράς στην πίστα έγινε χαμός. Φωνάζανε μετά: “Τα ξένα χέρια. Τα ξένα χέρια”! Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτήν τη στιγμή. Ηρθαν οι φωτογράφοι να μας τραβήξουν, αλλά ο Κώστας τους έδιωξε. Αρχισε ύστερα να μ’ αγκαλιάζει, να με τσιμπάει, όπου μου κάνει ο φίλος μου: “Πάμε να φύγουμε, μωρή, θα σε πηδήξει εδώ μέσα αυτός”. Με γυρνάει στο σπίτι, αλλά δεν ανέβηκε, γιατί έπρεπε να πάει κατευθείαν σε πρωινό γύρισμα. Νευρίασα εγώ που δεν ανέβηκε καθόλου απάνω, να μου δώσει έστω ένα φιλί. Εφυγε και την επόμενη μέρα τα φτιάξαμε. Ητανε γλυκός άνθρωπος. Ξέρεις, ο Κώστας μ’ έκανε κι αισθάνθηκα πολύ γυναίκα και δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα στη σχέση γυναίκα – άντρα».
Μεγάλες πλάκες
«Ηταν η τρίτη μου φορά που δούλεψα στου Κουλουριώτη. Οι δύο άλλες ήταν με Τσιτσάνη – Παπαϊωάννου. Και με Σακελλαρίου μαζί. Καλό κορίτσι ήταν αυτή, καλή, ταλέντο ήτανε! Μια φορά είχαν έρθει στο μαγαζί ο άντρας της κι ο γκόμενος. “Μη μου κάνεις καμιά πλάκα και γίνει φασαρία” μου λέει και της κάνω: “Ποια πλάκα; Υπάρχει μεγαλύτερη πλάκα απ’ αυτή;”.
Εγώ δεν κάπνιζα και μάσαγα τσίχλες. Μου έλεγε ο Τσιτσάνης: “Δώσ’ μου και μένα μία” κι άρχισαν όλοι να μασάνε τσίχλα. Παίρνω λοιπόν τσίχλες με καθαρτικό, απ’ αυτές που σε πάνε τρέχοντας στην τουαλέτα, και τους πήγε όλους μοτεράκι (γέλια)».
Για τη Μαρίκα Νίνου
«Εμενα στη Νέα Σμύρνη τότε, ήταν καλοκαίρι και τραγουδούσα δυνατά με ανοιχτά παράθυρα. Μόλις είχα αρχίσει να γίνομαι γνωστή. Ενα μεσημέρι μού χτύπησε την πόρτα ένας νεαρός. “Σας παρακαλώ” μου είπε, “αν μπορείτε να κάνετε λίγη ησυχία γιατί έχω τη μάνα μου άρρωστη δίπλα”.
– Και ποια είναι η μάνα σου;
– Η Μαρίκα Νίνου.
– Τι λες, βρε παιδί μου, δίπλα μου είναι η Μαρίκα; Θα με πας να τη δω λίγο;
Ετσι πήγα και είδα τη Μαρίκα που είχε γυρίσει άρρωστη από θεραπείες στην Αμερική. Μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Εννοείται πως την είχα δει και παλιότερα δίπλα στον Τσιτσάνη, ωστόσο εκείνη τη μέρα, που δεν ήταν και στα καλά της, μας δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε ιδιωτικά. Μου είπε ότι ήδη με είχε ακούσει στο ραδιόφωνο και πως εγώ θα την αντικαθιστούσα όταν δεν θα τραγουδούσε πια, δηλαδή όταν θα πέθαινε. Ηταν άρρωστη και το ήξερε πως θα πέθαινε, οι θεραπείες την είχαν καταβάλει. Καλή της ώρα, ήταν μεγάλη τραγουδίστρια η Μαρίκα Νίνου!»
Για τη Σωτηρία Μπέλλου
«Δεν μου έκανε καλή εντύπωση από την πρώτη στιγμή. Φορούσε κάτι αντρικά ρούχα και ελβιέλες, ενώ φώναζε τους θαμώνες “μαλάκες”. Μετά έμαθα ότι τη φωνάζανε την ίδια “Σωτήρη”, κατάλαβες; Ξύλινη φωνή είχε η Μπέλλου. Ηταν καλή για την εποχή της, αλλά όχι για τα δικά μου χρόνια που ήθελαν πιο γλυκές, γυναικείες λαϊκές φωνές. Η Μπέλλου ήταν από το σινάφι των ρεμπετών, ενώ εγώ βγήκα πιο μετά, ήμουν καθαρά λαϊκή και όχι ρεμπέτισσα. Ασε που η ζωή των ρεμπετών με τα χασίσια τους ποτέ δεν μ’ άρεσε».
Η πρώτη ενασχόληση με το τραγούδι
«Είχα ένα τετράδιο, σημείωνα τα ρεμπέτικα που μου άρεσαν και τράβηξα για το Αττικόν, απέναντι από το Πανελλήνιον, όπου σύχναζαν οι λαϊκοί. Φάνηκα τυχερή γιατί εκεί συνάντησα τον Ακη Πάνου, τον Χρηστάκη, τον Στέλιο Χρυσίνη κ.ά. Ο Χρυσίνης μου ζήτησε να τους τραγουδήσω λαϊκά, ώστε αν τους κάνω, να με κρατήσουν. Τους είπα πως θα πάω, αλλά θα με πληρώσουν. Κι άμα δεν τους κάνω, ας με σχολάσουν. Δεν ήθελα να πάω για δοκιμαστικό αλλά ως επαγγελματίας τραγουδίστρια. Ο Ακης Πάνου με κοίταγε καλά καλά. Το ίδιο βράδυ πάω στα Αραπάκια, ένα μαγαζί της κακιάς ώρας, σαν κι όλα τα απομεινάρια των ρεμπετών. Ανεβαίνω στο πάλκο κι ο Πάνου μένει μ’ ανοιχτό το στόμα. Τότε είπα το πρώτο μου τραγούδι, του Ακη Πάνου. Είχα κι έναν καψούρη που είχε δικούς του δυο κινηματογράφους κι ερχόταν κάθε βράδυ και τα ’σπαγε γι’ αυτό το τραγούδι. Μου λέει ο Ακης:
– Εσύ θα τις σβήσεις όλες!
– Ελάτε, κ. Πάνου, μη μου λέτε τέτοια πράγματα. Εγώ θέλω να παίρνω λεφτά για τα παιδιά μου. – Εσύ μεγαλώνεις και παιδιά; Και κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία μου στο λαϊκό τραγούδι, αρχές της δεκαετίας του 1950».