Πριν λίγο καιρό η παραγωγή της Εναλλακτικής Λυρικής Σκηνής, «Στρέλλα»-η οπερετική εκδοχή της ομώνυμης ταινίας του Πάνου Κούτρα-λίγο έλειψε να τιναχτεί στον αέρα. Αιτία η αντιδράσεις της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας για την απόφαση να μην ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο τρανς λυρική τραγουδίστρια, αλλά cis άντρας ο οποίος έχει δημιουργήσει μια drag περσόνα. Βέβαια, στην Ελλάδα δεν υπάρχει τρανς βαρύτονος. Οι οντισιόν ξαναξεκίνησαν, βρέθηκε τρανς καλλιτέχνιδα, η Λέττα Κάππα-η οποία έχει κάνει σπουδές και ορθοφωνία στο Εθνικό Ωδείο- και η παράσταση ανέβηκε κανονικά.
Την προηγούμενη Κυριακή έγινε η πρεμιέρα. Την οποία περιμέναμε πώς και πώς, όχι λόγω της περιπέτειας της παραγωγής, αλλά κυρίως επειδή η ταινία του Πάνου Κούτρα, ήταν ένα τολμηρό και ευαίσθητο έργο που έθετε τα ζητήματα της συμπερίληψης, τραβώντας με έναν τρόπο το χαλάκι κάτω από τα πόδια της αγίας ελληνικής οικογένειας.
Στο διa ταύτα λοιπόν. Στα 75 λεπτά που διήρκεσε η παράσταση, η Λέττα Κάππα απλώς έλεγε τα λόγια της και από πίσω της, σαν σκιά, τον ρόλο της λυρικής τραγουδίστριας είχε αναλάβει η λυρική ερμηνεύτρια Αναστασία Κότσαλη, το υποτιθέμενο στο έργο «alter ego» της, η Μαρία Κάλλας. Εδώ έγινε μια επιλογή. Επιλέχθηκε τρανς τραγουδίστρια, εις βάρος τελικά των φωνητικών απαιτήσεων και του ερμηνευτικού αποτελέσματος. Πολύ δύσκολος, τραγουδιστικά, ο ρόλος για την Λέττα Κάππα.
Άλλη μια απογοήτευση ήταν η ανύπαρκτη σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή, ο οποίος έχει υπογράψει την εξαιρετική παράσταση «Παίκτες». Στην «Στρέλλα» όμως, είδαμε ένα αλαλούμ με πολλές «μουτζούρες», όπως πάλι λέμε στο θέατρο, χωρίς καμία φαντασία και, βασικά, χωρίς καμία αισθητική πρόταση. Θα εξαιρούσαμε ίσως τη σκηνή του τέλους, στο χριστουγεννιάτικο πάρτι, αν κι εκεί το πράγμα παράγινε σε μια απόπειρα να συνδυαστούν ο Αλμοδόβαρ, το ψευδοχολιγουντιανό θέαμα και τα Μάπετ Σόου. Δεν ξέρω αν βοηθούσε και ο χώρος τον Κουτλή, πάντως όταν θες να δείξεις τη σκηνή του νεκροκρέβατου της καρκινοπαθούς τρανς – φίλης της Στρέλλας, δεν την κρύβεις μεταξύ των δύο στρωμάτων που υπάρχουν ως μέρος του σκηνικού.
Δεν βοήθησε καθόλου ούτε το λιμπρέτο της Αλεξάνδρας Κ* που δεν ήταν … ακριβώς λιμπρέτο. Αξιοποιώντας κατά 90% το σενάριο των Κούτρα – Ευαγγελίδη έδωσε την ευκαιρία στον συνθέτη της παράστασης να επενδύσει με νότες τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες και τίποτα παραπάνω. Εξαίρεση και πάλι η σκηνή του τέλους όπου ακούσαμε την ταύτιση της ιστορίας της Στρέλλας ως δάνεια από τον Σοφοκλή μέσα από ένα πραγματικό τραγούδι. Όμως, αυτό δεν ήταν λιμπρέτο για όπερα.
Παραδόξως ούτε η δουλειά της ενδυματολόγου Ιωάννας Τσάμη, που έχει υπογράψει πολλές αξιόλογες παραστάσεις, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Σε μια προσπάθεια να συνδυαστεί το κιτς με το «ακριβό», δυστυχώς αναδείχτηκε μόνο το κιτς και το ανέμπνευστο του όλου εγχειρήματος από μεριάς της.
Στην παράσταση που είδαμε επίσης και σε αντίθεση με την ταινία, δεν υπήρχε ίχνος ερωτισμού. Κι αν υποθέσουμε πως η σκηνή σοκ της ταινίας ήταν εκείνη με τους δύο ήρωες ολόγυμνους να αγγίζονται τα γεννητικά τους όργανα, σε μια άλλη βερσιόν ή το φτάνεις εξίσου στα άκρα ή δεν το δείχνεις καθόλου. Διαφορετικά ξεπέφτει στα όρια του κωμικού να βλέπεις τον αμήχανο εναγκαλισμό δύο ανθρώπων, του Τσαντίνη και της Κάππα εν προκειμένω, φορώντας τη ζώνη – για τεχνικούς προφανώς λόγους – που κάλυπτε τα επίμαχα σημεία.
Προσωπικά, θα ήθελα να ξεχωρίσω τη δουλειά του συνθέτη Μιχάλη Παρασκάκη. Είναι ένας νέος ταλαντούχος συνθέτης σύγχρονης μουσικής με σοβαρές σπουδές, πίστη και προσήλωση στο αντικείμενο του, ένα κατεξοχήν αντιεμπορικό μουσικό είδος. Ήταν ο μόνος που δεν προσπάθησε να μιμηθεί τίποτα και κανέναν, καταθέτοντας μια ολότελα προσωπική άποψη. Δυστυχώς, όμως, δεν βοηθήθηκε από τίποτα και από κανέναν αντιστοίχως. Δεν μου έχει ξανατύχει να κλείνω τα μάτια σε παράσταση και να χάνομαι στο σύμπαν του συνθέτη, μα όταν τα ξανανοίγω να βλέπω ένα αποκαρδιωτικό θέαμα. Πως γίνεται αυτό; Κι όμως έγινε.