Αν κυκλοφορεί κανείς στον Νέο Κόσμο, στα σύνορα με τη Νέα Σμύρνη, θα αντικρίσει ένα περίεργο όχημα. Κάτω από τα μικρά του φώτα, τις ξεχωριστές ρόδες του και το ηλιακό πάνελ με το οποίο φορτίζεται κάθεται ο 58άχρονος άστεγος εφευρέτης του, Δημήτρης Ντιμιτρόφ. «Του έχω βάλει και συναγερμό!» λέει γελώντας στο Documentο. «Φοβάμαι πολύ τα βράδια και έχω ευτυχώς τον φίλο μου που κοιμόμαστε μαζί εδώ στη διάβαση».
Ακρωτηριασμός στην οικοδομή
Ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, ο Δ. Ντιμιτρόφ ήρθε στην αρχή της κρίσης στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία. Το 2015, κατά τη διάρκεια εργασιών στην οικοδομή, έχασε το πόδι του έπειτα από βαρύ τραυματισμό που οδήγησε τους γιατρούς στον ακρωτηριασμό του. Στο νοσοκομείο τον πήγαν οι εργάτες συνάδελφοί του ενώ ο εργολάβος έφυγε τρέχοντας από την οικοδομή φοβούμενος τον έλεγχο αφού ο Δημήτρης δούλευε με μαύρα. Είναι 58 ετών και θέλει να δουλέψει, όμως χρειάζεται τεχνητό μέλος. «Εκανα οικοδομή εδώ κι εκεί. Μου αρέσει η Ελλάδα, αν και από τότε που έχασα το πόδι μου δεν μπορώ να ορθοποδήσω. Μη με βλέπεις όμως έτσι. Με ένα πλαστικό πόδι μπορώ να ανέβω σκάλες, να δουλέψω και να ζήσω» δηλώνει στο Documento με έντονη πίκρα στα μάτια.
Το αν ξέρει από ηλεκτρολογικά φαίνεται από το καροτσάκι του. Ενα ηλεκτροκίνητο αναπηρικό αμαξίδιο που το μετέτρεψε σε τρίκυκλο, πλήρως λειτουργικό, με τουαλέτα στη θέση του οδηγού, φώτα, ακόμη και συναγερμό. «Το πάνελ μού το δώρισε συνάδελφος οικοδόμος και τα υπόλοιπα εδώ και οκτώ χρόνια τα έχω πάρει με ό,τι μαζεύω στον δρόμο» λέει και το χτυπάει δυνατά ενεργοποιώντας τον συναγερμό του. Φτάνει τα 30 χλμ. την ώρα και μάλιστα ενίοτε το κινεί και στον δρόμο. «Δεν έχω κάτι άλλο. Αυτό και τον αλκοολικό φίλο μου» τονίζει δείχνοντάς μας τον έτερο Βούλγαρο, Βασίλη, που κοιμόταν στο στρώμα.
Είναι πραγματικός νομάς της Αθήνας. «Μετά το ατύχημα έχασα κάθε επαφή με το παιδί μου. Η κόρη μου ζει στην Κέρκυρα και μιλάμε μόνο τις γιορτές. Ντρέπεται για μένα» αφηγείται καπνίζοντας και συνεχίζει: «Μετά πήγα στην Πάτρα το 2016 και έκανα χειρουργείο “μπαλονάκι” και μετά στην Αθήνα. Εχω μείνει στο Αιγάλεω, στη Νίκαια, την Καλλιθέα και στο Περιστέρι». Από εκεί όμως τους έδιωξαν ύστερα από καταγγελία.
Εμενε με τον Βασίλη σε ένα πάρκο. Κατά την κακοκαιρία Ελπίδα τον Ιανουάριο του 2022 οι κάτοικοι της πολυκατοικίας απέναντι από το πάρκο κάλεσαν την αστυνομία για να τους διώξει. Κάπως έτσι κατέληξαν στον Νέο Κόσμο και τον Αγιο Σώστη.
Η καθημερινότητα σε τρεις ρόδες
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι στην υπόγεια διάβαση ζει καλύτερα. Δεν πλημμυρίζει από τις βροχές λόγω των φρεατίων. Σηκώνεται νωρίς το πρωί και πηγαίνει στη Ν. Σμύρνη για να φορτίσει το καρότσι του και να παίξει μουσική από το ραδιοφωνάκι που έχει προσαρμόσει στο τιμόνι. Πάνω σε αυτό έχει και τη θήκη όπου του αφήνει ο κόσμος ό,τι προαιρείται. «Ο,τι θέλει ο καθένας μου αφήνει. Φαγητό μας δίνουν τα γύρω μαγαζιά, τα παιδιά που κάνουν ντελίβερι» σημειώνει.
Ο Δημήτρης και ο φίλος του Βασίλης είναι απτά παραδείγματα πως η αλληλεγγύη, ακόμη και στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, είναι το μεγαλύτερο όπλο ενός λαού. Τον ρωτήσαμε αν τον έχει βοηθήσει κάποιος φορέας στον καθημερινό γολγοθά του πέραν των συνανθρώπων του που του αφήνουν χρήματα, φαγητό ή τσιγάρα. «Κανείς δεν έχει έρθει ποτέ από τον δήμο. Δεν υπάρχουμε γι’ αυτούς. Στην εκκλησία μόνο εκεί στου Φιξ πάμε και κάνουμε μπάνιο κάθε Τρίτη, ενώ τα βράδια φοβόμαστε. Δεν υπάρχει αστυνομία εδώ στο σημείο της Συγγρού που μένουμε» υπογραμμίζει.
Μάλιστα μας καταγγέλλει ότι πολλές φορές οι περιπολίες της ΕΛΑΣ κάνουν τα στραβά μάτια σε διακινητές ναρκωτικών που συχνάζουν επί της Συγγρού. «Τα ναρκωτικά ή το ποτό είναι συνήθεια για εμάς που ζούμε στον δρόμο. Ο Βασίλης πίνει από το πρωί έως το βράδυ. Εχει δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια στη Βουλγαρία. Δεν τα γνώρισε ποτέ επειδή η οικογένεια της γυναίκας του τον κυνήγησε» αναφέρει στο Documento για τον φίλο του που κοιμάται στο διπλανό στρώμα.
Για τουαλέτα έχει το καροτσάκι – αδειάζει κάθε μέρα τον μηχανισμό του–, ενώ εναλλάξ με τον Βασίλη φυλάνε τα πράγματά τους καθημερινά. Στον δρόμο έχει κινδυνεύσει πολλές φορές από διερχόμενα αυτοκίνητα.
Αναρωτιόμαστε πώς και δεν έχει ενδώσει σε κάποια εξάρτηση όπως ο Βασίλης. «Εχω τον καφέ μου και το τσιγάρο μου. Δεν θέλω κάτι άλλο. Ενα σπίτι μόνο και ένα πόδι να μπορέσω να δουλέψω» μας εξηγεί.
Ο Δ. Ντιμιτρόφ είναι ακόμη μια σταγόνα στον ωκεανό των κοινωνικών ανισοτήτων που μαστίζουν την κοινωνία. Χωρίς καμία καταγραφή από κάποιον φορέα, ζει μαζί με τον Βασίλη στους δρόμους της Αθήνας χωρίς καμιά προστασία και έχει πλέον χάσει κάθε κοινωνικό δεσμό που θα του επέτρεπε να βρει αξιοπρεπή δουλειά. Κλείνοντας τη συζήτησή μας, με δακρυσμένα τα μάτια είπε: «Ενα πόδι και μια δουλειά θέλω. Την αξιοπρέπειά μου».