Ένα παραμυθητικό οδοιπορικό στη Δράμα

Ο ποιητής και φωτογράφος Κυριάκος Συφιλτζόγλου γεννήθηκε στη ∆ράµα το 1983. Είναι παιδί προσφύγων δεύτερης γενιάς, Καππαδόκες τουρκόφωνοι το σόι του πατέρα του, Πόντιοι της µητέρας του. 

Τον Μάρτιο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αντίποδες το πέµπτο του βιβλίο. Μια συλλογή µε είκοσι δύο πεζά κείµενα και είκοσι δύο φωτογραφίες του που ζευγαρώνουν σε ένα σώµα. Το «∆ραµάιλο» (ο δρόµος για τη ∆ράµα) είναι µια ιστορία ή πολλές ιστορίες που διαβάζονται σαν πεζοτράγουδα. Ο ποιητής δίνει τώρα τον λόγο στους νεκρούς, αυτούς «που πήραν µια φορά τον δρόµο για τη ∆ράµα το ’22 και τον ξαναπαίρνουν σήµερα για να ’ρθουν για να µας πουν δυο πράγµατα» όπως λέει στο Documento.

Είναι µια σύνθεση στην οποία εµπλέκονται οι δύο του τέχνες σε µία ποιητική συνέργεια. Από τις φωτογραφίες του τα πρόσωπα απουσιάζουν ενώ τα κείµενά του είναι πολύκοσµα, αποτυπωµένα µε µια ιδιότυπη γλώσσα, στα οποία οι ήρωές του µιλούν τουρκικά, ποντιακά, ντόπια, ελληνικά αλλά και µε λέξεις δικές του, που δεν εξηγούνται. «Είναι χειροποίητες λέξεις που δηµιουργήθηκαν πάνω στα νεύρα του κειµένου» µας εξηγεί.

Η συγγραφή αυτών των πεζοποιηµάτων, των απόκοσµων αφηγήσεών του που είναι γραµµένες σαν µε µια ανάσα, ενίοτε κοφτή, ενίοτε ασθµαίνουσα, άρχισε λίγο πριν από πέντε χρόνια προτού πεθάνει η µητέρα του, στη µνήµη της οποίας είναι αφιερωµένο το βιβλίο του. «Μέσα στην ένταση εκείνων των ηµερών –και µιας σειράς θανάτων που ακολούθησαν και στα δυο σόγια σαν καραµπόλα–, ανάµεσα σε θείους και ξαδέρφια άκουγα ατάκες που ήταν σαν ποιήµατα. Αρπαζα λέξεις. Εφτιαχνα µικρές ιστορίες. Άνοιξα τότε τις κεραίες µου και η έντασή µου έβγαινε εκεί. Ήταν ένας δικός µου τρόπος να µυθολογώ πάνω σε αυτούς τους αγαπηµένους ανθρώπους οι οποίοι ήταν η πιο ζωντανή λογοτεχνία µπροστά µου. Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν την ίδια περίοδο που γυρνούσα στα χωριά, στα ακατοίκητα σπίτια τους, µέρη όπου ησύχαζα».

Όσοι διαβάζουν το «∆ραµάιλο» τον ρωτούν αν αυτά που γράφει τα άκουσε από ανθρώπους που τα έζησαν. «Πάντα σκάλιζα την ιστορία της ∆ράµας και έστηνα αυτί στα καφενεία να ακούω τις διηγήσεις των παππούδων. ∆εν µιλάνε όµως έτσι οι ζωντανοί. Με τις λέξεις που άρπαζα µαζί µε όσα ήξερα για το παρελθόν αυτού του τόπου έστηνα τις δικές µου ιστορίες µε έναν λοξό τρόπο. Σαν να παίρνουν τον λόγο οι νεκροί, σαν να επιστρέφουν και διεκδικούν να µιλήσουν οι ίδιοι. Και σε αυτά που έχουν να µας πουν δεν τους αγιοποιώ. Αυτό που µε ενδιέφερε να δείξω –ενώ ξαναπαίρνουν τον δρόµο για τη ∆ράµα, επιστρέφουν σαν νεκροί και µυθολογούν– είναι ότι οι Πόντιοι είναι ικανοί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Και αυτό είναι κάτι που µας αφορά σήµερα».

Και ο δρόµος συνεχίζεται. Εδώ και πέντε χρόνια δεν σταµάτησε να σκαρφαλώνει φράχτες, να τρυπώνει από µισάνοιχτα παράθυρα στα ακατοίκητα. Μπαίνει µέσα τους µε ευλάβεια, κρυφακούει τα µυστικά τους, καλά κρυµµένα µυστικά βουβών σπιτιών. Αναζητάει τα σηµάδια των ηρώων του σε άδειες ντουλάπες, σάπια στρωσίδια, άκαυτα από χρόνια τζάκια και κάδρα νιτρικής κυτταρίνης σε αποσύνθεση. Περνά, ξύνει ελαφρά µέχρι να φανεί το χρώµα του υποστρώµατος και το «κλέβει». Γράφει και φωτογραφίζει. Φωτογραφίζει και γράφει για τους ψιθύρους που ανασύρει από τα ερείπια. Αν ανασηκώσεις τα µανίκια του, θα δεις γρατζουνιές από βατοµουριές – µνήµες που αθανατίζει στο χαρτί.

Η γεωγραφία της ποίησης και της εγκατάλειψης

Ανατολικά της Δράμας. Ανατολικά και σιγά σιγά βόρεια. Χωριά που κατοικούνταν από μουσουλμάνους. Κι έπειτα ήρθαν Πόντιοι, Μικρασιάτες και Θρακιώτες. Χωριά απόκοσμα που δεν αντέξανε στον χρόνο. Μετά τον Eμφύλιο εγκαταλείφθηκαν και καταργήθηκαν το ’51 με νομοθετικό διάταγμα. Χωριά προσφύγων που τα παιδιά τους φύγαν μετανάστες τις επόμενες δεκαετίες σε Γερμανία ή Αθήνα. Χωριά έρημα εντελώς ή κάποια με λιγοστούς κατοίκους. Χωριά, τα περισσότερα δίχως καφενείο ή παπά. Χωριά-λείψανα και γύρω η φύση στήνει γιορτή. Ενα παραμυθητικό οδοιπορικό «εντός των τειχών», εσώτερο, ’σώψυχο, δωμάτιο δωμάτιο, από την προσφυγιά στη μετανάστευση και από κει στο ακατοίκητο σήμερα. Σ.Κ.

Οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε στο αφιέρωμα είναι ανέκδοτο υλικό από τις πρόσφατες εξορμήσεις του Κυριάκου Συφιλτζόγλου, ο οποίος έγραψε τα συνοδευτικά κείμενα αποκλειστικά για το Documento

Ετικέτες