Ένα μεσημέρι με τον Γιώργο Δαρδανό

Ένα μεσημέρι με τον Γιώργο Δαρδανό
(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Ο ιδρυτής του εκδοτικού οίκου Gutenberg μιλάει για τη ζωή του και τη σχέση του με το βιβλίο.

Ο εκδοτικός οίκος Gutenberg, µαζί µε ελάχιστους ακόµη, κρατάει µια παράδοση που θέλει το βιβλίο να είναι κάτι παραπάνω από τις λέξεις και τις ιδέες του. Το αντιµετωπίζει ως ολοκληρωµένο πνευµατικό και αισθητικό έργο, δίνοντας µεγάλη σηµασία στην τυπογραφία, την ποιότητα του χαρτιού και στο εικαστικό που κοσµεί το εξώφυλλο. Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα να συναντήσω τον Γιώργο ∆αρδανό, ιδρυτή του οίκου που οδεύει στα 60 χρόνια παραγωγής.

Ζήτησα να ξεκινήσουµε την κουβέντα από την αρχή, δηλαδή από την παιδική του ηλικία στην Ανδρο, όπου γεννήθηκε το 1942. Έβγαλε από ένα συρτάρι µια φωτογραφία που απεικόνιζε ένα παλιό σπίτι. «Εδώ γεννήθηκα. Το σπίτι µας δεν είχε φως, δεν είχε νερό, το δάπεδο ήταν από χώµα. Ούτε φαγητό είχε. Τα παράθυρα δεν είχαν τζάµια, είχαν κάτι κουρτίνες· στην πραγµατικότητα ήταν τσίγκοι από τενεκέδες. Το νερό το παίρναµε µε µια στάµνα από 600 µέτρα µακριά» περιγράφει. Τα µόνα βιβλία στα οποία είχε άµεση πρόσβαση όταν ήταν παιδί ήταν ένας Καζαµίας και ένας σκισµένος Ονειροκρίτης, ενώ η βιβλιοθήκη που τα φιλοξενούσε ήταν η ετοιµόρροπη πιατοθήκη στον τοίχο. Όταν θέλησε να αγοράσει το αναγνωστικό για το σχολείο η νονά του η Ευτυχία έδωσε στον ίδιο και τον γιο της –κρυφά από τον άντρα της– δύο αυγά για να τα πάνε στο µπακάλικο του λιµανιού και να πάρουν το βιβλίο που το είχαν φέρει από την Αθήνα. Στον δρόµο όµως έσπασαν και τα δυο αυγά και τα παιδιά βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν εκείνη την εποχή στην πρόσβαση στα βιβλία, αγάπησε πολύ το διάβασµα. «Άµα αρχίσεις να διαβάζεις, σταµατάς;» αναρωτιέται.

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Από τα τυπογραφεία στον εκδοτικό

Η µητέρα του έφυγε κάποια στιγµή από το νησί και βρέθηκε στην Κηφισιά, όπου πουλούσε το γάλα της σε µια ευκατάστατη οικογένεια που είχε µικρά παιδιά. Σε ηλικία 11 χρόνων βρέθηκε κι εκείνος στην Αθήνα. «∆ύσκολα τα χρόνια, αλλά σε αυτή την ηλικία είναι που δηµιουργείς εικόνες και οράµατα για τη ζωή σου και αν έχεις τύχη βρίσκεις ανθρώπους που σου συµπαρίστανται και σε οδηγούν κάπου. Εγώ όταν ήρθα εδώ βρήκα έναν σπουδαίο καθηγητή, τον Γιάννη Μαρκαντώνη».

Στα 13 του έπιασε δουλειά στο ξενοδοχείο Ακροπόλ Παλλάς. «Τότε η αστική τάξη διοργάνωνε βεγγέρες τα βράδια. Εκεί λοιπόν πήγαιναν διάφοροι πιανίστες και άλλοι καλλιτέχνες µε µελωδίες της ∆ύσης και έτσι αναγκάστηκαν να προσλάβουν και άλλο προσωπικό. Μεταξύ όσων πήραν ήταν και ένας συνδικαλιστής, ο πρόεδρος των εστιατόρων. Μια µέρα λοιπόν –εγώ ήµουν τότε lift boy– είπε ότι την επόµενη µέρα, που ήταν Πρωτοµαγιά, δεν δουλεύουν, ότι δεν είναι αργία, είναι απεργία, ότι µας κλέβουν τον ιδρώτα και ότι πρέπει να αντιδράσουµε, να µην πάµε για δουλειά. Οταν ρώτησε ποιος θα υπογράψει, σήκωσα το χέρι και υπέγραψα. Το είδαν από τη διεύθυνση –έµενα σπίτι τους τότε γιατί ο πατριός µου ήταν εκεί κηπουρός για χρόνια– και µε φώναξαν. Μου έδωσαν µια εικόνα για να προσεύχοµαι. Πέταξα την εικόνα, τους έσυρα το άι σιχτίρ κι έφυγα» αφηγείται ο κ. ∆αρδανός.

Αποφάσισαν τότε να τον στείλουν στη Σχολή Ναυτοπαίδων στον Πόρο. «Γνωρίστηκα µε ένα παιδί που γίναµε φίλοι και σε 13 µέρες κάποιος άρχισε να µας παρενοχλεί. Αφού τον δείραµε, πηδήξαµε στη θάλασσα και κολυµπώντας βγήκαµε στη στεριά. Κρυφτήκαµε, µπήκαµε σε ένα καράβι και ήρθαµε στην Αθήνα. Οταν ανέβηκα στην Κηφισιά και µε είδε η µάνα µου, όπως µε είχαν κουρέψει και µε το αλάτι της θάλασσας που είχα πάνω µου, είπε: “∆ώστε κάτι σε αυτό το παιδάκι, το ζητιανάκι, να φάει”. ∆εν µε γνώρισε» λέει. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε µε τον «φίλο και αδερφό», όπως τον αποκαλεί, Ωρίωνα Αρκοµάνη. «Ήταν γόνος µεγάλης οικογένειας, είχαν εργοστάσιο κ.λπ. Αυτός φρόντιζε να τρώω και µια θεία του ήξερε έναν τυπογράφο. Και έτσι µπήκα στο τυπογραφείο στα 13 µου. Ξεκίνησα πολλές φορές από την αρχή και κάθε αρχή ήταν ένα µεγάλο άλµα. Εµάς στα τυπογραφεία µας κυνήγησαν. Ασχολήθηκα µε την Αριστερά σε ένα τυπογραφείο που ήταν αριστεροί. Τα βιβλία είναι πιο δυνατά από τις κάννες των όπλων».

Το 1964 µαζί µε τον Χαράλαµπο Καρακατσάνη ίδρυσαν τις Γραφιστικές Τέχνες Gutenberg και τα επόµενα χρόνια άρχισαν να τυπώνουν βοηθήµατα για το σχολείο τα οποία υπέγραφαν καθηγητές πανεπιστηµίου, αλλά και βιβλία τα οποία είχαν σχέση µε τις αντιλήψεις τους για την πολιτική, όπως ο συλλογικός τόµος «Ο Μακάριος και οι σύµµαχοί του», η «Υπόθεση Πολκ» του Κώστα Χατζηαργύρη, το «Σοσιαλισµός και άνθρωπος» του Τσε Γκεβάρα «και πολλά βιβλία που είχαν σχέση µε απόψεις που δεν ήταν αρεστές» λέει ο εκδότης. Θυµάται την εποχή που είχαν εκδώσει το «Κάντο Χενεράλ» του Πάµπλο Νερούδα. «Τραβήξαµε πολλά –οι άλλοι πολύ περισσότερα από µένα– και βοήθησε η Βέµπο που ήταν θεία µου και η ∆ανάη Στρατηγοπούλου».

Τη δεκαετία του 1980 «θέλησα να βγάλω βιβλία που έχουν σχέση µε τη λογοτεχνία, εκείνα που δεν έχουν το κοινό που έχουν τα άλλα. Ετσι ξεκινήσαµε τη σειρά Orbis Literae µε τον “Μόµπι Ντικ” και άλλα έργα. ∆εν σας κρύβω ότι αυτά τα βιβλία ίσως είναι αισθητικά από τα καλύτερα του κόσµου. Το βραβείο που πήραµε από την Ακαδηµία λέει ότι εµπλουτίσαµε την παραδοσιακή τυπογραφία µε τα στοιχεία της νέας τεχνολογίας δηµιουργώντας έτσι την αισθητική του 21ου αιώνα για το βιβλίο στην Ελλάδα». Η κουβέντα στρέφεται στον αδερφό του Γιάννη Μαµάη, επικεφαλής του σχεδιαστικού τµήµατος των εκδόσεων, γνωστό και ως «µάγο της τυπογραφίας» στους ανθρώπους του βιβλίου. «Εγώ τον έµαθα κάποτε τυπογραφία. Σήµερα όµως δεν καταλαβαίνω τι φτιάχνει, διότι έχει εξελίξει την τέχνη του πάρα πολύ».

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Όταν οι βιβλιοθήκες έγιναν αποθήκες

Ο Γιώργος ∆αρδανός έχει τρία όνειρα: τη δηµιουργία σχολικών βιβλιοθηκών σε κάθε σχολείο της ελληνικής επικράτειας, την αναστήλωση του Πύργου του Αγίου Πέτρου στη γενέτειρά του, µε την οποία ασχολείται εδώ και 58 χρόνια, και τη βύθιση των σιδηροδροµικών γραµµών στον Αγιο Στέφανο Αττικής όπου ζει µε στόχο την ενοποίηση της περιοχής µε ένα µεγάλο πάρκο είκοσι στρεµµάτων.

Μιλάει για την πολυετή του προσπάθεια να δηµιουργηθούν βιβλιοθήκες σε κάθε σχολείο. Συνοδοιπόρους του σε αυτό τον αγώνα είχε τον Μανώλη Γλέζο και τον Γεράσιµο Αρσένη. Τότε δηµιουργήθηκαν οι πρώτες 500 βιβλιοθήκες από τις οποίες οι περισσότερες κατέληξαν αποθήκες. Για τον εµπλουτισµό των επόµενων βιβλιοθηκών είχαν εγκριθεί 70 εκατοµµύρια ευρώ από τα οποία µόνο το 1/10 διατέθηκε σε αυτό τον σκοπό. Τον ρωτάω γιατί δεν ευοδώθηκε το σχέδιο παρά τις προσπάθειες και µου δίνει να διαβάσω το βιβλίο του «Σχηµατική σκέψη» και τον συλλογικό τόµο «Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί». «Εδώ θα τα βρείτε όλα» λέει, «είχαµε βιβλιοθηκονόµους και τους απέλυσε η τότε υπουργός Αννα ∆ιαµαντοπούλου, η οποία αγόρασε για κάθε παιδί από έναν υπολογιστή».

Αναρωτιέµαι για ποιο λόγο ένας άνθρωπος που χειρίζεται υπολογιστή δεν πιστεύει ότι αυτός µπορεί να χρησιµεύσει και ως µέσο εκπαίδευσης. «Ο υπολογιστής είναι ένας σκουπιδοτενεκές που έχει διαµάντια» αναφέρει, «παρκάρουµε τα παιδιά µας εκεί. Από αυτή την οριζόντια εικόνα που περνάει από µπροστά τους δεν µένει τίποτε. Ο εγκέφαλος δεν µπορεί να κρατήσει κάτι. Είναι τραγικό γιατί κανείς δεν θέλει να τα βάλει µε την πραγµατικότητα. Αγόρασαν υπολογιστές για τα παιδιά και αυτά έµαθαν να στέλνουν µηνύµατα στο τέλος του έτους. Σκέφτοµαι συχνά την εικόνα της Νοτρ Νταµ να καίγεται. Οσοι έχουµε διαβάσει την “Παναγία των Παρισίων” του Ουγκώ, η Νοτρ Νταµ µας είναι οικεία. Θυµόµαστε τον Κουασιµόδο και την Εσµεράλδα. Οταν διαβάζεις διαµορφώνεις εικόνες στο µυαλό σου και φτιάχνεις ένα παζλ. Οταν δεις κάτι στην οθόνη δεν σου µένει τίποτε, δεν αποτυπώνεται».

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Η σειρά Aldina και η αύξηση του χαρτιού

Τον ρωτάω τι διαβάζει αυτή την εποχή. «Τώρα τελειώνω το “Φάκελος απόδρασης” της Τζούλι Οριντζερ. Εκπληκτικό βιβλίο». Πρόκειται για ένα µυθιστόρηµα που βασίζεται σε πραγµατικά γεγονότα και αφορά την αποστολή ενός Αµερικανού δηµοσιογράφου, το 1941, όταν φτάνει στη Μασσαλία να φυγαδεύσει Εβραίους καλλιτέχνες και συγγραφείς, µεταξύ των οποίων ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μαρκ Σαγκάλ, η Χάνα Αρεντ, ο Μαξ Ερνστ, ο Χάινριχ Μαν. Το βιβλίο κυκλοφορεί στη σειρά Aldina, τη διεύθυνση της οποίας έχει η Ζωή-Μπέλλα Αρµάου. Ο κ. ∆αρδανός µιλάει µε ενθουσιασµό για τη σειρά η οποία υπήρξε έµπνευση του αείµνηστου ∆ηµήτρη Αρµάου και στα τελευταία πέντε χρόνια κυκλοφορίας της έχει προσφέρει στους αναγνώστες πολύ σηµαντικά έργα σε υψηλής ποιότητας µεταφράσεις και εµφάνιση. Η Aldina αποτελεί φόρο τιµής στον Αλδο Μανούτιο, τον Ιταλό ουµανιστή, τυπογράφο και εκδότη της Αναγέννησης, ο οποίος ήταν άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και από τους πρώτους που εκτύπωσαν βιβλία µε ελληνικά στοιχεία και προσιτά στο κοινό.

Μιλάµε για τη διαφορά που κάνει για τον αναγνώστη η καλή ποιότητα του χαρτιού και ανακαλύπτω ότι όπως πολλοί που αγαπούν τα βιβλία, έτσι κι εκείνος όταν τα ξεφυλλίζει τα µυρίζει. «Ξέρεις πώς µε αποκαλεί γι’ αυτή τη συνήθειά µου ο Γεωργουσόπουλος; “Ο πρεζάκιας του ελληνικού βιβλίου”». Συζητάµε για την αύξηση της τάξης του 35% στο χαρτί. Τι σηµαίνει αυτό για τον εκδοτικό οίκο και τι για τον τελικό παραλήπτη. «Μπορείς να το περάσεις όλο αυτό στον αναγνώστη; ∆εν γίνεται. Αν υπήρχαν βιβλιοθήκες, θα ήταν όλα καλά. Αν βγάλεις ένα βιβλίο και ξέρεις ότι 500 αντίτυπα θα πάνε σε βιβλιοθήκες δεν θα έχεις την τιµή στα 20 ευρώ, αλλά στα 16».

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Παρατηρώ τις φωτογραφίες που έχει στο γραφείο του µε την οικογένειά του και τους φίλους του. Λέει πόσο εκτιµά τον γιο του και συνεκδότη Κώστα ∆αρδανό, µιλά µε χαµόγελο για τα εγγόνια του. Μου δείχνει φωτογραφίες µε τον Μάνο Λοΐζο και τη Μελίνα Μερκούρη. «Η Μελίνα για να µε πειράξει µε φώναζε “κάθαρµα”· µε αγαπούσε. Πολύ προτού τη γνωρίσεις προηγούνταν αυτό το πολύ µεγάλο που τη συνόδευε. Ηταν πολύ σπουδαία η Μελίνα, δεν ήταν τυχαία».

Επιστρέφουµε στα του βιβλίου. Οι νέοι διαβάζουν; «Αρκετά, αν και λίγα παιδιά είναι ψαγµένα». Μιλάµε για τους νέους εκδότες και τις πολύ σοβαρές προσπάθειες που γίνονται στον εκδοτικό χώρο. «Κοίταγα κάποια στιγµή µια λίστα –ήµουν 37 χρόνια πρόεδρος των εκδοτών– και το 70% των παλαιών εκδοτών δεν υπάρχουν πια. Κάποιοι νέοι βγαίνουν στην αρχή µε χαρά και ενθουσιασµό αλλά σε λίγο διάστηµα τους χάνεις. ∆ίνουν την ψυχή τους, τη δύναµή τους και φτάνουν στο σηµείο να µην αντέχουν να σταθούν στα πόδια τους. Είναι δύσκολη η αγορά του βιβλίου».

Documento Newsletter