Ένα μεσημέρι με τον Βασίλη και τον Σαράντη Σαλέα

Ένα μεσημέρι με τον Βασίλη και τον Σαράντη Σαλέα

Η_x000D_
αγάπη τους για τη μουσική έρχεται σαν φυσική συνέχεια, αφού προέρχονται από μια_x000D_
σπουδαία μουσική οικογένεια. 

Με τον Βασίλη και τον Σαράντη Σαλέα συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι στη Γλυφάδα και μιλήσαμε για τη ζωή τους, με αφορμή τις εμφανίσεις τους που ολοκληρώθηκαν πριν από λίγες μέρες στο Half Note με τραγούδια και μουσικές από όλο τον κόσμο, «από τσιγγάνικα, λαϊκά και τζαζ μέχρι Queen» λένε χαρακτηριστικά.

Μαζί στα πρώτα βήματα

Ο Βασίλης Σαλέας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι την εποχή που ζούσε εκεί η οικογένειά του, ενώ ο Σαράντης στην Πάτρα σε μια επίσκεψη της μητέρας τους στους συγγενείς της, τότε που ο πατέρας τους ήταν φαντάρος. Μεγάλωσαν στην Πετρούπολη, που τότε «δεν είχε πολυκατοικίες, είχε χαμηλά σπίτια και ήταν αραιοκατοικημένη. Εκεί, ανάμεσα στις φιστικιές, μαλώναμε, φιλιώναμε, παίζαμε μπάλα μαζί με τον Σαράντη στον Ολυμπιακό, αλλά δεν είμαστε ολυμπιακοί, είμαστε παναθηναϊκοί και οι δύο» λέει ο Βασίλης.

Από πολύ μικρή ηλικία ασχολήθηκαν με τη μουσική. Κλείνονταν στο δωμάτιο και έπαιζαν με τις ώρες. Χάνονταν στις μελωδίες και δεν έβγαιναν για κανέναν λόγο. «Η μάνα μου μας φώναζε “ελάτε να φάτε”, στο τέλος μας έπαιρνε με το ζόρι» λέει ο Σαράντης χαμογελώντας. Εκείνη ήταν που τους στήριξε στα πρώτα τους βήματα «Ήθελε πολύ να γίνουμε καλλιτέχνες, γιατί τραγουδούσε και εκείνη πάρα πολύ καλά, κυρίως παραδοσιακά. Μας νανούριζε με τραγούδια» θυμάται ο Βασίλης.

Ο πατέρας τους Νίκος, πολύ γνωστός μουσικός, έπαιζε κλαρίνο στα πανηγύρια και σε κέντρα της Αθήνας με παραδοσιακή μουσική, όπως η Βοσκοπούλα, η Ζούγκλα, η Ιτιά, μαζί με τον αδερφό του, Βασίλη, έναν από τους σπουδαιότερους μουσικούς της εποχής, ενώ ταξίδευε και εκτός Ελλάδας: στην Αμερική, την Αυστραλία και στον Καναδά. Παρότι μουσικός ο ίδιος, δεν ήθελε τα παιδιά του να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. «Ήθελε να μάθουμε άλλες δουλειές. Θεωρούσε ότι ήμασταν πολύ μικροί για τα πανηγύρια, όπου τότε γίνονταν συχνά φασαρίες. Όταν κατάλαβε ότι το θέλαμε πολύ και πηγαίναμε και καλά, όλα άλλαξαν» λέει ο Βασίλης.

Συζητάμε για τα πανηγύρια και πόσο πολύ έχουν αλλάξει από την εποχή που έπαιζαν εκείνοι. «Παλιά ήταν πιο ωραία, πιο παραδοσιακά. Τότε ένα πανηγύρι ήταν το μεγάλο γεγονός ενός τόπου, οι άνθρωποι το περίμεναν πώς και πώς» λέει ο Σαράντης και συμπληρώνει: «Παλιότερα το 90% των τραγουδιών ήταν παραδοσιακά, τώρα πλέον είναι ένα 30%. Ο στίχος πια δεν έχει εικόνες όπως παλιά. Και τα παραδοσιακά όργανα έχουν αντικατασταθεί από ηλεκτρικά». «Τώρα πια το κλίμα είναι όπως στα μπουζούκια» λέει ο Βασίλης, ενώ «δεν υπάρχουν πλέον παραγγελιές ούτε και χαρτούρα. Εντάξει, αλλάζουν τα πράγματα, χρειάζεται καμιά φορά».

Το κλαρίνο θέλει ψυχή

Από μικρά παιδιά άκουγαν όλα τα είδη μουσικής. «Από μικρός αγαπάω πολύ την κλασική μουσική» αναφέρει ο Βασίλης. «Κάποια στιγμή πήγα στο ωδείο να μάθω κλαρίνο. Όμως το φύσημα που μου έδειχναν εκεί ήταν διαφορετικό από αυτό που ήξερα. Έτσι εγκατέλειψα το ωδείο, γιατί ήθελα να συνεχίσω αυτό που έκανε ο πατέρας μου. Ήθελα να γίνω επώνυμος σαν τον θείο μου και να παίζω σαν τον μπαμπά μου. Τον καταλάβαινα πιο καλά τον μπαμπά μου. Ο δάσκαλος τότε ανήσυχος με έπιασε και μου είπε: “Μην τα παρατήσεις! Μια μέρα θα γίνεις μεγάλος εσύ!”».

Το πρώτο του σαρανταπεντάρι το έβγαλε σε ηλικία μόλις 14 χρόνων στην Columbia. Στη μία πλευρά υπήρχε ένα τραγούδι που ερμήνευε η Έφη Γεωργακοπούλου, ενώ στην άλλη ένα ορχηστρικό. Η πρώτη του εμφάνιση σε μαγαζί ήταν στη Βοσκοπούλα, ενώ το πέρασμα στο λαϊκό ρεπερτόριο έγινε μέσω της συνεργασίας του με την Ελένη Βιτάλη στο κέντρο Ντέφι. Ακολούθησαν οι συνεργασίες με σπουδαίους συνθέτες, μεταξύ αυτών ο Σταμάτης Σπανουδάκης, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Μίκης Θεοδωράκης, οι οποίες ήταν και το διαβατήριό του για διεθνή καριέρα. Με τον Στ. Σπανουδάκη γνωρίστηκαν μέσω της Ελένης Βιτάλη σε ένα κλαμπ όπου έπαιζαν μαζί στο Σοφικό. «Εκεί έγινε η πρόταση για συνεργασία, έπειτα γίναμε και κουμπάροι» αναφέρει.

«Μόνο με τον Χατζιδάκι δεν συνεργάστηκα, ενώ μου είχε κάνει πρόταση» λέει. «Θα το κάνω τώρα όμως, θα πάρω την άδεια από τον γιο του και θα το κάνω». Η γνωριμία με τον Χατζιδάκι έγινε την εποχή που ο μεγάλος συνθέτης είχε αναλάβει για μια σεζόν το Ζουμ στην Πλάκα. Στο πρόγραμμα, που άλλαζε κάθε δεκαπέντε μέρες, κάποια στιγμή εμφανιζόταν ο Βασίλης Σαλέας με τον Σταμάτη Σπανουδάκη. «Σε μια πρόβα παίζαμε τα “Πέτρινα χρόνια”. Τον θυμάμαι να στέκεται σε μια κολόνα και να κλαίει από συγκίνηση. Στο τέλος ήρθε και με αγκάλιασε. Αυτό ήταν! Μου έκανε την πρόταση. Μεγάλη τιμή για μένα αλλά δεν μπορούσα να δεχτώ γιατί δεν ήθελα να στενοχωρήσω τον Σταμάτη, με τον οποίο συνεργαζόμασταν τότε. Για χρόνια μου έστελνε κάρτες στη γιορτή μου».

Την εποχή που συνεργαζόταν με τον Σπανουδάκη η εταιρεία του έψαχνε τον Βαγγέλη Παπαθανασίου προκειμένου να ζητήσουν εκ μέρους του συνθέσεις τις οποίες θα ερμήνευε εκείνος με το κλαρίνο του. «Εναν μήνα τον έψαχναν από την εταιρεία και δεν τον έβρισκαν. Κάποια στιγμή που παίζαμε με τον Σταμάτη στο Ηρώδειο εμφανίστηκε μπροστά μου στα καμαρίνια, μαζί με τον Αβραμόπουλο. Φεύγοντας μου ζήτησε να συνεργαστούμε» αναφέρει.

Όταν ήταν μικρός πήγαινε στη γιαγιά του και της έλεγε τα όνειρά του. Εκείνη γελούσε και του έδινε ευχές. Τον ρωτάω αν πραγματοποιήθηκαν όσα ονειρευόταν. «Όλα όσα της έλεγα ότι ήθελα να κάνω πραγματοποιήθηκαν. Αυτό το είπα πρώτη φορά στον Λυκαβηττό, στην πρώτη instrumental συναυλία που έκανα. Ο κόσμος συγκινημένος κατέβηκε από τις κερκίδες και με πήραν αγκαλιά και με σήκωσαν σαν το πούπουλο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ».

Τον ρωτάω για τα δύο κλαρίνα που του έχουν κλέψει. «Και τα δύο ήταν αγαπημένα μου, το ένα όμως ειδικά ήταν οικογενειακό κειμήλιο. Το είχε ο θείος μου, το πήρε μετά ο πατέρας μου και πέρασε σ’ εμένα. Πικράθηκα πολύ» λέει. «Αυτοί που το κλέψανε θα νόμιζαν ότι παίζει μόνο του» προσθέτει ο Σαράντης. Ρωτάω τι είναι αυτό που διαφοροποιεί το ένα φύσημα από το άλλο. «Η ψυχή» λένε και οι δύο με μια φωνή.

Σε όλο τον κόσμο

«Μεγάλωσα μες στη μουσική. Από νωρίς λοιπόν κατάλαβα κι εγώ την κλίση μου. Με τον Βασίλη παίζαμε μαζί από παιδιά και αργότερα πηγαίναμε μαζί στο ωδείο, εκείνος κλαρίνο κι εγώ πλήκτρα. Ήδη στα 16 μου έγραφα στην Columbia. Ωραίες εμπειρίες αλλά και μεγάλη ευθύνη. Τότε γράφαμε ένα τραγούδι όλοι μαζί. Αν κάποιος μουσικός έκανε λάθος, έπρεπε να ξαναπάμε την ηχογράφηση από την αρχή» θυμάται ο Σαράντης.

Πρώτη φορά βγήκε στο εξωτερικό στα 23 του με τον Μανώλη Αγγελόπουλο. «Είχαμε πάει περιοδεία στην Αμερική» λέει. Από τότε γύρισε τον κόσμο. Η πιο πρόσφατη περιοδεία του ήταν με τον αδερφό του Βασίλη πριν από δυόμισι χρόνια στην Αμερική και μετά στην Αυστραλία. «Παίζαμε σε ένα μαγαζί σαράντα μέρες και αυτός που το είχε ήρθε κάποια στιγμή στο καμαρίνι κι έκανε τον σταυρό του. “Ρε παιδιά, τι γίνεται μ’ εσάς εδώ;” μας είπε. “Όλες οι φυλές του κόσμου ήρθαν να σας δουν. Τόσα ονόματα έχουν περάσει από δω, πρώτη φορά βλέπω τέτοιο χαμό”».

Το πέρασμα από τα πλήκτρα στο τραγούδι έγινε το 1993. «Στις πρόβες που κάναμε στα μαγαζιά ψιλοτραγουδούσα. Με ρωτούσαν λοιπόν γιατί δεν τραγουδούσα και για το κοινό». Έτσι πήρε την απόφαση και έκανε τον πρώτο δίσκο, το «Όπου πάω αγαπάω», ο οποίος έγινε μεγάλη επιτυχία. «Είμαι τυχερός γιατί μου έγραψαν τραγούδια ο Βασίλης, ο Νικολόπουλος, ο Βαρδής, έκανα ντουέτο με την Πίτσα Παπαδοπούλου και στους επόμενους δίσκους συνεργάστηκα με τον Σταμάτη Σπανουδάκη, τον Χρυσοβέργη, τον Γιατρά, τους Gipsy Kings».

Μιλάμε για τη συνεργασία με την Τουρκάλα τραγουδίστρια Ζινέτ Σαλί, με την οποία έχουν κάνει μαζί το ντουέτο «Και σ’ αγαπώ» που είναι η ελληνοτουρκική εκδοχή του «İstanbul İstanbul olalı» της Σεζέν Ακσού. «Όταν το 1996-97 πηγαίναμε στην Τουρκία για συναυλίες, ο μάνατζέρ της την έφερνε και ζητούσε από τον Βασίλη να πει μαζί μας δυο τρία τραγούδια. Αυτήν τη στιγμή έχει καταφέρει να γίνει ένα από τα πρώτα ονόματα της χώρας της».

Σχετικά με τη φιλία τους με τη Σεζέν Ακσού, την τεράστια αυτή καλλιτέχνιδα της Τουρκίας θυμάται: «Έχουμε πάει στο σπίτι της στον Βόσπορο πολλές φορές. Μια φορά που βρεθήκαμε στην Κωνσταντινούπολη πήγαμε να την επισκεφτούμε. Δεν ήταν εκεί όμως, ήταν στη Σμύρνη. Όταν την πήρε τηλέφωνο η μάνατζέρ της και της το είπε στενοχωρήθηκε που δεν καταφέραμε να βρεθούμε. Ζήτησε τότε να της παίξει ο Βασίλης κλαρίνο από το τηλέφωνο. Και φυσικά το έκανε».

Του ζητάω να αφηγηθεί περίεργα πράγματα που του έχουν συμβεί όταν τραγουδάει. «Μια φορά, καλοκαίρι ήταν, τραγουδούσα κι από κάτω υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός. Δεν κατάλαβα πώς έγινε, κάποιος άρχισε να μου τραβάει το πουκάμισο. Μου έσκισε το μανίκι και το πήρε μαζί» λέει γελώντας. Ζητάω να μου πουν τι έχει μείνει στην καρδιά και στο μυαλό τους έπειτα από τόσα χρόνια πορείας στη μουσική. «Οι καλές κουβέντες από τον κόσμο, η αγάπη» λέει ο Σαράντης. Ρωτάω τον Βασίλη ποια είναι η σχέση τους με το χρήμα. «Δεν τα πάμε και πολύ καλά, ό,τι πήραμε πήραμε, οικονομία δεν ξέρουμε γιατί είμαστε ανοιχτοχέρηδες. Ολοι θέλουμε να έχουμε λεφτά αλλά δεν είναι το παν, αλλού είναι η ευτυχία».

Για τον Μανώλη Αγγελόπουλο

Ρωτάω τον Σαράντη Σαλέα ποιος τραγουδιστής του είχε κάνει εντύπωση από όσους γνώρισε στα στούντιο της Columbia. «Σεβόμουν κι αγαπούσα πολλούς τραγουδιστές. Δύο όμως ήταν εκείνοι που μου τράβηξαν την προσοχή: ο Τόλης Βοσκόπουλος και ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Είχαν φωνή, παρουσία, τα πάντα». Οσα λέγονται για τον Αγγελόπουλο είναι αλήθεια, ήταν πραγματικά άρχοντας, μου λένε. «Πέρα από μεγάλος καλλιτέχνης ήταν και εξαιρετικός άνθρωπος, είχε καλή ψυχή» προσθέτει ο Βασίλης. «Στα μαγαζιά που δουλεύαμε μπορεί ο κόσμος από κάτω να μιλούσε όταν τραγουδούσαν οι άλλοι τραγουδιστές. Όταν έβγαινε όμως ο Αγγελόπουλος δεν κουνιόταν άνθρωπος» θυμάται ο Σαράντης και προσθέτει: «Εκτός των άλλων ήταν και μεγάλος πλακατζής. Οταν παίζαμε γύριζε και μου έλεγε: “Ρε πιτσιρίκο, τι ήθελα και σε πήρα μαζί μου; Ολες οι γυναίκες εσένα κοιτάνε”». Ο Βασίλης θυμάται μια φορά που ο Αγγελόπουλος σε μεγάλα κέφια έπιασε το μικρόφωνο και είπε: «Κυρίες και κύριοι, εγώ και ο Σαράντης ο Σαλέας είμαστε οι πιο όμορφοι άντρες της φυλής».



Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter