Η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να έκανε πολλά λάθη στο παρελθόν, αλλά είναι η πρώτη φορά, που έχει περισσότερο δίκιο από ότι άδικο στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.
Κι αυτό γιατί, όταν το βασικό μέλημα από την πλευρά των δανειστών είναι το πρωτογενές πλεόνασμα και σε αυτό το πεδίο η οικονομία υπεραποδίδει, τότε οι υπεύθυνοι του προγράμματος οικονομικής βοήθειας οφείλουν α) να ενσωματώσουν την υπεραπόδοση στις νέες εκτιμήσεις και β) να μην ζητούν εκ των προτέρων νέα μέτρα για την επίτευξη, μετά από δύο χρόνια, δηλαδή μετά το 2018, αμφίβολων στόχων (στόχων δηλαδή που και οι ίδιοι δεν συμφωνούν μεταξύ τους).
Και όχι μόνο αυτό. Οι δανειστές δεν στάθηκαν στο ύψος της υπογραφής τους, αφήνοντας στο μέλλον την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Κάτι που συνδέεται άμεσα με τα πρωτογενή πλεονάσματα του μέλλοντος και βεβαίως με τη «λεγόμενη βιωσιμότητα» του χρέους, που αποτελεί και κλειδί για τη συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ στο πρόγραμμα ως χρηματοδότη («λεγόμενη βιωσιμότητα», γιατί είναι μία σχετική έννοια και εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες).
To ΔΝΤ στην έκθεση που δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα, προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα 0,9% για το 2016 (ο μνημονιακός στόχος ήταν μικρότερος στο 0,5%). Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 αγγίζει το 2%, ενώ μένει να το επικυρώσει η Eurostat τον Απρίλιο. Δηλαδή ξεπέρασε τους στόχους που τέθηκαν, αλλά και το στόχο του 1,5%, που το ΔΝΤ προβλέπει στην δική του έκθεση για τα έτη μετά το 2018 και σύμφωνα με το ταμείο είναι το άριστο μέγεθος, προκειμένου η Ελλάδα να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να εξυπηρετήσει το δυσθεώρητο χρέος της. Όμως, το ΔΝΤ θεωρεί ότι με πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%, το χρέος είναι μη βιώσιμο, οπότε πρέπει να ελαφρυνθεί περαιτέρω (επιμήκυνση αποπληρωμής του μέχρι το 2070). Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ και ο ESM θεωρούν το χρέος βιώσιμο, αλλά με πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για πολλά έτη.
Έρχεται συνεπώς το ΔΝΤ, το οποίο είναι στο πρόγραμμα, αλλά μέχρι στιγμής δεν συμμετέχει χρηματοδοτικά και λέει: Εντάξει Ευρώπη, έτσι θέλεις; Όμως εμένα δεν μου βγαίνουν τα κουκιά για το 3,5% που θέτεις και θέλω κι άλλα μέτρα.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι όλοι αυτοί με τις διαφορετικές προσεγγίσεις και τα λάθη τους, δεν αφήνουν την Ελλάδα να ανασάνει, ακόμα και όταν η χώρα επιτυγχάνει τους στόχους του προγράμματος. Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να μην έχει υλοποιήσει δεκάδες επί μέρους προαπαιτούμενα που έχει υπογράψει στο τρίτο μνημόνιο – και σε αυτό έχει ευθύνη κυρίως ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και σε αυτό πατάνε οι δανειστές – όμως εξέπληξε με αυτό που πέτυχε το 2016.
Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά επί της σημερινής κυβέρνησης ομονόησαν η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό φαίνεται στις επιστολές του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, στην έκθεση του ΔΝΤ. Και οι δύο κάνουν αναφορά σε παραπλάνηση εκ μέρους του Ταμείου και για απαιτήσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Έχουν δίκιο.
Ας υποθέσουμε τώρα, ότι η Ελλάδα κάμπτεται από τα εκβιαστικά διλήμματα και δέχεται να νομοθετήσει τώρα μέτρα, που ίσως εφαρμόσει το 2019, στην περίπτωση που δεν πετύχει τους στόχους του 2018. Σε αυτή την περίπτωση, οι πιθανότητες να πετύχει τους στόχους είναι περισσότερες από το να μην κάνει τίποτα και να παρατείνει τη σημερινή κατάσταση μέχρι η χώρα να ξεμείνει από χρήματα. Επιπλέον, μετά τις γερμανικές εκλογές, αυτοί, θέλουν δε θέλουν, θα δώσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Άρα, το μέλλον θα είναι πιο καθαρό και δεν θα είναι καθόλου σίγουρο ότι τα προληπτικά μέτρα θα εφαρμοστούν. Όπως έγινε και με τον κόφτη εφέτος. Αν δεν κάνει τίποτα όπως παλαιότερα και περιμένει καλύτερη στάση από τους πιστωτές, τότε η καθυστέρηση μάλλον θα στερήσει πόρους και εμπιστοσύνη στην οικονομία.
Συνεπώς, το δίλημμα μπορεί είναι μεγάλο, αλλά το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον θετικό. Ωστόσο, στην Ελλάδα όλα γίνονται ανάποδα, αφού πάντα το πολιτικό πρόβλημα υπερτερεί του οικονομικού. Γι΄αυτό όταν γίνεται ένα βήμα εμπρός ακολουθεί ένα πίσω.