Να’μαστε εδώ λοιπόν, υποδεχόμενοι στην Αθήνα έναν δημιουργό που μας τιμά όποτε κατεβαίνει απ’ τα μέρη μας, αφού κάθε βιβλίο του αποτελεί μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν το μέγιστο γεγονός αφού εν μέσω μιας ολότελα αντιπνευματικής εποχής ο Κοροβίνης εξακολουθεί να παρουσιάζει με τον τρόπο του την ανθρωπογεωγραφία μιας Ελλάδας και ενός παλιού κόσμου που χάθηκαν, επιλέγοντας κάθε φορά με μιαν αξιοζήλευτη μαεστρία και μιαν άδολη αγάπη τους ήρωες του, τους χαρακτήρες του.
Εν προκειμένω, μας παρουσιάζει ολοζώντανο μπροστά μας, με σάρκα και οστά, έναν ίσως ξεχασμένο από πολλούς λαϊκό μουσικό, τον μπουζουξή Δημήτρη Στεργίου, ευρύτερα γνωστό ως Μπέμπη. Πώς το καταφέρνει αυτό; Όχι με την μάλλον κοινότοπη παράθεση μιας μυθιστορηματικής γραφής των έργων και των ημερών του. Ο συγγραφέας μας στην ουσία συνέθεσε έναν μακροσκελή θεατρικό μονόλογο, βάζοντας τον Μπέμπη να μιλάει εκείνος σε α’ πρόσωπο για μέρη, πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά. Το θεωρώ ένα ευφυές εύρημα, τολμηρό για τη φόρμα της νουβέλας, που κάνει τις 182 σελίδες να διαβάζονται απνευστί και που αναδεικνύει την έρευνα του Κοροβίνη ή, σωστότερα, την κατάδυση του σ’ έναν κόσμο που ανέκαθεν τον ενέπνεε και που φως – φανάρι γνωρίζει πάρα πολύ καλά. Και όχι μόνο σαν ένας στείρος ερευνητής ή καταγραφέας. Όντας αυτοπροσώπως ένας εξαίρετος τραγουδοποιός λαϊκών τραγουδιών, είτε ερμηνευμένα από τον ίδιο, είτε από άλλες φωνές σπουδαίων επαγγελματιών τραγουδιστών, έδωσε στο κείμενο όλο μία παράδοξη μουσικότητα, ένα μουσικό τέμπο, καταθέτοντας στην ουσία μία μπαλάντα – αμιγώς μπαλάντα – για τον Μπέμπη. Αυτά ως προς τη φόρμα γραφής του.
Διότι ως προς τη φόρμα του περιεχομένου, το βιβλίο βρίθει αναφορών σε σημαδιακά ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, σε ιερά πρόσωπα συνθετών, στιχουργών και ερμηνευτών του λαϊκού τραγουδιού, στον Πειραιά των κατοχικών, αλλά και των μεταπολεμικών χρόνων. Και πάλι, όμως, όχι με έναν τρόπο που θα τον λέγαμε έως και δηκτικό. Μέσα από μια συναρπαστική, παραληρηματική ενίοτε, αφήγηση, ο αναγνώστης μαθαίνει την ιστορία ενός μέρους του τόπου του. Θα πω κάτι που δεν ξέρω πόσο βαρύγδουπο θα ακουστεί, αλλά πιστεύω ακράδαντα πως μετά τον Κωνσταντίνο Καβάφη στην ποίηση και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στον κινηματογράφο, ο Θωμάς Κοροβίνης στη νεοελληνική λογοτεχνία είναι ο μόνος που τον απασχολεί τόσο ενδελεχώς η Ιστορία των τόπων και των πόλεων με Ι κεφαλαίο. Τον ενδιαφέρει, βέβαια, και το ερωτικό στοιχείο, όχι μόνο η Ιστορία, γι’ αυτό και τη χρησιμοποιεί ως τον ιδανικό διάκοσμο κάθε φορά για μια καταγραφή των ερωτικών ηθών. Στο επίκεντρο βέβαια μόνιμη συνοδός της γραφής του είναι η «καύλα» για γυναίκες και άντρες, η απελευθέρωση του ερωτικού ενστίκτου σαν ένας άνθρωπος ψημένος στα νυχτοπερπατήματα που ήταν και που παραμένει. Ο Κοροβίνης τη ζει τη ζωή, δεν περνάει αυτή από δίπλα του και απλά την παρατηρεί και την καταγράφει. Εξακολουθεί να λειτουργεί ερωτικά και απενοχοποιημένα υμνώντας την ελευθερία ψυχών και σωμάτων, κάτι που οι Νεοορθόδοξοι και οι συντηρητικοί αδυνατούν να κατανοήσουν σε κάθε του λεπτομέρεια. Κάποτε ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Μανιώτης μου είχε πει πως πέρασε μια καθιστική ζωή και δεν την άρπαξε τελικά απ’ τα μαλλιά τη ζωή, όπως πραγματικά θα ήθελε. Στενόχωρη εξομολόγηση, αλλά που σίγουρα δεν θα την έκανε ποτέ του ο Κοροβίνης.
Γι’ αυτό και όποτε ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη, πάντα θα τον συναντήσω σ’ ένα μικρό μπαράκι, πάνω στο δρόμο, να πίνει τα ουισκάκια του ή σε κάποιο ταβερνείο με τη γνωστή μέθεξη κρασιού και φαγητού. Ο Θωμάς εν προκειμένω γίνεται ο ίδιος ο Μπέμπης, μια και όπως ήδη είπαμε, τον θέλει να κάνει μια εξομολόγηση σ’ έναν φίλο του ή σ’ όποιον μεμονωμένα διαβάσει το βιβλίο; Μάλλον δεν πρόκειται για ερώτηση, αλλά για κατάφαση. Σπάνια βλέπεις τέτοια ταύτιση συγγραφέα με το βιογραφούμενο πρόσωπο που επέλεξε, ακριβώς σαν ο Μπέμπης να τον είχε συναντήσει και να του χάρισε σκόρπια ημερολόγια του, τα οποία εκείνος συνέθεσε, αν μη τι άλλο, με ευλάβεια. Τι κι αν ο Μπέμπης έφυγε από τη ζωή τα Χριστούγεννα του 1972; Μέσω του Κοροβίνη είναι και πάλι εδώ, στον Απάνω Κόσμο, έτοιμος να μιλήσει για όλα αυτά που έζησε και που μοιράζεται μαζί μας.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο στον Κοροβίνη είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί κάθε φορά και που τον αναδεικνύει σε μέγα μύστη της ελληνικής γραμματείας. Αναζητήστε, αν δεν το έχετε κάνει ήδη, το βιβλίο του, που κυκλοφόρησε το 2017, με τίτλο «Σκίρτημα Ερωτικόν. Ο Κ. Π. Καβάφης εις την Πόλιν», μία καταπληκτική μυθοπλασία του, που κανένας, μα κανένας άλλος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να γράψει, αφού μεταχειρίζεται ακριβώς το γλωσσικό ιδίωμα της γραφής του Αλεξανδρινού, εξαφανίζοντας στην ουσία τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Το ίδιο κάνει και τώρα στον «Μπέμπη», όπως είχε κάνει και στο πρόσφατο παρελθόν, με τον «Κατάδεσμο». Οι εποχές έχουν αλλάξει, δεν είμαστε πια στα χρόνια που ένας Διονύσιος Σολωμός «αγόραζε» λέξεις από τον απλό λαϊκό κόσμο. Ο Κοροβίνης φαίνεται να μιλάει φυσικά και αβίαστα τη γλώσσα του λούμπεν προλεταριάτου, που τόσο αγαπά, μεταχειριζόμενος εκφράσεις και λέξεις, που προσωπικά είχα πολλά – πολλά χρόνια να δω και να ακούσω.
Στον «Μπέμπη» υπάρχει μια πληθώρα περιστατικών του ιδίου με πρόσωπα, με τα οποία συνδέθηκε. Είναι τόσο πειστικά και παραστατικά δοσμένα, που μια και μιλάμε για μυθιστόρημα, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν συνέβησαν ή αν είναι προϊόντα της λογοτεχνικής φαντασίας του. Για μένα αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί εισπράττω ένα πολύ γενναιόψυχο χαρακτηριστικό του καλλιτέχνη Κοροβίνη: Τη θέληση του κάθε φορά να μας λέει πως οι αυτοκαταστροφικοί άνθρωποι, οι καραβοτσακισμένοι, οι αποσυνάγωγοι – ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Μπέμπης – δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να «καθαρίσουν» για πάρτη όλων των άλλων, των βολεμένων και των συμμαζεμένων. Με τις πράξεις τους και, φυσικά με την τέχνη τους, εφόσον εδώ έχουμε έναν καθηλωτικά γοητευτικό μπουζουξή.
Τέλος, νιώθω την ανάγκη να πω και κάτι άλλο: Διάβασα πρόσφατα την πολύ ωραία κριτική που έγραψε για το βιβλίο του ο εθνικός μας θεατρολόγος Κώστας Γεωργουσόπουλος στα ΝΕΑ. Συμφώνησα σε όλα μαζί του εκτός από μία παράγραφο, προς το τέλος της κριτικής του, που μάλλον περιόρισε τη συγγραφική δεινότητα του Κοροβίνη. Διότι ο Κοροβίνης δεν είναι απλά ένας λαογράφος, συνεχιστής αν θέλετε του αείμνηστου Ηλία Πετρόπουλου. Δεν είναι ένας γραφιάς που υπόκειται σε διάφορες ταμπέλες ή κατηγορίες, ούτε κατ’ εμέ μπαίνει σε μια ομάδα συγκεκριμένων συγγραφέων. Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας, απ’ τους σπουδαιότερους αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, που κινείται ευέλικτα με ότι καταπιαστεί, με όποιο λογοτεχνικό είδος, γιατί από μέσα του βράζουν ασταμάτητα η αγάπη για τους ανθρώπους, τους παροπλισμένους, τους αφανείς ή τους αποθανόντες λαϊκούς καλλιτέχνες (όχι πάντα, αν σκεφτούμε βέβαια και εκείνο το εκπληκτικό πόνημα του για τον Στέλιο Καζαντζίδη από την Οδό Πανός), τις ιερές μνήμες, τους τόπους και το παρελθόν.
Δεν έχω κανένα πρόβλημα, λοιπόν, να χαρακτηρίσω το μυθιστόρημα «Μπέμπης» του Θωμά Κοροβίνη το σημαντικότερο βιβλίο που διάβασα τελευταία, το οποίο μοιάζει σαν φυσική συνέχεια των προηγούμενων βιβλίων του, και που ακριβώς όλα μαζί τα βιβλία του τον κάνουν να’ναι μία κατηγορία συγγραφέα από μόνος του. Θωμά, σ’ ευχαριστώ που με τιμάς με τη φιλία και γενναιοδωρία σου και εύχομαι δίπλα σ’ εκείνο το ιδιωτικό σου εικονοστάσι στο ψηλοτάβανο διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης, δίπλα στα πορτραίτα του Αλμπέρ Καμί, της Λάουρας, του Γιλμάζ Γκιουνέι και της Φλέρυς Νταντωνάκη, να προστεθεί κι αυτό του Δημήτρη Στεργίου ή Μπέμπη, έτσι, για να καταλαβαίνει όποιος εισέρχεται στον προσωπικό σου χώρο, αναγνώστης ή μη των βιβλίων σου, πως καταπιάνεσαι με τα πάθη των ανθρώπων με την ίδια λαχτάρα και την ίδια προσμονή που έχουν οι χριστιανοί για τη Μεγάλη Εβδομάδα.
* Το κείμενο του Αντώνη Μποσκοΐτη διαβάστηκε στη βιβλιοπαρουσίαση του Θωμά Κοροβίνη στη μουσική σκηνή «Χαμάμ» των Πετραλώνων την Τετάρτη 18/1. Κείμενα διάβασαν επίσης η μουσικολόγος Μιράντα Τερζοπούλου, ο δημοσιογράφος – συγγραφέας Δημήτρης Ν. Μανιάτης και ο συγγραφέας – μουσικός Νίκος Χρυσός. Απόσπασμα από το βιβλίο διάβασε ο ηθοποιός Στέλιος Μάινας. Ακολούθησε λαϊκό πρόγραμμα με τον δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Βαγγέλη Τρίγκα, την ερμηνεύτρια Μαργαρίτα Καραμολέγκου και το συγκρότημα τους.