Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από το Ευρωμπάσκετ του ’87 που τόσες συγκινήσεις μας χάρισε. η “Αράχνη”, από τους πρωταγωνιστές του θριάμβου, μοιράζεται μαζί μας τις αναμνήσεις του
Τριάντα χρόνια μετά τον θρίαμβο που άλλαξε την πορεία του ελληνικού αθλητισμού και τη ζωή όσων ανέβηκαν στο άρμα του μπάσκετ, ο Παναγιώτης Φασούλας βάζει ένα ουισκάκι και στέλνει γράμμα, όχι e-mail αλλά κανονικό γράμμα, από ένα δωμάτιο που μύριζε ιδρωτίλα και τσιγαρίλα. «Σταματήστε να δείχνετε το βίντεο του τελικού», εκλιπαρεί. «Τότε τρώγαμε ακόμα φασολάκια…».
-Ποια είναι λοιπόν η πρώτη σου ανάμνηση όταν σου μιλούν για το 1987;
Π.Φ.: «Το πανηγύρι. Και η παλλαϊκότητα της χαράς. Αν με ρωτήσεις για συγκεκριμένους αγώνες, δεν θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι όμως την προσμονή που υπήρχε, για κάτι μεγάλο. Κανένας δεν περίμενε ότι θα φτάναμε στον τελικό και ότι θα κερδίζαμε το χρυσό. Δεν μπορώ να το πιστέψω, ότι πέρασαν 30 χρόνια».
-Δεν έχει φωτιστεί με λεπτομέρειες, η εποποιία του ’87.
Π.Φ.: «Δεν υπήρχαν τότε ιδιωτικά κανάλια, ούτε ίντερνετ, ούτε πολλές εφημερίδες. Δεν είχε ο καθένας από μία φωτογραφική μηχανή στην τσέπη του. Διασώζονται μόνο όσα θυμόμαστε στις συνεντεύξεις. Που μπορεί να τα θυμόμαστε και λάθος…».
-Σώζεται και το βίντεο των αγώνων.
Π.Φ.: «Δεν μου αρέσει να ξαναβλέπω τον τελικό. Μακάρι να σταματήσουν να τον δείχνουν! Ο κόσμος βλέπει ένα τελείως διαφορετικό μπάσκετ, ένα αργό πράγμα. Η εικόνα μειώνει αυτό που καταφέραμε! Παίξαμε καλό μπάσκετ, αλλά μπάσκετ άλλης εποχής. Τώρα τρέχουν γρήγορα και πηδάνε ψηλά, αλλά τα ματς τελειώνουν 64-63 και όχι 103-101. Τότε απαγορεύονταν ακόμα και τα καρφώματα. Πέρασαν χρόνια, μέχρι να καταλάβουν οι άμπαλοι γέροντες της FIBA ότι ο κόσμος θέλει θέαμα. Μέχρι που τελείωσα την καριέρα μου, φοβόμουν μη τυχόν κρεμαστώ από τη στεφάνη και φάω τεχνική ποινή…».
-Πώς ήταν η ατμόσφαιρα στο γήπεδο;
Π.Φ.: «Αν το Ευρωμπάσκετ γινόταν στο Σπόρτιγκ, δεν θα βγαίναμε ούτε 8οι. Όταν μπαίνεις σε ένα μεγάλο, καινούριο γήπεδο, νιώθεις ότι παλεύεις για μία σύγχρονη χώρα. Όχι για ένα μίζερο μαγαζάκι. Αποκτά άλλη βαρύτητα η φανέλα. Παύεις να αισθάνεσαι ότι παίζεις για μία ψωροκώσταινα και για 100 γραφικούς που ασχολούνται με το μπάσκετ…».
-Και πώς έκλεισε έτσι ξαφνικά η ψαλίδα; Το ’87 δεν ήταν πυροτέχνημα της μίας βραδιάς.
Π.Φ.: «Ουδέποτε ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά που μας χώριζε από άλλες ομάδες. Περισσότερο στο μυαλό μας ήταν η ψαλίδα. Πιστεύαμε ότι θα τρώγαμε 40άρες και δεν παίζαμε σοβαρά. Ο καθένας έκανε του κεφαλιού του, για να βάλει 20 πόντους και να επιπλεύσει. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Στο Ευρωμπάσκετ, όμως, άλλαξαν τα πράγματα. Όλοι θυσίασαν το ‘εγώ’ τους για το καλό της ομάδας. Παλεύαμε για κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας. Έπαιζαν μόνο εφτά, αλλά οι πέντε αναπληρωματικοί δεν γκρίνιαζαν. Ο Γιαννάκης άλλαξε το παιχνίδι του, ώστε να βάζει ο Γκάλης τους 30 πόντους που χρειαζόταν η ομάδα. Για γκρίνια είμαστε τώρα; Πάμε να πάρουμε το κύπελλο. Όλοι έπαιξαν τον ρόλο τους, ακόμα και ένα μασάζ από τον φυσιοθεραπευτή ή ένα αστείο στα αποδυτήρια μπορεί να έκανε τη διαφορά».
-Ο Πολίτης ήταν ο φρουρός αυτής της ισορροπίας;
Π.Φ.: «Με την παροιμιώδη του ψυχραιμία, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Είχε μοντέρνα αντίληψη για την προπονητική και καταλάβαινε τι σημαίνει Εθνική ομάδα. Φρόντιζε να περνάνε καλά, οι παίκτες που άφησαν αφιλοκερδώς τα σπίτια τους και τις διακοπές τους. Δεν υπήρχαν κραιπάλες, ούτε όμως στρατιωτική βαναυσότητα. Και ήξερε και μπάσκετ ο Πολίτης, δεν ήταν κανένας άσχετος».
-Μόλις το 1985 η Εθνική δεν έφτασε ούτε στην τελική φάση του Ευρωμπάσκετ.
Π.Φ.: «Κάπου εκεί, όμως, άλλαξε η αντιμετώπιση από πλευράς Ομοσπονδίας. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, πετούσαμε αξημέρωτα με ρουμάνικες εταιρίες και μέναμε στα χάνια της Γραβιάς. Ο Βασιλακόπουλος κατάλαβε ότι όφειλε να κρατάει τους παίκτες ευχαριστημένους εκτός γηπέδου. Αυτή ήταν η μεγάλη του προσφορά».
-Υπήρξε κάτι πρωτοποριακό, στην προετοιμασία της ομάδας του ‘87;
Π.Φ.: «Για πρώτη φορά δώσαμε σημασία στη διατροφή και στην επαγγελματική προπόνηση. Ήμασταν η πρώτη γενιά που γυμναζόταν δύο φορές την ημέρα. Δεν υπήρχαν συμπληρώματα διατροφής και ειδικοί επιστήμονες. Εγώ έκανα για πρώτη φορά διάδρομο το 1990! Κάναμε βάρη σε κάτι παλιά γυμναστήρια που μύριζαν ιδρωτίλα. Στο βίντεο βλέπαμε ολόκληρους αγώνες και βαριόμασταν, αντί για μονταρισμένα αποσπάσματα. Σήμερα όλα γίνονται με χειρουργική ακρίβεια. Όσο για το φαγητό, δεν ξέραμε τίποτε για πρωτεΐνες και υδατάνθρακες. Μέχρι τότε, οι βασικοί έτρωγαν μπριζόλα και οι αναπληρωματικοί λαδερά φασολάκια».
-Υποθέτω ότι κυκλοφορούν και μύθοι, για την Εθνική του 1987.
Π.Φ.: «Το κλίμα ήταν εξαιρετικό, αλλά είναι μύθος ότι αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον μέχρι θανάτου. Δεν ήμασταν πρόσκοποι ή αγέλαστα στρατιωτάκια ούτε τίποτε φλώροι. Με εκνευρίζει η αγιοποίηση. Υπήρχαν κόντρες και πάθη, συχνά ο ένας δεν μιλούσε στον άλλον. Κάποιος θα έφευγε από το ξενοδοχείο για να κοιμηθεί με τη γυναίκα του στο σπίτι του, οι ανύπαντροι θα έβγαιναν για ένα ποτό. Διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Η δουλειά, όμως, γινόταν επαγγελματικά. Κρίμα που έκλεισε το ‘Τζονς’, εκεί θα’πρεπε να στεγάζονται τα γραφεία της Ομοσπονδίας».
-Το κάπνισμα, στο ξενοδοχείο, επιτρεπόταν;
Π.Φ..: «Το δωμάτιο που μέναμε με τον Μέμο Ιωάννου βρωμούσε τσιγαρίλα. Ήρθε μια μέρα η γυναίκα του, που ήταν 8 μηνών έγκυος, και παραλίγο να γεννήσει επί τόπου! Ο Μέμος κυκλοφορούσε με τους πάγους στους αγκώνες και στα γόνατα, είχε βάλει ένα δεύτερο στρώμα πάνω στο στρώμα, ρούχα πεταμένα από δω κι από κει, τα καθαρά μαζί με τα βρώμικα, χολέρα σου λέω, χα χα…».
-Στο βίντεο του τελικού φαίνεσαι σαν μύγα δίπλα στον Τκατσένκο.
Π.Φ.: «Ήταν περισσότερο ογκώδης, παρά δυνατός. Η μάζα του γέμιζε τη ρακέτα, ενώ εγώ ήμουν πιο λεπτοκαμωμένος. Στην αμυντική φιλοσοφία της εποχής δεν υπήρχε η λογική της άρνησης. Άφηνες τον αντίπαλο να πάρει την μπάλα και τον περίμενες στον αέρα. Αλλιώς θα ήταν αδύνατο να συνεχίσει κάποιος με 3 ή με 4 φάουλ».
-Δεν είναι να πεις ότι είχαμε αξιόλογους εφεδρικούς…
Π.Φ.: «Και όμως, ο Αργύρης στάθηκε πολύ καλά, σε όλο το τουρνουά. Οι βασικοί, παίζαμε όσο αντέχαμε. Όχι μόνο το 1987, αλλά και το 1989 και το 1993 και το 1995. Δέκα συνεχόμενους αγώνες, επί 37-38 λεπτά σε κάθε ματς».
-Στον ημιτελικό του Ζάγκρεμπ, με τους Σοβιετικούς, τα τέσσερα αστέρια δεν βγήκατε ούτε δευτερόλεπτο.
Π.Φ.: «Γι’ αυτό εμφανιστήκαμε λιωμένοι στον τελικό με τη Γιουγκοσλαβία. Εγώ παρουσίαζα ήδη συμπτώματα υπερκόπωσης. Το βράδυ μετά τον ημιτελικό, σηκώθηκα από το κρεβάτι για να πάω στην τουαλέτα και με έπιασε ταχυπαλμία. Κάλεσα τον γιατρό της ομάδας και του είπα ασθμαίνοντας, ότι κάτι έπαθα. ‘Βάλε ένα ουισκάκι και θα σου περάσει’, μου απάντησε εκείνος. Επιστήμη!»
-Έπαιξε ρόλο η διαιτησία στην κατάκτηση του τροπαίου το ’87;
Π.Φ..: «Πάντοτε προσπαθείς να επηρεάσεις και πάντοτε θέλεις διαιτητές που συνηθίζουν να σε παίζουν καλά. Για παράδειγμα, ο Μαϊνινί σφύριζε πάντα εχθρικά την Ελλάδα, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Εάν όμως υπερτιμήσουμε τον ρόλο της διαιτησίας, σε οποιαδήποτε διοργάνωση, εξαιρούμε τους παίκτες και από την ευθύνη της ήττας και από τους επαίνους για τη νίκη. Όλα τα κάνει η παραγοντάρα! Πάντοτε θα πάρεις ένα σφύριγμα έδρας, αλλά ακόμα και στα τελευταία δευτερόλεπτα του τελικού έγινε φανερό φάουλ στον Καμπούρη, ενώ δόθηκε και καθαρή ευκαιρία στους Σοβιετικούς να βάλουν νικητήριο καλάθι».
-Ευτυχώς δεν υπήρχαν τότε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Π.Φ.: «Εκείνη την εποχή, δεν είχε ο κόσμος πού να διοχετεύσει την κακία του. Δεν έχω αποφασίσει αν αυτό είναι καλό ή κακό, δημοκρατικό ή όχι. Αυτοί οι 50 χιλιάδες που σχολιάζουν στο διαδίκτυο εκπροσωπούν την κοινωνία; Δεν νομίζω. Γράφουν μοναχά οι θυμωμένοι. Το βλέπω από τον εαυτό μου. Αρχίζω και γράφω κάτι μόνο όταν τσαντίζομαι, άσχετα αν μετά το σβήνω. Εάν υπήρχαν social media την εποχή του Ρούζβελτ ή του Τσόρτσιλ, δεν θα έμεναν αυτοί στην ιστορία. Θα τους ξεφτίλιζε το ίντερνετ μέσα σε πέντε λεπτά».
-Πώς θα ήταν η ζωή σας σήμερα, αν δεν είχατε κερδίσει το ευρωπαϊκό;
Π.Φ.: «Η επιτυχία μας απογείωσε, κοινωνικά και οικονομικά. Για την ψυχολογία δεν το συζητώ, ήταν σαν να πήραμε ένα ναρκωτικό που κράτησε δέκα χρόνια. Οι εθνικές ομάδες είναι που εξιτάρουν τη γιαγιά στην Πίνδο. Η γιαγιά στην Πίνδο είναι η πελατεία του μπάσκετ και όχι οι οργανωμένοι».
-Άλλαξαν πολλά στον τόπο, αυτά τα 30 χρόνια.
Π.Φ.: «Η Ελλάδα του ’87 ήταν μία χώρα για τα θηρία! Περνούσαμε ωραία, με τα λουλούδια μας και με τα μποτιλιαρίσματα στη Βουλιαγμένης ξημερώματα Τρίτης, αλλά περιμέναμε 4 χρόνια για να πάρουμε τηλεφωνική γραμμή από τον ΟΤΕ. Δεν είχαμε γήπεδα, δεν είχαμε μέσα ενημέρωσης, δεν είχαμε τίποτε. Λέμε για την παλιά Αθήνα, με δρομάκια που δήθεν μύριζαν γιασεμί, αλλά στην πραγματικότητα κάθε χαντάκι ήταν βόθρος. Ζήσαμε και εμείς τον μύθο μας…».